της Μάχης Μαργαρίτη

Η είδηση έγινε γνωστή λίγες ώρες μετά την έναρξη των πανελλαδικών εξετάσεων για τους μαθητές των Γενικών Λυκείων. Σε ένα από αυτά, στο εσπερινό λύκειο στα Χανιά, κάποιοι μαθητές δεν κατάφεραν καν να περάσουν την πόρτα των εξεταστικών κέντρων. Σύμφωνα με τη διευθύντρια του σχολείου, οι εργοδότες τους δεν τους επέτρεψαν να αλλάξουν βάρδια. Η περίπτωση χαρακτηρίστηκε σοκαριστική -και, αλήθεια, μπορεί κανείς να το ακούσει χωρίς να «πονέσει η καρδιά του»; Αλλά μήπως είναι «η κορυφή του παγόβουνου»; Και αν ναι, τι βρίσκεται από κάτω;

Τα εσπερινά σχολεία, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Μαθητές ενήλικοι, εργαζόμενοι, συχνά με οικογένεια, με οικονομικά προβλήματα. Τι τους οδηγεί να καθίσουν ξανά στα θρανία; Το απολυτήριο, η δίψα για μάθηση, η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Πολλοί πηγαίνουν στο σχολείο κατευθείαν μετά τη δουλειά. Κάνουν ενισχυτική διδασκαλία. Στερούνται προσωπικού χρόνου, χρόνου με τα παιδιά τους. Και πολλοί, παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα, καταφέρνουν να περάσουν σε πανεπιστημιακές σχολές. Στα Χανιά, κάποιοι από αυτούς, φαίνεται ότι βρήκαν μπροστά τους ένα πρόσθετο εμπόδιο -και ήταν στο τέλος της διαδρομής.

Υπήρξαν άμεσα αντιδράσεις. Η ΕΛΜΕ Χανίων πραγματοποίησε κινητοποιήσεις, τόσο στη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, όσο και στην Επιθεώρηση Εργασίας. Ζήτησε, μεταξύ άλλων, να δοθεί η δυνατότητα στους συγκεκριμένους μαθητές να συμμετέχουν στις πανελλαδικές εξετάσεις αυτής της σχολικής χρονιάς, εξασφαλίζοντας «όλες τις αναγκαίες νομικές, διοικητικές και οικονομικές συνθήκες, όρους και προϋποθέσεις». Οι επαναληπτικές εξετάσεις πραγματοποιούνται τον Σεπτέμβριο στην Αθήνα. Είναι σίγουρο ότι μπροστά σε μια καταφανή αδικία, μπορούν πάντα να βρεθούν λύσεις, αρκεί να υπάρχει θέληση. Το κυριότερο, όμως, είναι, να μην υπάρξει ξανά τέτοια περίπτωση. Να δημιουργηθεί άμεσα το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο ώστε να προβλέπεται από τον νόμο άδεια με αποδοχές για όλους τους εργαζόμενους που δίνουν εξετάσεις, και η χορήγησή της να είναι υποχρεωτική, και όχι στην ευχέρεια του εργοδότη.

Στην ανακοίνωσή της, όμως, η ΕΛΜΕ Χανίων γράφει και κάτι ακόμα. «Είναι πλέον φανερό σε όλους ότι η ‘κανονικότητα’ που ζούμε ως εργαζόμενοι, με τους μισθούς πείνας, τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, συμπληρώνεται με τον εργοδοτικό δεσποτισμό και την κατάργηση μορφωτικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων».

Πρωτοφανές γεγονός το περιστατικό, ή «νέα κανονικότητα»; Εργασιακοί χώροι, ή εργασιακή «ζούγκλα»; Πώς διαμορφώνεται το εργασιακό τοπίο τις τελευταίες δεκαετίες -και με ταχύτερους ρυθμούς, τα τελευταία χρόνια; Εκτός από τις απολύσεις, τις περικοπές μισθών και εργασιακών δικαιωμάτων, τα εργατικά ατυχήματα, πυκνώνουν οι καταγγελίες για άσκηση ωμής σωματικής ή ψυχικής βίας και απειλών σε εργαζόμενους. Από  καταγγελίες για ξυλοδαρμό διανομέων, μέχρι υποθέσεις εργοδοτών που καταβάλλουν το δώρο Χριστουγέννων και στη συνέχεια το ζητούν πίσω από τους εργαζόμενους. Εργατικά Κέντρα μιλούν για τεράστιες πιέσεις και τρομοκρατία στην αγορά εργασίας, και καλούν τους εργαζόμενους να καταγγέλλουν αυτά που υφίστανται.

Αλλά τα «ακραία φαινόμενα» πληθαίνουν.

Στην εποχή της «απελευθέρωσης της εργασίας»

Πού αλλού θα δει κανείς να αποτυπώνεται πιο γλαφυρά η εικόνα της εργασίας του αναπτυγμένου κόσμου, αν όχι στις δύο χώρες-«σύμβολα» της καπιταλιστικής ανάπτυξης -τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έχουν εξάγει «τεχνογνωσία απελευθέρωσης της αγοράς» στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο; Σε τι κατάσταση ζουν, λοιπόν, εκεί, οι εργαζόμενοι;

Μια αίσθηση μεταξύ των εργαζόμενων ότι δεν έχουν έλεγχο ή φωνή στον εργασιακό τους χώρο πυροδοτεί «θυμό και δυστυχία στη βρετανική κοινωνία», έλεγε πριν από δύο χρόνια ο Μάθιου Τέιλορ, πρόεδρος κυβερνητικής επιτροπής για την επιθεώρηση της σύγχρονης εργασίας. Είναι τέτοια η πραγματικότητα πια, ώστε ο πρώην σύμβουλος του Τόνι Μπλερ, διορισμένος στη νέα του θέση από την πρωθυπουργό των Συντηρητικών Τερέζα Μέι, έφτασε να ζητά αλλαγές για να νιώθουν οι άνθρωποι «πολίτες στη δουλειά και όχι υπηρέτες ή σκλάβοι».

Έρευνα της Συνομοσπονδίας των βρετανικών συνδικάτων TUC σε εργαζόμενους με εισόδημα κάτω των 28.000 λιρών, το 2017, έδειξε ότι εργοδότες «τιμωρούν» τους γονείς που πηγαίνουν τα άρρωστα παιδιά τους στο νοσοκομείο, έγραφε ρεπορτάζ του Guardian. «Το μωρό μου σταμάτησε να αναπνέει και έπρεπε να πάω στο νοσοκομείο -με απείλησαν με πειθαρχικό», είπε μια εργαζόμενη πωλήτρια. Σύμφωνα με την έρευνα, το 42% των γονιών είπαν ότι ένιωθαν τιμωρημένοι στη δουλειά αν ζητούσαν κάποιες διευκολύνσεις, και κάποιο είχαν τον φόβο ακόμα και ότι θα χάσουν τη δουλειά τους. Ένας στους τρεις χρησιμοποίησε δική του κανονική άδεια τον τελευταίο χρόνο όταν το παιδί του αρρώστησε.

Η έρευνα χαρακτηρίστηκε «σοκαριστική». Αλλά η καθηγήτρια Νικόλ Μπάσμπι, επικεφαλής της νομικής σχολής στο πανεπιστήμιο του Στράθκλαϊντ, χαρακτήρισε μεν σοκαριστικά τα ευρήματα, είπε, όμως, ότι για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους μόνο σοκ δεν ήταν. Το να ζητούν τέτοιου είδους ευελιξία είναι δικαίωμα, αλλά «ακόμα κι εκεί που εφαρμόζεται, πολύ λίγο είναι στην πραγματικότητα ‘δικαίωμα’ το να ζητά κάποιος ειδικούς διακανονισμούς, και ο εργοδότης μπορεί να αρνηθεί για πολλούς διαφορετικούς λόγους».

Το 2012, έρευνα του σωματείου Unison αποκάλυπτε ότι το ένα τέταρτο του ενός εκατομμυρίου εργαζόμενων σε τηλεφωνικά κέντρα εξυπηρέτησης πελατών είχαν χρονικά περιορισμένη πρόσβαση στην τουαλέτα. «Το να χάνεις τον έλεγχο του πότε μπορείς να αδειάσεις την κύστη σου είναι μια εξευτελιστική απώλεια της αυτονομίας του για έναν ενήλικα», σχολίαζε ο αρθρογράφος του Independent Όουεν Τζόνσον. Ένας από τους εργαζόμενους του είπε ότι του επιτρέπονταν τέσσερα λεπτά τη μέρα για αυτό τον σκοπό. Ένας άλλος αντιμετώπισε πειθαρχική ποινή επειδή πήγε πολλές φορές στην τουαλέτα στη διάρκεια μια μόλυνσης στα νεφρά. Η επίθεση-διακωμώδηση που δέχτηκε ο δημοσιογράφος από συναδέλφους του σε μεγάλο συντηρητικό έντυπο ότι έκανε «εκστρατεία υπέρ της χρήσης της τουαλέτας», του έδωσε την αφορμή να μιλήσει για δραματική στροφή υπέρ των εργοδοτών στους εργασιακούς χώρους τα τελευταία 30 χρόνια. «Το να υποστηρίζεις ότι ενήλικες θα έπρεπε να αποφασίζουν οι ίδιοι για βασικές σωματικές τους λειτουργίες, είναι προφανώς αρκετό για να σε περιγράφουν ως ακροαριστερό τρελό στη σύγχρονη Βρετανία».

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Νιου Γιορκ Τάιμς έγραφαν, αρκετά χρόνια πριν από την οικονομική κρίση, το 2005, για ανάλογες ιστορίες εργασιακών χώρων. Μία από αυτές, μιας  δασκάλας μαθηματικών. Έμαθε ότι έχει μια σπάνια ασθένεια στα 35 της, και σύντομα δε μπορούσε ούτε να γράψει στον πίνακα. Δεν είχε πάρει ούτε μια μέρα αναρρωτική άδεια μέχρι τότε. Ζήτησε διευκολύνσεις για να συνεχίσει να διδάσκει. «Όλοι έχουμε προβλήματα, απλώς κάνε τη δουλειά», ήταν η απάντηση του διευθυντή της. Η ιστορία της αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα του να είσαι άρρωστος στο σημερινό εργασιακό πεδίο, σε μια εποχή που άρρωστοι εργαζόμενοι έχουν περισσότερες νομικές ασφαλιστικές δικλείδες παρά ποτέ, και όμως, αντιμετωπίζουν κενά, ασυνέπειες και ερωτηματικά σε αυτούς τους νόμους, σημείωνε η εφημερίδα.

Ένα δυστοπικό εργασιακό μέλλον.

Η καλλιέργεια του φόβου

Και το πρόβλημα δεν είναι μόνο η αμφισβήτηση δικαιωμάτων -είναι η εμπέδωση σε μεγάλα τμήματα των εργαζόμενων ότι δεν είναι σωστό να τα διεκδικούν. Οι άδειες είναι ένα από τα πιο στοχοποιημένα δικαιώματα -αναμενόμενο, αφού στην πραγματικότητα είναι το δικαίωμα των ανθρώπων στη ζωή, με τις ανάγκες που τη συνοδεύουν, και στον ελεύθερο χρόνο, που τον ορίζουν οι ίδιοι. Σε ποιο σημείο έχουν φτάσει σήμερα τα πράγματα; Στο να απαρνούνται οι ίδιοι οι εργαζόμενοι τα δικαιώματά τους.

«Οι μέρες αδειών συσσωρεύονται καθώς οι εργαζόμενοι φοβούνται ότι θα δείξουν ‘αντικαταστήσιμοι’», έγραφε ρεπορτάζ του αμερικανικού δικτύου cnbc τον περασμένο Αύγουστο. Έρευνα έδειξε ότι αυτή τη στιγμή, το 52% περίπου των αμερικανών δεν κάνουν καν χρήση όλης της άδειάς τους. «Στα μάτια του εργοδότη, αν εγκαταλείπουν αυτό τον χρόνο, ουσιαστικά προσφέρουν εθελοντικά τον χρόνο τους», έλεγε η υπεύθυνη της μελέτης. Και συμπλήρωνε ότι πάνω από 200 εκατομμύρια μέρες άδειας έμειναν «στο τραπέζι» το 2017 -αξίας 62 δισεκατομμυρίων δολαρίων μόνο τον περασμένο χρόνο. Για κάθε εργαζόμενο, η «προσφορά» στον εργοδότη είναι 604 δολάρια. 200 εκατομμύρια μέρες άδειας που εγκαταλείφθηκαν -ο αριθμός μοιάζει σχεδόν ασύλληπτος.

Γιατί δεν παίρνουν τις άδειές τους; Το 61% λέει ότι είναι ο φόβος του να φανεί ότι μπορούν να αντικατασταθούν. Οι νεότεροι εργαζόμενοι, μεταξύ 20 και 30 ετών, είναι εκείνοι που παίρνουν τη λιγότερη άδεια. Τα δυσβάσταχτα δάνεια και η επιθυμία μιας ικανοποιητικής δουλειάς τους κάνουν «όταν βρίσκουν σταθερή δουλειά, να θέλουν να την κρατήσουν».

«Είναι ώρα να διαλύσουμε τον μύθο, μια για πάντα, ότι ο μόνος λόγος που οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι δεν ασκούν τα δικαιώματά τους είναι επειδή δε γνωρίζουν για αυτά. Ίσως και όταν ξέρουν, φοβούνται ότι το να τα ασκήσουν ενέχει τον κίνδυνο να χαρακτηριστούν ‘ταραχοποιοί’ και να τιμωρηθούν. Ίσως επίσης είναι πιθανό οι εργοδότες να γνωρίζουν για αυτό τον φόβο και να τον εκμεταλλεύονται… Οι εργοδότες γνωρίζουν τα δικαιώματα των εργαζόμενών τους. Αλλά γνωρίζουν, επίσης, ότι έχουν το πάνω χέρι. Και έτσι, ακόμα και όταν μια μοναχική φωνή τολμήσει να υψωθεί, μπορεί αποτελεσματικά να καταπνιγεί, και μόνο με τη μη διατυπωμένη απειλή του στιγματισμού του εργαζόμενου, της τιμωρίας του, ακόμα και της απώλειας της δουλειάς του. Νάτο, λοιπόν: όχι απλώς το πρόβλημα, αλλά η αποστέρηση της αξιοπρέπειας. Τι νόημα έχουν τα δικαιώματα των εργαζόμενων όταν υπάρχει μια αναπτυσσόμενη κουλτούρα εργαζόμενων που εκφοβίζονται να τα αγνοούν;», έγραφε η Μπάρμπαρα Έλεν στον Guardian τον περασμένο μήνα.

Από την άλλη, ακόμα και να θέλουν να διεκδικήσουν, σε ποιο «γήπεδο» διεξάγεται ο αγώνας; Τι τους προστατεύει από την απόλυση; Ο λεγόμενος «Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης», έχει μια διάταξη: την αρχή της δικαιολογημένης καταγγελίας. Πριν από λίγες μέρες εισάχθηκε και στο ελληνικό δίκαιο. Στο εξής, δεν αρκεί ο εργοδότης να κοινοποιεί την απόλυση και να δίνει την ανάλογη αποζημίωση -πρέπει να λαμβάνεται υπόψη «το δικαίωμα όλων των εργαζόμενων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας». Αρκετά θολό: τι μπορεί να θεωρηθεί «βάσιμος λόγος»; Πώς κρίνεται η ικανότητα και η συμπεριφορά; Ποιος κρίνει αν ο λόγος που επικαλείται η επιχείρηση ισχύει ή είναι πρόφαση επειδή στην πραγματικότητα αυτό που δεν αρέσει στον εργοδότη είναι, για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος ο οποίος διεκδικεί τα δικαιώματά του; Ποιος θα κρίνει; Θα πρέπει ο εργαζόμενος να προσφύγει «σε αμερόληπτο όργανο». Δηλαδή, δικαστήρια; Άρα, χρήμα, χρόνος και στρες για τον εργαζόμενο. Όσο για το ενδεχόμενο να θεωρήσει κάποιος ανεπαρκή την εθνική νομοθεσία και να απευθυνθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Δύσκολα ξεχνιέται η απόφαση πριν από έναν χρόνο του Δικαστηρίου της, ότι σε περιπτώσεις ομαδικών απολύσεων δεν προστατεύονται οι έγκυες γυναίκες ή όσες θηλάζουν εφόσον δεν υπάρχει σαφής πρόνοια στην εθνική νομοθεσία.

Και υπάρχει και η ιδεολογική νομιμοποίηση της απόλυσης. Η αξίωση για μόνιμη εργασία, ως δικαίωμα, συστηματικά στοχοποιήθηκε. Η επιθυμία για μονιμότητα, άρα ασφάλεια, μετονομάστηκε σε «επιθυμία για τεμπελιά». Πολιτικοί, από τα κοινοβούλια, έτη φωτός από τον καθημερινό μόχθο, διαμηνύουν από μέσα ενημέρωσης με παγερά αδιάφορο ύφος ότι σκοπεύουν να απολύσουν ή να συρρικνώσουν, σαν να μη βρίσκονται άνθρωποι πίσω από κάθε μία θέση εργασίας. Ενώ άλλοι διαιωνίζουν ελαστικές σχέσεις εργασίας που εγκυμονούν την απόλυση.

Στον ιδιωτικό τομέα, τα πράγματα είναι πολύ δυσκολότερα. Υπάρχουν χώροι εργασίας, κυρίως στο δημόσιο, όπου τα πράγματα παραμένουν καλύτερα, κυρίως χάρη στις κινητοποιήσεις των συνδικάτων -τις προηγούμενες δεκαετίες. Όμως, παντού, η κατάσταση χειροτερεύει.

Θα πει κάποιος, «δεν είναι ίδιοι όλοι οι εργοδότες, υπάρχουν και πιο δίκαιοι και σοβαροί». Προφανώς δεν είναι όλοι ίδιοι. Όμως, ο βασικός νόμος δεν αλλάζει: στο καπιταλιστικό σύστημα, μια επιχείρηση -ιδιωτική ή δημόσια- υπάρχει για να έχει κέρδος και να είναι ανταγωνιστική. Αυτός είναι ο θεμέλιος λίθος του οικοδομήματος. Ή, όπως έλεγε στο ρεπορτάζ των New York Times η Ρόμπιν Μποντ, από νομική εταιρία που εκπροσωπεί εργαζόμενους εναντίον εργοδοτών, «φτάσαμε ένα εκατομμύριο μίλα μακριά από τις παλιές κακές μέρες. Αλλά κανένας νόμος δεν αλλάζει το βασικό δεδομένο -ότι οι εργοδότες θέλουν να κάνουν αυτό που ωφελεί την επιχείρηση».

Το αίσθημα του εργαζόμενου για κεκτημένα δικαιώματα ότι «δεν τα δικαιούται πραγματικά», ριζώνει στους χώρους εργασίας. Φτάνουν πολλές φορές εργαζόμενοι να αμφισβητούν οι ίδιοι συναδέλφους τους όταν κάνουν χρήση ακόμα και αναρρωτικών αδειών -επικαλούμενοι συνήθως τις εξαιρέσεις, που πάντα υπάρχουν. Είναι τέτοιο πια το μέγεθος της αλλοτρίωσης που προξενεί η δουλειά στους ανθρώπους, ώστε τους οδηγεί πολλές φορές σε συμπεριφορές που μοιάζουν αφύσικες ή και επικίνδυνες. Σε ένα περιβάλλον όπου οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανέναν λόγο ή έλεγχο στις αποφάσεις των εργοδοτών τους, στρέφονται στην εύκολη λύση: ο ένας κατά του άλλου. Γράφει η ιρλανδή ακαδημαϊκός  Ο΄Μουρ, από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με το ζήτημα του εκφοβισμού, το 1997, ότι ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον προκαλεί πιο έντονα αρνητική συμπεριφορά. Σε εργασιακά περιβάλλοντα όπου εμφανίζονται φαινόμενα εκφοβισμού μεταξύ των ίδιων των εργαζόμενων, το 88% αυτών τα συνδέουν με τις αυταρχικές μεθόδους διοίκησης, σύμφωνα με έρευνα του NASUWT, δεύτερου μεγαλύτερου συνδικάτου εκπαιδευτικών στη Βρετανία. Ο κυνισμός στους χώρους εργασίας εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους, και αυξάνεται όσο αυξάνονται οι απολύσεις και η επισφάλεια. Ήδη, από το 1991, με ριζωμένο πλέον τον νεοφιλελευθερισμό που εφάρμοσαν ταυτόχρονα Ρίγκαν-Θάτσερ, σε μελέτη τους οι Μίρβις και Κάντερ έγραφαν ότι το 43% των αμερικανών εκδήλωναν υψηλά  κυνικές διαθέσεις προς τη δουλειά. Η δημοφιλία του χαρακτήρα κόμικ Dilbert είναι μια ένδειξη της κυριαρχίας του κυνισμού στους σημερινούς εργασιακούς χώρους. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, οι εχθρικές διαθέσεις μεταξύ εργαζόμενων, όπου αυτές εκδηλώνονται, είναι συνήθως η συνέπεια και όχι η αιτία του προβλήματος. Η αιτία είναι ο ανταγωνισμός που προωθείται ως αξία στην κοινωνία, το «ο καλύτερος ας ξεχωρίσει», η τόσο μεγάλη σημασία σε διαγωνισμούς και βραβεία. «Το μεγάλο ζώο τρώει το μικρό», δεν ακούνε από μικρά τα παιδιά -σε μια διαστρέβλωση, μάλιστα, αυτού που πραγματικά συμβαίνει στη φύση;

«Η δουλειά έχει πάνω από όλα (ή κάτω από όλα) να κάνει με καθημερινούς εξευτελισμούς. Το να επιζήσεις της ημέρας είναι αρκετός θρίαμβος για αυτούς που περπατούν τραυματισμένοι ανάμεσά μας», έλεγε το 1974 ο Στουντς Τέρκελ, ο «αφηγητής ιστοριών των καθημερινών αμερικανών».

Στην περίπτωση του εσπερινού λυκείου στα Χανιά, έγινε από μέσα ενημέρωσης απόπειρα εξίσωσης της ευθύνης εργοδοτών και συναδέλφων των μαθητών που δεν έδωσαν εξετάσεις. Είναι μια δομικά λανθασμένη εξίσωση: οι εργοδότες έχουν εξουσία -οι «συνάδελφοι», φιλικοί ή εχθρικοί, δεν έχουν. Η χορήγηση άδειας είναι αρμοδιότητα του εργοδότη -όχι των εργαζόμενων.

Οι εργαζόμενοι μαθητές στα Χανιά που δεν κατάφεραν να δώσουν εξετάσεις, μπορεί να φοβούνται περισσότερο τώρα που πήρε δημοσιότητα το θέμα και να θέλουν να «κλείσει». Στις μικρές τοπικές κοινωνίες, όπου δεν υπάρχει η «ανωνυμία» των μεγάλων αστικών κέντρων, είναι πιθανό ένας εργαζόμενος  να ανησυχεί ότι θα στοχοποιηθεί, ο ίδιος ή οι οικείοι του, αν «μιλήσει», αν διεκδικήσει. Και αυτό πιθανά δε συμβαίνει μόνο στις μικρές πόλεις. Η δημοσιότητα μπορεί να γίνει «ασπίδα» για αυτούς που βρίσκονται ευάλωτοι -όμως, οι ευάλωτοι δεν τη θέλουν πάντα. Και, από την άλλη, η δημοσιότητα δεν είναι αρκετή, επειδή δεν κρατά πολύ. Η ασπίδα απέναντι στον φόβο, όμως -ίσως αυτή είναι η καλύτερη ασπίδα.  Και αυτή χρειάζεται πολλούς για να την κρατήσουν.

 

 

 

Μοιράσου το άρθρο:

ΠΗΓΗ

Προηγούμενο άρθροΚομοτηνή: Ομάδα πυρασφάλειας σε επιφυλακή από τον δήμο
Επόμενο άρθροΕνημερώνεται για τη Λάρισα η αντιπροσωπεία της Μιραφλόρες