Η επιλογή της Τουρκίας ν’ αναστείλει και ενδεχομένως να ματαιώσει το σχέδιο για σεισμικές έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας αποτελεί ηχηρή αναδίπλωση, από αυτές που η Άγκυρα δεν συνηθίζει να κάνει. Και προκειμένου να καταλαγιάσει ο αντίκτυπος της υποχώρησης, οι Τούρκοι έσπευσαν να στείλουν το Μπαρμπαρός στα ανοικτά της Αμμοχώστου, εκεί όπου γνωρίζουν ότι το μόνο που μπορεί να τους συμβεί είναι να υποχρεωθούν ν’ αναγνώσουν σειρά ανακοινώσεων καταδίκης από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ανακοινώσεις που, προφανώς, καταλήγουν η μια μετά την άλλη στον κάλαθο των αχρήστων.

Του Πιέρρου Ι. Τζανετάκου

Μετά το φιάσκο στον Έβρο τον περασμένο Μάρτιο, η απόσυρση του τουρκικού στόλου από τα νερά του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου αποτελεί τη δεύτερη συναπτή ήττα της πολυπλόκαμης διπλωματίας που ασκεί η Άγκυρα σε όλο το γεωγραφικό τόξο που ξεκινά από τα χερσαία σύνορα με την Ελλάδα και φθάνει έως τη Λιβύη. Η αναδίπλωση Τουρκίας γίνεται ταυτοχρόνως αιτία και αφορμή για αντιληφθούμε, μέσα πάντα από την ανάλυση των γεγονότων, αυτά που αλλάζουν στο συσχετισμό των δυνάμεων μεταξύ των εμπλεκόμενων παραγόντων.

Κομβικός παράγοντας ανατροπής όσων γνωρίζαμε- και κυρίως φοβόμασταν- είναι η εμπέδωση τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό του γεγονότος ότι η Αθήνα διαθέτει αξιοσημείωτη αποτρεπτική ισχύ. Αμέσως μόλις η Τουρκία επιχείρησε να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο με στόχο να προσεγγίσει την δεσμευμένη περιοχή νοτίως του Καστελλόριζου, οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις επέδειξαν εξαιρετική επιχειρησιακή ετοιμότητα, τόσο στο κρίσιμο επίπεδο της συλλογής πληροφοριών, όσο και επί του πεδίου, δηλαδή στην ανάπτυξη του στόλου. Το κρισιμότερο όμως είναι, ότι η Αθήνα εμφανίστηκε μετά από πολλά χρόνια διατεθειμένη να απαντήσει στρατιωτικά σε περίπτωση παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η αντίθετη επιλογή θα ήταν αδιανόητη για οποιοδήποτε κράτος σέβεται τον εαυτό του, αλλά στην Ελλάδα των τελευταίων ετών τίποτα δεν φαντάζει απίθανο. Μπορεί να γίνονται ευρείες αναφορές στη γερμανική παρέμβαση για την άρση του επερχόμενου αδιεξόδου, αλλά τι θα γινόταν αν η Αθήνα εμφανιζόταν ελαστική και επέτρεπε στην αναθεωρητική Τουρκία να δημιουργήσει τετελεσμένα;

Πέραν αυτών, η Ελλάδα έκανε και ένα βήμα παραπάνω. Φρόντισε να διαμηνύσει στους εμπλεκόμενους και δη στην Άγκυρα, πως όχι μόνο θα παρέμβει ενόπλως κατά του Ορούτς Ρέις και της όποιας συνοδείας του, αλλά ότι διαθέτει σχέδιο ευρύτερης στρατιωτικής ανάπτυξης. Είναι αυτό που ανώτατες πηγές από το ΓΕΕΘΑ άφηναν να διαρρεύσει: Δεν είναι προς το συμφέρον των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων να εμπλακούν σε μια «σημειακή» κρίση με την Τουρκία, ειδικά όταν το σημείο αυτό είναι μακριά από τα τους χώρους που υποστηρίζουν το Πολεμικό Ναυτικό και η Πολεμική Αεροπορία. Εάν επέρχετο στρατιωτική σύγκρουση, αυτή θα ήταν πολυεπίπεδη και εκτός του πλαισίου που θα συνέφερε τις επιχειρησιακές δυνατότητες της Τουρκίας. Πολύ ενδιαφέρον και συνάμα θετικό το γεγονός ότι η

απάντηση της Αθήνας στην Άγκυρα επανέφερε το απαραίτητο αίσθημα ασφαλείας, όχι μόνο στους Καστελλοριζιούς, αλλά και σε όλους τους ακρίτες. Είναι κάτι που διαπιστώσαμε σε όλες τις συζητήσεις κατά τη διάρκεια της αποστολής μας, τόσο στη Ρόδο, όσο και κυρίως στο μικρό νησί των 300 κατοίκων.

Αν δει κανείς το ζήτημα από την πλευρά του Βερολίνου, θα διαπιστώσει ότι η Μέρκελ, διανύνοντας το εξάμηνο της γερμανικής προεδρίας, δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση να σκάσει μια ελληνοτουρκική σύρραξη στα χέρια της. Αυτή είναι η πρώτη ανάγνωση. Συνολικότερα, όμως, αφενός η Γερμανία επιδιώκει κατευνασμό στις σχέσεις της Ένωσης με την Άγκυρα, αφετέρου όμως λειτουργεί και με σαφή γεωπολιτικά κριτήρια: Πρώτον, αντικαθιστά την απούσα από την περιοχή Αμερική, αφετέρου ισχυροποιεί τη θέση της έναντι της Γαλλίας, η οποία ως ναυτική δύναμη, αλλά και με διακριτά συμφέροντα σε Συρία και Λιβύη, επιδιώκει να έχει τον πρώτο λόγο επί των εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η στρατηγική, λοιπόν, της Γερμανίας είναι το τέταρτο στοιχείο που αλλάζει. Κρύβει, όμως, ταυτοχρόνως και παγίδες για την Αθήνα, οι οποίες όμως έχουν ήδη επισημανθεί. Δεν υπάρχει λόγος βιασύνης για την έναρξη ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων υπό γερμανική αιγίδα και πίεση, ειδικά όσο η Άγκυρα εμμένει σε τακτική εκβιασμών, επιβεβαιώνοντας την ταυτότητα ενός κράτους- ταραξία. Άλλωστε είναι βέβαιο ότι η Μέρκελ δεν πρόκειται να πετύχει όσα δεν μπόρεσαν οι Αμερικανοί τις τελευταίες δεκαετίες.

Πού το πάνε όμως οι Τούρκοι; Είναι οι διαφορές τους με τη χώρας μας το μείζον πρόβλημα της Άγκυρας αυτήν την εποχή; «Η βασική αρχή του προέδρου μας είναι να είμαστε εμείς πάντα ένα βήμα μπροστά στις διαπραγματεύσεις». Σε αυτή τη φράση του Ιμπραήμ Καλίν αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο η στρατηγική του Ερντογάν. Και θα μπορούσε να μεταφραστεί ως εξής: Ανοίγουμε όσο το δυνατόν περισσότερα μέτωπα, βάζουμε στο τραπέζι όλα τα ζητήματα, μικρά και μεγαλύτερα, ώστε στο τέλος να βγούμε ούτως ή άλλως κερδισμένοι. Ο σχεδιασμός της Τουρκίας αυτή τη στιγμή είναι ευρύτερος και αφορά συνολικά την Ανατολική Μεσόγειο. Το διατύπωσε εναργώς ο βαθύς και σε πολλά επίπεδα γνώστης των πραγμάτων κύπριος υπουργός Εξωτερικών Νίκος Χριστοδουλίδης: «Οι κινήσεις της Τουρκίας σε Κύπρο, Ελλάδα, Λιβύη σχετίζονται μεταξύ τους. Ο Ερντογάν από την μια αξιοποιεί το κενό που υπάρχει στην περιοχή και από την άλλη προσπαθεί να εξυπηρετήσει τους στόχους της Γαλάζιας Πατρίδας».

Η τακτική της Άγκυρας δεν έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, απλώς δεν είναι ευρύτερα γνωστή στην ελληνική κοινή γνώμη, η οποία όπως είναι λογικό επικεντρώνεται στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Ενόψει και των εορτασμών για τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 2023, ο Ερντογάν θέλει να βγάλει το έθνος από «τα δεσμά της Λωζάνης». Ξέρει ότι για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει να κερδίσει μια θέση στο τραπέζι των ισχυρών, εκεί που θα γίνει η επαναχάραξη του χάρτη της Συρίας, αλλά και η νομή επιρροής στα λιβυκά εδάφη. Φυσικά αυτό προϋποθέτει κυριαρχία και στη θάλασσα της Ανατολικής Μεσογείου, πράγμα από δύσκολο έως και ανέφικτο. Γι’ αυτό και ο Τούρκος πρόεδρος προσπαθεί να χτυπήσει τους «μικρούς», για να τον ακούσουν οι «μεγάλοι». Μόνο που όλα αυτά

που συμβαίνουν μου θυμίζουν μια φράση του Γεωργίου Παπανδρέου, το 1964, όταν με αφορμή την Κύπρο φτάσαμε ένα βήμα πριν από τον πόλεμο: «Αν η Τουρκία ανοίξει την πόρτα του φρενοκομείου, είμαστε υποχρεωμένοι να εισέλθωμεν». Όσα έγιναν στο Καστελλόριζο επιβεβαιώνουν τις αμφιβολίες μου για το αν πράγματι οι Τούρκοι έχουν αυτή τη στιγμή τις δυνατότητες και κυρίως τη θέληση να μπούνε στο τρελοκομείο. Όλα όμως είναι ρευστά και έτσι θα παραμείνουν για τα επόμενα χρόνια.

Διαβάστε ακόμη: Από τον 28ο στον 32ο Μεσημβρινό: Ο τουρκικός εθνικισμός στην Ανατολική Μεσόγειο

Μοιράσου το άρθρο:

Περισσότερα Εδω

Προηγούμενο άρθροΤέλος στη μεταγωγή καταδικασμένων για τρομοκρατία σε αγροτικές φυλακές
Επόμενο άρθροΣτο νοσοκομείο από τη Δευτέρα η Μαίρη Χρονοπούλου