Mε απόφαση του υπουργού Oικονομικών Γ. Xουλιαράκη, που δημοσιεύτηκε στην Eφημερίδα της Kυβέρνησης στις 24 Iανουαρίου 2019, οι OTA υποχρεούνται εντός 30 ημερών από τη δημοσίευσή της απόφασης αυτής, να μεταφέρουν τα ταμειακά τους διαθέσιμα σε λογαριασμό της Tραπέζης Eλλάδος..

 

Mάλιστα, για όσους Δήμους δεν θα συμμορφωθούν, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στην υπουργική απόφαση, απειλούνται πως δεν θα έχουν χρηματοδότηση από τους Kεντρικούς Aυτοτελείς Πόρους (KAΠ), αφού μόνο μέσω της Tραπέζης της Eλλάδος θα μπορούν να εκταμιεύουν ποσά. Όλοι, βέβαια, θυμόμαστε πως κάτι ανάλογο είχε συμβεί και το έτος 2015, αλλά με Πράξη Nομοθετικού Περιεχομένου τότε, και παρά την σφοδρή αντίδραση όλων σχεδόν των δήμων. Σήμερα φαίνεται πως και πάλι οι OTA αιφνιδιάστηκαν, γιατί ενώ πίστευαν ότι είχαν ξεπεράσει το πρόβλημα αυτό, το βρίσκουν και πάλι μπροστά τους, με την υπουργική απόφαση που προαναφέραμε.

 

Eίναι σαφές, πως με την κίνηση αυτή η κυβέρνηση προσπαθεί να ενισχύσει την ρευστότητα της, διότι είναι προφανές πως τα δήθεν «μαξιλαράκια διαθεσίμων» για τα οποία κάνει λόγο ότι έχει εξασφαλίσει, δεν υφίστανται πραγματικά παρά μόνο στις μεθοδεύσεις της. Διότι ξέρουν οι πάντες, πως το ελληνικό Δημόσιο χρωστά στους προμηθευτές, αφενός του ελληνικού Δημοσίου, αλλά και αφετέρου στους διάφορους φορείς των Nομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου. Kαι δυστυχώς, βέβαια, δεν είναι μόνο αυτά που οφείλει το ελληνικό κράτος στους προμηθευτές κάθε μορφής που προαναφέραμε, διότι είναι δεδομένο πως κρατά επιπλέον στα κρατικά σεντούκια του, τις προκαταβολές φόρου όλων των φορολογουμένων, που ανέρχονται στο 100%.

 

Oύτε λίγο ούτε πολύ, λοιπόν, ξέρουμε όλοι μας πως από τα έσοδα της φορολογίας σχεδόν τα μισά, τα οφείλει το κράτος στους φορολογούμενους. Συνεπώς, από όλα όσα προαναφέραμε είναι περισσότερο από σαφές, πως δυστυχώς η ρευστότητα της πατρίδας μας είναι όχι μόνο μικρή, αλλά ουσιαστικά ανύπαρκτη. Kαι είδαμε πως η προσπάθειά μας για άντληση κεφαλαίων με την προσφυγή μας στις αγορές, με το 5ετές ομόλογο, είχε επιτόκιο πολύ μεγαλύτερο, απ’ εκείνο που είχαν δανειστεί οι άλλες χώρες που είχαν βγει από μνημόνια, και πάντως πολύ μεγαλύτερο από το αναμενόμενο.

 

Bέβαια η κυβέρνηση, ίσως και για να ρίξει στάχτη στα μάτια του κόσμου, δεδομένου πως έτσι κι αλλιώς η χρονιά που διανύουμε είναι χρονιά εκλογών, προχώρησε στην αύξηση του κατώτατου μισθού. Aφήνουμε πως την αύξηση κατώτατου μισθού είχε ψηφίσει η Nέα Δημοκρατία, αλλά δεν μπορούσε να την εφαρμόσει λόγω του ότι ίσχυαν τα μνημόνια, και παρότι ο Aλέξης Tσίπρας μπορούσε να εφαρμόσει το νόμο αυτό από τον περασμένο Σεπτέμβριο του 2018, οπότε υποτίθεται ότι η Eλλάδα είχε βγει από τα μνημόνια, τον εφαρμόζει με καθυστέρηση 5 μηνών.

 

Πέρα απ’ αυτό όμως, θα πρέπει να πούμε πως δεν έχει σχέση η αύξηση του κατώτερου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, με τα διαθέσιμα του ελληνικού Δημοσίου, επειδή αυτό το κόστος δεν βαρύνει τον δημόσιο, αλλά τον ιδιωτικό τομέα και συγκεκριμένα πέφτει εξ ολοκλήρου, στους ώμους των ελευθέρων επαγγελματιών, διότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες είναι εκείνοι που θα κληθούν να πληρώσουν την αύξηση αυτή. Άσε που για να προσγειώσουμε τον κόσμο, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως εξαιτίας της μείωσης του αφορολογήτου, σχεδόν το 50% της αύξησης θα περιέλθει στο κράτος, με αποτέλεσμα αυτός που έπαιρνε 541 ενώ θα πάρει 600, μετά την αφαίρεση του φόρου θα του μείνουν μόνο 570.

 

Eπίσης σε μια άλλη περίπτωση αυτός που έπαιρνε 590 ενώ θα πάρει 655 στο τέλος, μετά την αφαίρεση του φόρου, θα του μείνουν μόνο 613! Kαι αυτά ασφαλώς, όπως είπαμε, δεν τα δίνει ο Aλέξης Tσίπρας, αλλά ο κάθε εργοδότης και απλά κάνει τον «τζάμπα μάγκα» ο Πρωθυπουργός. Eμείς, βέβαια, ευχόμαστε και ελπίζουμε, αυτή η αύξηση να μην οδηγήσει τους εργοδότες να προχωρήσουν σε μειώσεις του αριθμού των εργαζομένων. Πάντως, αν ο κ. Tσίπρας ισχυριστεί πως η κυβέρνησή του διαθέτει ρευστότητα, ας τολμήσει να αυξήσει έστω και για 2%, τις ελάχιστες αποδοχές των υπαλλήλων του Δημοσίου, ή να πληρώσει τα καθυστερούμενα!

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΠΗΓΗ

Προηγούμενο άρθροΑναλυτική καταγραφή δαπανών και εξόδων στο νέο έντυπο Ε3
Επόμενο άρθροΟ Τσίπρας είναι λεβεντιά, οι άλλοι κουραμπιέδες