Πρόσφατα ανακοινώθηκαν τα πρώτα αποτελέσματα από τις κλινικές δοκιμές για το εμβόλιο που αναπτύχθηκε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στο Ηνωμένο Βασίλειο και το φαρμακευτικό γίγαντα AstraZeneca, ένα από τα πολυαναμενόμενα εμβόλια για την COVID-19. Τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά όμως γενούν και προβληματισμούς.

Συνοπτικά, βρέθηκε ότι κατά μέσο όρο ήταν 70% αποτελεσματικό σε μια προκαταρκτική ανάλυση των δεδομένων της μελέτης φάσης III, που ανακοινώθηκαν σε δελτίο τύπου στις 23 Νοεμβρίου. Ωστόσο, η ανάλυση βρήκε μια διαφορά στην αποτελεσματικότητα, ανάλογα με την ποσότητα εμβολίου που χορηγήθηκε.

Η χορήγηση δύο πλήρων δόσεων σε διάστημα ενός μήνα φαίνεται ότι ήταν 62% αποτελεσματική, όμως, οι συμμετέχοντες που έλαβαν μια χαμηλότερη ποσότητα εμβολίου στην πρώτη δόση και στη συνέχεια την πλήρη ποσότητα στη δεύτερη δόση ήταν 90% λιγότερο πιθανό να αναπτύξουν COVID-19, σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες στο σκέλος του εικονικού φαρμάκου.

Την περασμένη εβδομάδα, οι Pfizer/ BioNTech ανέφεραν ότι το εμβόλιο τους που βασίστηκε σε τεχνολογία mRNA ήταν 95% αποτελεσματικό. Μια ενδιάμεση ανάλυση του εμβολίου mRNA της Moderna έδειξε επίσης παρόμοια αποτελεσματικότητα. Οι ερευνητές προειδοποιούν ότι δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν απευθείας συγκρίσεις των διαφορετικών εμβολίων. Οι διαφορές στα τελευταία αποτελέσματα όμως δείχνουν ότι ακόμα απαιτούνται περισσότερα δεδομένα από τις τρέχουσες δοκιμές αποτελεσματικότητας, ενώ υπάρχει πολύς δρόμος προτού ολοκληρωθεί η συλλογή όλων των δεδομένων, η δημοσιοποίηση και η πλήρης δημοσίευση τους.

Το εμβόλιο της Οξφόρδης/AstraZeneca κατασκευάζεται από έναν «αδενοϊό», σαν αυτούς που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα, που απομονώθηκε από χιμπατζήδες και τροποποιήθηκε έτσι ώστε να μην αναπαράγεται πλέον στα κύτταρα. Όταν εγχέεται, το εμβόλιο δίνει «πληροφορίες» στα ανθρώπινα κύτταρα να παράγουν την πρωτεΐνη-ακίδα του SARS-CoV-2 που είναι ο κύριος στόχος του ανοσοποιητικού συστήματος κατά των κορωνοϊών.

Το εμβόλιο εισήλθε σε δοκιμές αποτελεσματικότητας φάσης III πριν από τα άλλα εμβόλια όπως της Pfizer και της Moderna, και οι κλινικές δοκιμές συνεχίζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Νότια Αφρική, την Ιαπωνία και τη Ρωσία.

Η ανάλυση που ανακοινώθηκε στις 23 Νοεμβρίου βασίζεται σε 131 περιπτώσεις COVID-19 που διαγνώστηκαν μεταξύ περισσότερων από 11.000 συμμετεχόντων στις κλινικές δοκιμές που έγιναν στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Βραζιλία, έως τις 4 Νοεμβρίου.

Συνολικά, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το εμβόλιο, χορηγούμενο σε δύο δόσεις είχε αποτελεσματικότητα 70%, όταν μετρήθηκε δύο εβδομάδες μετά τη λήψη της δεύτερης δόσης. Αυτός ο αριθμός είναι ο μέσος όρος των ποσοστών αποτελεσματικότητας 62% και 90% από τα δύο διαφορετικά δοσολογικά σχήματα του εμβολίου. Σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς το 90% είναι «αρκετά καλό», αλλά το 62% για το δεύτερο δοσολογικό σχήμα «δεν είναι τόσο εντυπωσιακό».

Μια από τις προτεραιότητες για τους ερευνητές είναι να κατανοήσουν γιατί το εμβόλιο φαίνεται να είχε πολύ καλύτερη απόδοση με χαμηλότερη πρώτη δόση.

Μία εξήγηση θα μπορούσε να είναι ότι η κλινική δοκιμή μπορεί να μην ήταν αρκετά μεγάλη (δεν είχε δηλαδή αρκετή στατιστική ισχύ) για να μπορεί να μετρήσει τη διαφορά μεταξύ των δύο δασολογικών σχημάτων και οι διαφορές αυτές θα εξαφανιστούν μόλις εντοπιστούν περισσότερες περιπτώσεις COVID-19.

Τα καλύτερα αποτελέσματα του σχήματος «μισή πρώτη δόση- πλήρης δεύτερη δόση» βασίστηκαν σε δεδομένα από 2.741 συμμετέχοντες στη δοκιμή, ενώ το λιγότερο αποτελεσματικό σκέλος «πλήρης πρώτη δόση – πλήρης δεύτερη δόσης» περιελάμβανε 8.895 εθελοντές. Όμως, το δελτίο τύπου δεν διευκρίνισε σε ποιες ομάδες ανιχνευθήκαν τα κρούσματα της COVID-19. Έτσι, ορισμένοι επιδημιολόγοι εκτιμούν ότι με βάση τα δεδομένα, θα μπορούσε τελικά και στην ομάδα με το σχήμα «μισή δόση – πλήρης δόση» το εμβόλιο θα μπορούσε τελικά να έχει επίσης αποτελεσματικότητα κοντά στο 66%.

Ερευνητές που συμμετέχουν και στην ανάπτυξη του εμβολίου αυτού έχουν δύο βασικές θεωρίες για την πιθανή καλύτερη αποτελεσματικότητα με την χαμηλότερη πρώτη δόση και πώς μπορεί αυτή να οδηγήσει σε καλύτερη προστασία έναντι της COVID-19. Είναι πιθανό οι χαμηλότερες δόσεις του εμβολίου να είναι πιο αποτελεσματικές στη διέγερση του υποσυνόλου των κυττάρων του ανοσοποιητικού που ονομάζονται Τ-λεμφοκύτταρα, τα οποία που υποστηρίζουν την παραγωγή αντισωμάτων.

Μια άλλη εξήγηση αφορά στην απάντηση του ανοσοποιητικού συστήματος έναντι του ιού (του αδενοϊού του χιμπατζή). Το εμβόλιο προκαλεί ανοσολογική απόκριση όχι μόνο απέναντι στην πρωτεΐνη-ακίδα SARS-CoV-2 αλλά και σε συστατικά του ιϊκού φορέα. Είναι πιθανό η πλήρης πρώτη δόση να αμβλύνει αυτήν την αντίδραση. Οι ερευνητές θα εξετάσουν επίσης την αντίδραση του ανοσοποιητικού και την παραγωγή αντισωμάτων έναντι του ιού του χιμπατζή, ώστε να κατανοήσουν αυτό το πιθανό φαινόμενο.

Σύμφωνα με ερευνητές που έχουν ασχοληθεί με τους αδενοϊούς και την χρήση τους σε εμβόλια αυτή είναι μια εύλογη πιθανή εξήγηση ενώ τα αποτελέσματα είναι σε σχετική συμφωνία με παλιότερα αποτελέσματα με εμβόλια αδενοϊού σε ποντίκια. Σε αυτά είχε διαπιστωθεί ότι μια χαμηλή πρώτη δόση είχε σαν αποτέλεσμα καλύτερη προστασία από ότι μια υψηλότερη πρώτη δόση σε ένα εμβόλιο δύο δόσεων. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι μια χαμηλότερη πρώτη δόση οδηγεί ταχύτερα στη δημιουργία ανοσοκυττάρων «μνήμης» που ενεργοποιούνται από την ενίσχυση της δεύτερης δόσης. Επίσης, θεωρούν ότι μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ των δύο δόσεων θα μπορούσε να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα.

Εν τω μεταξύ, η AstraZeneca ελπίζει να συγκεντρώσει περισσότερα δεδομένα σχετικά με την καλύτερη δοσολογία για το εμβόλιο. Η εταιρεία έχει μέχρι στιγμής χορηγήσει το εμβόλιο σε περίπου 10.000 συμμετέχοντες στις ΗΠΑ στα πλαίσια της δοκιμής αποτελεσματικότητας, η οποία όμως τέθηκε προσωρινά σε αναστολή για περισσότερο από ένα μήνα το καλοκαίρι, καθώς ήταν υπό διερεύνηση μια πιθανή νευρολογική επιπλοκή σε έναν συμμετέχοντα.

Η AstraZeneca τώρα σκοπεύει να ρωτήσει τις ρυθμιστικές αρχές εάν μπορεί να τροποποιήσει τη δοκιμή ώστε να συμπεριλάβει το πιο αποτελεσματικό δοσολογικό σχήμα, δηλαδή τη «χαμηλή πρώτη δόσης – πλήρη δεύτερη δόση».

Ενώ το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και η AstraZeneca προσπαθούν να κατανοήσουν τα δεδομένα της κλινικής δοκιμής τους και συγκεντρώνουν περισσότερα, υπάρχουν ορισμένοι επιπλέον λόγοι αισιοδοξίας σε άλλες πτυχές της απόδοσης του εμβολίου.

Κανένας συμμετέχων που έλαβε το εμβόλιο δεν νοσηλεύτηκε ή ανέπτυξε σοβαρή COVID, γεγονός που υποδηλώνει ότι το εμβόλιο μπορεί να κάνει καλή δουλειά αποτρέποντας σοβαρές λοιμώξεις.

Υπήρξαν επίσης ενδείξεις ότι το εμβόλιο μπορεί να εμποδίσει τους ανθρώπους να μεταδώσουν τον ιό, ακόμη και αν δεν εμφανίζουν συμπτώματα.

Στο σκέλος της δοκιμής, στο Ηνωμένο Βασίλειο ορισμένοι συμμετέχοντες έκαναν τακτικά έλεγχο για SARS-CoV-2, ακόμα κι αν δεν παρουσίαζαν συμπτώματα. Οι διαφορές στα ποσοστά μόλυνσης μεταξύ ατόμων που έλαβαν το εικονικό φάρμακο και το εμβόλιο της Οξφόρδης υποδηλώνουν ότι το εμβόλιο εμποδίζει τη μετάδοση, είπαν οι ερευνητές της μελέτης. (Οι κλινικές δοκιμές της Pfizer και της Moderna έλεγξαν μόνο άτομα που εμφάνισαν συμπτώματα).

Παρότι υπάρχει ένα ερωτηματικό σχετικά με την αποτελεσματικότητά του, το εμβόλιο της AstraZeneca μπορεί να έχει ευρύτερη διάδοση από ό, τι άλλα εμβόλια έναντι της COVID-19. Το εμβόλιο αυτό είναι σταθερό σε θερμοκρασίες ψυγείου, σε αντίθεση με το εμβόλιο της Pfizer/BioNtech, το οποίο πρέπει να φυλάσσεται στους -70 βαθμούς Κελσίου έως και ώρες πριν από τον εμβολιασμό. Επιπλέον, το εμβόλιο μπορεί να είναι διαθέσιμο νωρίτερα, σε σχέση με άλλα εμβόλια και σε μεγάλες ποσότητες.

Η AstraZeneca εκτιμά ότι θα έχει ετοιμάσει 200 ​​εκατομμύρια δόσεις παγκοσμίως μέχρι τα τέλη του 2020 και την ικανότητα παραγωγής 100-200 εκατομμυρίων δόσεων το μήνα μόλις αυξηθεί η παραγωγή. Η μάχη μεταξύ των εμβολίων θα αφορά σε μεγάλο βαθμό και την εφοδιαστική αλυσίδα (logistics) των διαφορετικών εμβολίων.

Περισσότερα Εδω

Προηγούμενο άρθροΓενικό Εμπορικό Μητρώο: Με ευθύνη των εταιρειών η δημοσίευση των στοιχείων τους
Επόμενο άρθροΆνδρας με τσεκούρι κρατά 6 παιδιά ομήρους στην Αγία Πετρούπολη