Ουσιαστικής διπλωματικής αξίας, σε διπλό μάλιστα επίπεδο, θεωρείται η χρονική επιλογή της Ουάσιγκτον να ανακοινώσει την άρση του εμπάργκο πώλησης αμερικανικών όπλων προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Απόφαση που εκκρεμούσε επί 35 χρόνια και… ακουμπά μέχρι και τη Μόσχα, σε μια περίοδο που ο Βλαντίμιρ Πούτιν αποφάσισε μερική επιστράτευση αλλάζοντας τα δεδομένα στο μέτωπο του πολέμου.

Η απόφαση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, εν μέσω νέου γύρου έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο και καθημερινών απειλών από την Τουρκία, γίνεται αντιληπτή, αρχικά, ως έμμεσο μήνυμα ότι η Ουάσιγκτον προχωρά σε κινήσεις ενίσχυσης και όχι υπονόμευσης της σταθερότητας στην περιοχή.

Διαβάστε επίσης: «Πόλεμος» Ελλάδας – Τουρκίας στον ΟΗΕ

«Η απόφαση για πλήρη άρση του εμπάργκο όπλων είναι ένα βήμα που αντανακλά τη συνεχώς αυξανόμενη σημασία που αποδίδει η αμερικανική εξωτερική πολιτική στις σχέσεις με την Κύπρο και το ρόλο που παίζει η τελευταία σε περιφερειακό επίπεδο» επισημαίνει στο in ο εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC), Εντι Ζεμενίδης, ο οποίος διατηρεί πολύ στενές σχέσεις µε τον γερουσιαστή Ρόµπερτ Μενέντεζ, τον λεγόµενο και «ενορχηστρωτή», µια και βρίσκεται πίσω από κάθε απόφαση που λαµβάνει το Κογκρέσο για θέµατα που αφορούν την Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο.

Σύμφωνα με τον ίδιο, στα μάτια στρατηγικών αναλυτών της Αμερικής η Κύπρος είναι πιο σημαντική από ποτέ άλλοτε και πλέον δεν επιδέχεται αμφισβήτηση η δήλωση που έκανε ο Τζο Μπάιντεν ως αμερικανός αντιπρόεδρος, το 2014, κατά την επίσκεψή του στο νησί, ότι «η Κύπρος είναι στρατηγικός εταίρος των Ηνωμένων Πολιτειών».

«Στο παρελθόν δεν μπορούσε να το πει αυτό η Κύπρος. Σήμερα, όμως, μπορεί» παρατηρεί ο κ. Ζεμενίδης, απονέμοντας τα εύσημα στην κυβέρνηση του Νίκου Αναστασιάδη, καθώς και στον πρώην υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Χριστοδουλίδη, ο οποίος ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες κατά τη θητεία του.

«Όταν εξελέγη για πρώτη φορά ο Νίκος Αναστασιάδης, το πρώτο ζήτημα που έθεσε στην ομιλία του ήταν η οικονομία και το δεύτερο ήταν ότι ήθελε να βάλει την Κύπρο μέσα στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη του ΝΑΤΟ. Από εκείνες τις μέρες, η Κύπρος έχει αλλάξει πάρα πολύ» τονίζει, εστιάζοντας και στο ρόλο της Ελλάδας. «Το γεγονός ότι η Αθήνα έχει φανεί όχι μόνο σύμμαχος και πυλώνας σταθερότητας, αλλά ο πιο αξιόπιστος και ο πιο ικανός σύμμαχος στην περιοχή, έχει μεγάλη σημασία».

«Οι ΗΠΑ καταλαβαίνουν…»

Την ίδια στιγμή, η άρση του εμπάργκο όπλων στέλνει σαφές μήνυμα προς την Τουρκία ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική ξέρει, καταλαβαίνει και δείχνει με τον πιο παραστατικό τρόπο ποιος είναι αυτός που δημιουργεί προβλήματα στην Ανατολική Μεσόγειο. Αντίστοιχο μήνυμα, σύμφωνα με τον κ. Ζεμενίδη, εκπέμπουν η αμυντική συμφωνία που υπέγραψε πριν περίπου ένα χρόνο η Αθήνα με την Ουάσιγκτον, καθώς και οι κινήσεις των ΗΠΑ σε Σούδα και Αλεξανδρούπολη.

«Η Ουάσιγκτον δεν θα αφήσει ποτέ ξανά την Τουρκία να την κρατά όμηρο, όπως έκανε επί χρόνια με το Ιντσιρλίκ. Μετά από όσα διαδραματίστηκαν το 2016, όταν οι Τούρκοι περικύκλωσαν το Ιντσιρλίκ σαν να ήταν ο στρατός της Αμερικής εχθρός, στρατηγοί και αναλυτές στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού λένε πως δεν μπορούν να βρεθούν ξανά στην ίδια θέση, διαμηνύοντας ότι δεν μπορούν να στηριχτούν πάνω σε ένα σύμμαχο που αποδεικνύει πως δεν είναι αξιόπιστος».

Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι το αμερικανικό ανακοινωθέν ήρθε αμέσως μετά την εμφάνιση του προέδρου Ερντογάν -ως συνομιλητή- στη σύσκεψη του Οργανισμού για τη Συνεργασία της Σανγκάης που έγινε στο Ουζμπεκιστάν. Ενός οργανισμού που έχει ιδρυτικά μέλη τη Ρωσία, την Κίνα, το Καζακστάν, το Κιργιστάν και το Τατζικιστάν, και πλέον περιλαμβάνει την Ινδία, το Πακιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Ιράν, ενώ δεν αποκλείεται πιθανή αίτηση ένταξης της Τουρκίας. Πολιτικοί αναλυτές συσχέτιζαν τις κινήσεις των ΗΠΑ με τη σχέση που έχει αναπτύξει η Τουρκία με τη Ρωσία στον αμυντικό, ενεργειακό και οικονομικό τομέα, καθώς και με την προσωπική πολιτική σχέση που έχει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Βλαντίμιρ Πούτιν.

Η εικόνα του τούρκου προέδρου -ως μοναδικού ηγέτη νατοϊκής χώρας- να διαπραγματεύεται με το σύνολο σχεδόν της αντιαμερικανικής συσπείρωσης δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή από την Ουάσιγκτον, η οποία, πιθανώς, επεδίωκε μια κίνηση-απάντηση που θα προκαλούσε αμηχανία στην Αγκυρα, όπερ και εγένετο.

«Οι δηλώσεις και οι ανακοινώσεις εκ μέρους της Αγκυρας θυμίζουν την αντίδραση στην υπογραφή της αμυντικής συμφωνίας Αθήνας – Ουάσιγκτον. Η Τουρκία βλέπει ότι οι ΗΠΑ λένε πως »όπως εσείς προσπαθείτε να αποκτήσετε ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική που δεν είναι ούτε δυτική ούτε ανατολική, έτσι κι εμείς θα έχουμε με τους αξιόπιστους συμμάχους μας μια ανεξάρτητη αμυντική πολιτική»» παρατηρεί ο κ. Ζεμενίδης.

Διαβάστε επίσης: Ωρα αποφάσεων για τον Ερντογάν – «Αν θέλει να γίνει μέλος του SCO, πρέπει να φύγει από το ΝΑΤΟ»

Ο ρόλος της Μόσχας

Στην ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι προϋποθέσεις για την ανανέωση ανά έτος της δυνατότητας εξαγωγής όπλων στην Κυπριακή Δημοκρατία είναι:

α) Η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας να συνεχίζει να συνεργάζεται με την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών στις προσπάθειες εφαρμογής μεταρρυθμίσεων σχετικά με τους κανονισμούς για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοοικονομική ρυθμιστική εποπτεία

β) Η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει λάβει και συνεχίζει να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την απαγόρευση πρόσβασης στα λιμάνια ρωσικών πολεμικών πλοίων για ανεφοδιασμό και εξυπηρέτηση.

Το μήνυμα δηλαδή «ακουμπά» και τη Μόσχα, η οποία επί χρόνια διατηρούσε μια ιδιάζουσα σχέση με την Κύπρο, όπου επενδύονταν σημαντικά ρωσικά κεφάλαια, ενώ ιδιαιτέρως στενή ήταν η συνεργασία των δύο χωρών στον τουριστικό τομέα. Μια… συμβίωση που είχε αποφέρει αξιόλογα οικονομικά οφέλη στην Κύπρο παρά τις κατά καιρούς κατηγορίες περί συμβιβασμών με τους Ρώσους ολιγάρχες.

Εδώ, λοιπόν, αναδεικνύεται και ένα νέο στοίχημα για την κυπριακή ηγεσία: αν επιθυμεί σταδιακά να αντιστρέψει αυτή την κατάσταση και να αποκοπεί από την όποια ρωσική επιρροή.

Όπως υποστηρίζει ο κ. Ζεμενίδης, από το 2014 και τις εξελίξεις στην Κριμαία, η Κύπρος ακολούθησε τη «γραμμή» της Δύσης, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. «Οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν αυτό το γεγονός, διότι ξέρουν το κόστος που έχει πληρώσει η Κύπρος σε θέματα ενέργειας και τουρισμού».

Και από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τον ίδιο, αποτελεί χρυσή ευκαιρία για την Ουάσιγκτον να εξασφαλίσει τη δυτική κατεύθυνση της Κύπρου. Αυτό, μάλιστα, αντανακλάται στην επιλογή της Τζούλι Φίσερ στη θέση της αμερικανής πρέσβειρας. «Πρόκειται για απόφαση που θυμίζει την περίπτωση του Τζέφρι Πάιατ από την Ουκρανία στην Ελλάδα, όταν οι ΗΠΑ αναγνώρισαν πως είναι ευκαιρία να στείλουν πρώτης κατηγορίας πρέσβη για να αναβαθμίσει τις διμερείς σχέσεις».

Περισσότερα Εδω

Προηγούμενο άρθροΘεσσαλονίκη: Δέκα νέα απορριμματοφόρα στη διάθεση του Δήμου
Επόμενο άρθροΟ Έντι Μέρφι επιστρέφει ως «Μπάτσος του Μπέβερλι Χιλς» – Η συνέχεια της ταινίας