Ήταν 1973. Εκείνη την χρονιά, ο 16χρονος, τότε, Σπύρος Θεοδωρόπουλος, από τα Εξάρχεια, έχανε τον πατέρα του και έμενε μόνος στη ζωή να παλέψει για την επιβίωση. Την ίδια περίοδο, σε κάποια άλλη γωνιά της ελληνικής πρωτεύουσας, στο Μοσχάτο, τρεις εργολάβοι οικοδομών, οι Φώντας, Απόστολος και Ιωάννης Γαβαλάκης, ίδρυαν την Chipita, μια μικρή εταιρία που παρασκεύαζε σνακς. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί τότε ότι η μοίρα της Chipita, θα καθοριζόταν από τα χέρια εκείνου του 16χρονου, που θα τη μετέτρεπε σε κολοσσό;

 

 

Tου Γ. KAPAΓIANNH

Από εκείνες τις μέρες, μέχρι και σήμερα, ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος λίγο έχει αλλάξει. Ναι, μπορεί σήμερα να είναι ένας πανίσχυρος επιχειρηματίας, μέλος του ΣΕΒ, με διεθνές βεληνεκές, μπορεί να μεγάλωσε ηλικιακά και να απέκτησε περισσότερες εμπειρίες, όμως, όπως λέει και δείχνει, έχει παραμείνει εκείνος ο ενθουσιώδης έφηβος, ο πάντα αισιόδοξος, που βλέπει στους ανθρώπους τις καλές προθέσεις, που νοιάζεται για έναν καλύτερο κόσμο γύρω του και προσπαθεί να τον αλλάξει, που έχει αστείρευτη όρεξη για δουλειά, που «στίβει» το μυαλό του για νέες ιδέες. Και ας γνώρισε, σε εκείνη την τρυφερή ηλικία, τη σκληρή πλευρά της ζωής, όταν, μετά από τσακωμό με τους θείους του, αναγκάστηκε να αφήσει την επιχείρηση του παππού -και του πατέρα του, αργότερα- με τα γλυκίσματα και τα γαλακτοκομικά είδη, Recor AE. Ίσως αυτό, άλλωστε, το γεγονός ότι διαθέτει την «αθωότητα» του εφήβου, να είναι ένα από τα «κλειδιά» της επιτυχίας του στον επιχειρηματικό στίβο.

 

 

Το δόγμα

Για τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο, ο πρώτος παρονομαστής σε ό,τι κάνει, είναι ο άνθρωπος. Είναι ο εργαζόμενος, ο συνεργάτης, ο μέτοχος, ο καταναλωτής, ο άνθρωπος είναι το επίκεντρο. Και η εμπιστοσύνη από τους ανθρώπους, όπως συνηθίζει να λέει, είναι η μεγαλύτερή του περιουσία. Γι’ αυτό, άλλωστε, όταν τον ακούσει κανείς να μιλά για τις επιχειρηματικές του κινήσεις, θα διαπιστώσει ότι συνηθίζει να χρησιμοποιεί, όχι πρώτο ενικό, αλλά πρώτο πληθυντικό. Αυτό χρησιμοποίησε και πολύ πρόσφατα, όταν κλήθηκε να παραλάβει το βραβείο επιχειρηματικής αριστείας του, στα Βραβεία Ανάπτυξης & Ανταγωνιστικότητας «Growth Awards» της Eurobank και της Grant Thornton.

 

Το βραβείο το παρέλαβε ως εκπρόσωπος των εργαζομένων της Chipita, εξηγώντας ότι «χωρίς τα ατέλειωτα ταξίδια των στελεχών μας, χωρίς την παραμονή τους για μήνες σε τόπους συχνά αφιλόξενους, χωρίς τα αμέτρητα ξενύχτια τους για να ξεκινήσουν δεκάδες γραμμές παραγωγής ανά τον κόσμο, τίποτα δεν θα είχαμε πετύχει». Κι όμως, η αλήθεια είναι πως χωρίς την… εφηβικού τύπου επιμονή του, η επιχειρηματική σκηνή της χώρας μας θα ήταν πολύ φτωχότερη. Και το μέλλον της Chipita; «Νιώθω ότι τώρα ξεκινάμε», θα πει ο ίδιος. «Είμαστε 45 ετών έφηβοι, έχοντας ως προίκα τις εμπειρίες του παρελθόντος, τα μοναδικά μας προϊόντα και όνειρα, πολλά όνειρα. Να πετάξουμε πιο δυνατά, να πετάξουμε πιο ψηλά».

 

Rewind και πάλι στα νεανικά χρόνια του Βασίλη Θεοδωρόπουλου. Δύο χρόνια μετά από το θάνατο του πατέρα του, έχοντας δουλέψει σε αρκετές δουλειές, ο νεαρός Σπύρος περνά στην ΑΣΟΕΕ. Σπουδάζει και δουλεύει ταυτόχρονα. Πολύ γρήγορα, το 1981 θα πιάσει δουλειά στην ιταλική εταιρία ζαχαρωδών και παγωτών Aligel. Το ταλέντο του λάμπει, οι Ιταλοί το αναγνωρίζουν και, πέντε χρόνια αργότερα, ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος είναι πλέον CEO της εταιρίας παραγωγής και εμπορίας πραλίνας φουντουκιού, Interia.

 

Εκείνη την περίοδο, το επιχειρηματικό του μυαλό, διαβλέπει μια μεγάλη ευκαιρία, όταν το ελληνικό Δημόσιο καταργεί το μονοπώλιο στα σπίρτα. Χρησιμοποιεί τις επαφές του στην Ιταλία και τα εισάγει, βλέποντας εκπληκτικές πωλήσεις. Μέχρι να απαγορευθεί -για λόγους ασφαλείας- η εισαγωγή των συγκεκριμένων σπίρτων, ενάμιση χρόνο αργότερα, ο Θεοδωρόπουλος έχει βγάλει ήδη χρήματα. Αρκετά, ώστε να κάνει την πρώτη του, ουσιαστικά, επιχειρηματική κίνηση.

 

Με τα χρήματα αυτά και με ένα μικρό δάνειο που πήρε από την Τράπεζα Εργασίας, αγοράζει, το 1986, το 50% από μια μικρή βιοτεχνία στο Μοσχάτο που έφτιαχνε γαριδάκια. Ήταν η Chipita, η οποία στεγαζόταν στον δεύτερο όροφο μιας  πολυκατοικίας στο Μοσχάτο και, με τους μόλις 45 εργαζόμενους της, έκανε τζίρο -με τα σημερινά δεδομένα- περίπου 400.000 ευρώ. Τρία χρόνια αργότερα, θα αγοράσει το υπόλοιπο 50%.

 

Πολλοί θα σκεφτούν ότι είχε θέσει υψηλούς στόχους και τους κυνηγούσε. Τα λόγια του ίδιου, θα τους διαψεύσουν: «Δεν νομίζω ότι στο ξεκίνημα είχα κάποιο όραμα. Βασικός στόχος μου ήταν να βγάλουμε μεροκάματο, να βγάλουμε τον μήνα, να πληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας. Όταν ξεκίνησα, και μάλιστα σε ηλικία 28 ετών που ήμουνα τότε, δεν μπορούσα να φανταστώ και πολλά πράγματα. Πολύ λίγα πράγματα ήξερα κιόλας, πολύ λίγα πράγματα ονειρευόμουν. Ουσιαστικά ήταν μια δουλειά για να «βιοπορευτούμε», όπως λέγαμε εκείνα τα χρόνια».

 

 

Η «βλακεία» που ήταν «χρυσάφι»

Με αυτή την επιμονή του εφήβου και το μυαλό που γεννά συνεχώς ιδέες, πορεύτηκε τα επόμενα χρόνια ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος. Όταν τα γαριδάκια, κύρια δραστηριότητα της Chipita απαγορεύθηκε να πωλούνται στα σχολεία και άρχισαν να δέχονται «πολεμική» ως προς τη διατροφική τους αξία, ο επιχειρηματίας σκέφτηκε να μεταπηδήσει αλλού. Είχε ήδη αποκτήσει μια μικρή βιοτεχνία που έφτιαχνε πραλίνα. Ένας πελάτης του, μια κρουασαντερί στην Πατησίων, δίπλα στην ΑΣΟΕΕ, όπου σπούδασε, αγόραζε μεγάλες ποσότητες και του κίνησε την περιέργεια. Πήγε, είδε ότι στην κρουασαντερί έβαζε την πραλίνα μέσα στα κρουασάν και τα πούλαγε και σκέφτηκε ότι θα ήταν μια καλή ιδέα να βιομηχανοποιήσει το κρουασάν με πραλίνα. Έφτιαξε ένα business plan και άρχισε να χτυπά πόρτες επενδυτών.

 

Ο ίδιος περιγράφει: «Έκανα 21 παρουσιάσεις, και όλοι μου λέγανε “παιδί μου, τι είναι αυτό το πράγμα… μακράς διάρκειας κρουασάν… πού σου ήρθε αυτή η βλακεία;”. Κανένας δεν έβαζε χρήματα βέβαια. Στο τέλος βρέθηκε ένα fund, το οποίο είχε έρθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, από κάποιους Ιταλούς επιχειρηματίες, οι οποίοι καταλάβαιναν λίγο περισσότερο από μακράς διάρκειας bakery προϊόντα. Έβαλαν τα λεφτά και αγόρασαν το 50% της εταιρίας με αύξηση κεφαλαίου». Αυτή ήταν και η αρχή μιας «χρυσοφόρας» δουλειάς που θα έβαζε τη Chipita στα «σαλόνια» του εξωτερικού και θα τράβαγε τα βλέμματα κολοσσών της εστίασης, διεθνώς.

 

Γρήγορα η εταιρία εξελίσσεται σε «πρωταθλητή» των εξαγωγών, στέλνοντας ατομικά κρουασάν, mini κρουασάν και bake rolls στην ευρωπαϊκή αγορά και ενισχύοντας το δίκτυο διανομής της, μέσα από συνεργασία με την Pepsico, η οποία ήταν δικτυωμένη σε περισσότερες από 25 χώρες στην Ευρώπη και στην Αφρική. Το 2006, με τις πωλήσεις να έχουν χτυπήσει «ταβάνι», η Chipita συγχωνεύεται με τη «ΔΕΛΤΑ», την «GOODY’S» και τον «Μπάρμπα Στάθη», δημιουργώντας τη Vivartia. Ήταν η εταιρία που κατείχαν από 50% με τον παιδικό του φίλο από τα Εξάρχεια, Δημήτρη Δασκαλόπουλο (ο πατέρας του Δ. Δασκαλόπουλου είχε την επιχείρηση με γαλακτοκομικά, ΔΕΛΤΑ, δίπλα από τη Recor του Θεοδωρόπουλου).

 

Η απόφαση του παιδικού του φίλου να πουλήσει -εν αγνοία του- την επιχείρηση στη MIG του Ανδρέα Βγενόπουλου, θα φέρει «πάγο» στις σχέσεις τους. Ακόμα και όταν ο Βγενόπουλος τον ορίζει διευθύνοντα σύμβουλο της Vivartia ABEE, ο θυμός του δεν «φεύγει». Έτσι, το 2010, μαζί με τον όμιλο Olayan από τη Σαουδική Αραβία και τους επιχειρηματίες Φώλια, Φρέρη, Αραμπατζή και Νένδο, προχωρά στην εξαγορά της Chipita από την Vivartia, σε μια συμφωνία ύψους 730 εκατ. ευρώ.

 

Και έτσι, όπως και ο ίδιος λέει, με «προίκα» τα χαρακτηριστικά που καθόρισαν την ως τώρα πορεία του, καινοτομία, εξωστρέφεια και κυρίως το σύστημα αξιών (επίκεντρο ο άνθρωπος), η Chipita έχει παρελθόν, αλλά και μέλλον. Ένα μέλλον που ξεκινά τώρα, ως ένας έφηβος… 45 ετών.

 

 

ΝΑ ΞΑΝΑΠΑΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΑΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΞΙΖΕΙ

Το «κάλεσμα» στους Έλληνες επιχειρηματίες

Ως… workaholic, ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος περνά τις περισσότερες ώρες στο γραφείο, αφού, όπως λέει, «το να είσαι επιχειρηματίας δεν είναι δουλειά, είναι τρόπος ζωής. Δεν πρέπει να σταματάς ποτέ». Ανάμεσα στα δεκάδες deals για τη γιγάντωση της Chipita, για την επέκταση των επιχειρήσεών του σε άλλους τόπους, όπως την τεράστια αγορά της Ινδίας, ή σε άλλους τομείς, όπως την υδροπονική καλλιέργεια ντομάτας, όμως, πάντα βρίσκει «χώρο» και χρόνο για τις μεγάλες του αγάπες. Οι οποίες δεν είναι άλλες από την οικογένειά του, τους τέσσερις γιους που απέκτησε με τη Λούσυ Τσώλου, αλλά και τον Παναθηναϊκό.

 

Όπως θα εξηγήσει ο ίδιος, η διαρκής ενασχόληση με τις επιχειρήσεις, έχει και πατριωτικά ελατήρια. Θεωρεί τον εαυτό του, όπως και όλους τους επιχειρηματίες που έχουν εξαγωγική δραστηριότητα, «πρεσβευτές» του ελληνικού επιχειρείν και θεωρεί ότι τα προϊόντα που φτιάχνονται εδώ, στον τόπο μας, πρέπει να ταξιδέψουν και στα υπόλοιπα μέρη του κόσμου. Άλλωστε και για την Chipita, ξεκαθάρισε ότι θεωρεί τον κύκλο εμπιστοσύνης που περιβάλλει την εταιρία, εντός και εκτός της, εντός της χώρας, αλλά και παγκοσμίως, πως είναι η μεγαλύτερη περιουσία.

 

Με βάση αυτό το δόγμα του, από το βήμα του βραβευθέντα στα Growth Awards, πρόσφατα, απηύθυνε ένα κάλεσμα στους Έλληνες επιχειρηματίες. Χρησιμοποίησε μια φράση του Δημήτρη Παπαλεξόπουλου, ότι «πρέπει να πάμε σαν υπερήφανοι πρεσβευτές της υγιούς ελληνικής επιχειρηματικότητας». Στόχος, είπε, είναι αυτοί οι «πρεσβευτές», είναι να γίνουν ακόμα περισσότεροι. «Ξέρω», εξήγησε, «ότι σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα, απόψε, υπάρχουν πολλοί τέτοιες πρεσβευτές. Αλλά δεν είναι κοινός στόχος όλων μας και κυρίως των διοργανωτών της βραδιάς (σ.σ. των Επιχειρηματικών Αριστείων της Eurobank και της Grant Thornton), να γίνουμε ακόμα περισσότεροι,  μήπως και όλοι μαζί καταφέρουμε να ξαναπάμε την οικονομία μας και τελικά την πατρίδα μας εκεί που μας αξίζει»;

 

 

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ OLAYAN: ΕΠΙ 30 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΠΛΕΥΡΟ ΤΟΥ

«Χωρίς την υποστήριξή τους, δεν θα είχαμε καταφέρει τίποτα»

Όταν ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος καλείται να μιλήσει για την επιτυχία της εταιρίας του, δεν παραλείπει ποτέ να μνημονεύσει την πανίσχυρη οικογένεια Olayan. Πάντα με σεβασμό, όπως άλλωστε συμπεριφέρεται και σε όλους τους συνεργάτες τους. Με τη συγκεκριμένη οικογένεια, βέβαια, έχουν κάτι παραπάνω από μια απλή συνεργασία, αφού, περισσότερο από 3 δεκαετίες τώρα, οι Olayan δίνουν «ψήφο εμπιστοσύνης» σε κάθε κίνηση του Θεοδωρόπουλου, αντιμετωπίζοντάς τον ως «δικό τους άνθρωπο».

 

Από την πρώτη μέρα που τον εμπιστεύθηκαν, τη δεκαετία του 90,επενδύοντας στο μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρίας που διέθετε όλα τα εχέγγυα για την ραγδαία ανάπτυξη και ενισχύοντας σταδιακά το ποσοστό της στο 18%, μέχρι τη «φουρτούνα» της επαναγοράς της Chipita από τη MIG και τα σημερινά σχέδια, οι Olayan είναι πάντα δίπλα του.

 

Σημειολογικά, για τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο, η διαρκής στήριξη από τους Olayan είναι μια απόδειξη των σημαντικών ερεισμάτων που διαθέτει ο ίδιος στο διεθνές επιχειρηματικό «στερέωμα».

 

Ο ίδιος το εξηγεί ως απόδειξη της αγάπης των Olayan για την Chipita, αλλά και για την Ελλάδα. Κατά πολλούς, οι Olayan ήταν αυτοί που στήριξαν τον Σπ. Θεοδωρόπουλο στο «ρίσκο» (γιατί τέτοιο είναι) της επιστροφής της έδρας της Chipita στην Ελλάδα -τη χώρα, που όπως σημειώνει και ο επιχειρηματίας, «η επιχειρηματικότητα βρίσκεται υπό διωγμόν»- με την εγγύηση της ισχύος και της γιγαντιαίας ρευστότητάς τους. Άλλωστε και οι ίδιοι οι Olayan, στα μεγαθήρια της Γλυφάδας και του Αμαρουσίου διατηρούν τη δική τους έδρα.

 

Η «επιμονή» των πλουσιότερων Αράβων του κόσμου -εκτός της βασιλικής οικογενείας της Σαουδικής Αραβίας- με την Ελλάδα, στην οποία διατηρούν κι άλλες επενδύσεις, άλλωστε, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Άλλωστε, έχουν και οι ίδιοι μέσα στις φλέβες τους να κυλάει αίμα ελληνικό. Ο επικεφαλής του Ομίλου, Khaled Olayan, είναι γιος του Άραβα Sulliman Saleh Olayan και της Μαίρης Περδίκη.

 

Η μία από τις αδελφές του, η -επίσης πανίσχυρη- Lubna (έχει τη θέση του CEO στον επενδυτικό βραχίονα του ομίλου, την Olayan Financing Company που είναι ο μεγαλύτερος επενδυτής στα χρηματιστήρια της Σαουδικής Αραβίας και όλης της Μέσης Ανατολής) είναι παντρεμένη με τον μακρινής ελληνικής καταγωγής Αμερικανό νομικό John Xefos, με τον οποίο έχει αποκτήσει τρεις κόρες που ζουν στο Ριάντ και επισκέπτονται συχνά την Ελλάδα. Ο Khaled Olayan έχει άλλες δύο αδερφές, τις Hutham και Hayat, οι οποίες, σε αντίθεση με την Lubna που έχει πολλές φορές κοσμήσει με την παρουσία της εξώφυλλα μεγάλων περιοδικών, όπως το Forbes και το Time, που σκιαγραφούν το προφίλ μιας από τις ισχυρότερες γυναίκες του κόσμου, έχουν πιο χαμηλό προφίλ και λιγότερες παρουσίες στα κοσμικά δρώμενα.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΠΗΓΗ

Προηγούμενο άρθροH Γιάννα Aγγελοπούλου στηρίζει την έρευνα και την επιχειρηματικότητα
Επόμενο άρθροΕπίδομα 360 ευρώ σε ανασφάλιστους ηλικιωμένους