Μια πρόσφατη επιστημονική μελέτη του Πανεπιστημίου του Rutgers σχετικά με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην αλιεία, διαπιστώνει μείωση της αλιευτικής παραγωγής τις τελευταίες οκτώ δεκαετίες

”Μελετήσαμε τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης των ωκεανών σε 235 πληθυσμούς 124 θαλάσσιων ψαριών και ασπόνδυλων ειδών σε όλο τον κόσμο”, δήλωσε ο Chris Free, ο οποίος ήταν επικεφαλής της έρευνας, και είναι σήμερα μεταδιδακτορικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας της Santa Barbara.

 

“Εκτιμήσαμε τους παράγοντες που επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά την αλιεία σε σχέση με την υπερθέρμανση και τι σημαίνουν αυτές οι επιπτώσεις για την ικανότητα των ωκεανών να παρέχουν τρόφιμα και να στηρίζουν τα μέσα επιβίωσης της ανθρωπότητας”.

Η μελέτη υπολόγισε επίσης πως η αύξηση των θερμοκρασιών από το 1930 έως το 2010 άλλαξε τα βιώσιμα αλιεύματα, δηλαδή τον αριθμό των ψαριών που μπορούν να αλιευθούν χωρίς να καταστραφούν το περιβάλλον και η τροφική αλυσίδα, δήλωσε ο Malin Pinsky, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Οικολογίας, Εξέλιξης και Φυσικών Πόρων.

 

Αυτό που διαπιστώθηκε είναι ότι η συνολική μέγιστη βιώσιμη απόδοση είναι 4% χαμηλότερη σε 235 αποθέματα ιχθύων σε σύγκριση με το 1930. Αν κι αυτό το ποσοστό φαίνεται μικρό, στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει μείωση 1,4 εκατομμυρίων τόνων στην παραγωγή ψαριού, στην οποία πολλοί άνθρωποι στηρίζονται για την επιβίωσή τους, πέρα από τον αντίκτυπο στο οικοσύστημα και την τροφική αλυσίδα.

 

Η μείωση του πληθυσμού των ψαριών αποδίδεται σε διάφορους παράγοντες σχετικούς με την υπερθέρμανση των ωκεανών. Όταν τα νερά είναι πολύ θερμά, αυτό μεταβάλλει τα ένζυμα που χρησιμοποιούν για την πέψη και άλλες λειτουργίες, καθιστώντας τα λιγότερο αποτελεσματικά και επηρεάζοντας έτσι την αναπαραγωγή και την ανάπτυξή τους. Επιπλέον, τα θερμότερα νερά προκαλούν επίσης άγχος στα ψάρια επειδή περιέχουν λιγότερο οξυγόνο.

Οι Αμερικάνοι ερευνητές εξέτασαν πάνω από 200 αποθέματα ψαριών και διαπίστωσαν ότι εννέα εξ αυτών είχαν κατά μέσο όρο 4% αύξηση της παραγωγής. Ωστόσο, αυτά βρίσκονται σε ψυχρότερα ύδατα που θερμαίνονται και γίνονται πιο κατάλληλα για τα ψάρια. Για παράδειγμα, στο Λαμπραντόρ και το Νιουφάουντλαντ του Καναδά, σημειώθηκε αύξηση της αλιευτικής παραγωγής κατά 14% από το 1930, με ανοδικές τάσεις.

 

Επιπλέον, η παραγωγικότητα ορισμένων ψαριών της Γροιλανδίας θα μπορούσε να αυξηθεί ακόμη και κατά 51% για κάθε βαθμό Κελσίου που ανεβαίνει η θερμοκρασία των υδάτων.

Από την άλλη πλευρά, σε μέρη όπως η Ιαπωνία και η Βόρεια Ευρώπη, υπάρχουν 19 αποθέματα που παρουσίασαν κατά μέσο όρο μείωση παραγωγής 8%, και για κάθε βαθμό υπερθέρμανσης αναμένεται να μειωθούν ακόμη κατά 54% ακόμα.

Πάντως, οι επιστήμονες παραδέχονται ότι οι εκτιμήσεις είναι συντηρητικές επειδή υπήρχαν λίγα στοιχεία από τις τροπικές περιοχές όπου τα αποτελέσματα της αύξησης της θερμοκρασίας της θάλασσας είναι πιθανότατα πιο αισθητά. Επιπλέον, τα υποτιθέμενα θετικά αποτελέσματα της αύξησης της παραγωγής ιχθύων στα προηγουμένως ψυχρά ύδατα δεν αναμένεται να διαρκέσουν, δεδομένης της αναμενόμενης αύξησης της θερμοκρασίας στον επόμενο αιώνα.

Το βασικό συμπέρασμα, τέλος, της έρευνας είναι ότι η υπεύθυνη διαχείριση της αλιείας είναι ακόμη πιο σημαντική για να βοηθήσει τα ψάρια να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή.

ΠΗΓΗ

Προηγούμενο άρθροΈνταξη στο δίκτυο Venetian Cultural Route
Επόμενο άρθροΝα αξιοποιήσουμε τα μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Λακωνίας