Για όσους είναι γονείς είναι γνωστή η αγάπη των μικρών παιδιών για τα smartphones, τα tablets κι εν γένι τις οθόνες, τηλεοπτικές και μη. Το ερώτημα είναι αν η υπερβολική χρήση τους, που πολλές φορές ξεφεύγει από τα όρια των γονιών έχει σοβαρές συνέπειες για την σωματική και πνευματική τους ανάπτυξη σε αυτήν την κρίσιμη ηλικία;

Μια νέα έρευνα απαντά καταφατικά, υποστηρίζοντας ότι πράγματι ο χρόνος μπροστά στις οθόνες μπορεί να επηρεάσει πόσο καλά τα παιδιά αποδίδουν σε τεστ ανάπτυξης. “

 

Τα παιδιά που βρίσκονται μπροστά στις οθόνες παρουσιάζουν καθυστερημένη ανάπτυξη”, δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Σέρι Μάντιγκαν από το τμήμα ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Κάλγκαρυ, στον Καναδά.

Για τη μελέτη, η Madigan και οι συνεργάτες της παρακολούθησαν την πρόοδο πάνω από 2.400 παιδιών στο Κάλγκαρι, ζητώντας από τις μητέρες να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια για την αξιολόγηση του χρόνου που περνάν μπροστά στις οθόνες και της ανάπτυξης τους στην ηλικία των 2, 3 και 5 ετών. Τα αποτελέσματα της έρευνας που δημοσιεύθηκαν στο αμερικανικό παιδιατρικό περιοδικό «JAMA Pediatrics», δείχνουν ότι όσο περισσότερο χρόνο περνά μπροστά από μια οθόνη τηλεόρασης, φορητού υπολογιστή, κινητού τηλεφώνου ή άλλης συσκευής ένα δίχρονο ή τρίχρονο παιδί, τόσο χαμηλότερη είναι η επίδοσή του στα σχετικά τεστ ανάπτυξης.

 

Ειδικότερα, τα νήπια που δεν “ξεκολλάνε” από τς οθόνες εμφανίζουν πιο αργή ανάπτυξη ικανοτήτων όπως γλωσσικής επικοινωνίας με τους άλλους, κοινωνικών δεξιοτήτων, επίλυσης προβλημάτων και συντονισμού κινήσεων (π.χ. δέσιμο των κορδονιών των παπουτσιών τους). Ως βασική αιτία για αυτό, σύμφωνα πάντα με τους επιστήμονες, εμφανίζεται το γεγονός ότι η αφιέρωση τόσου χρόνου στις οθόνες συνεπάγεται ότι τα παιδάκια χάνουν την ευκαιρία να εξασκήσουν τις πολύτιμες σωματικές και νοητικές δεξιότητές τους, καθώς και την ικανότητα διαπροσωπικής επαφής.

“Διαπιστώσαμε ότι, κατά μέσο όρο, τα παιδιά παρακολουθούν οθόνες κάπου μεταξύ δύο και τριών ωρών την ημέρα”, δήλωσε η Madigan. “Αυτό υπερβαίνει τις προτεινόμενες κατευθυντήριες γραμμές για όχι πάνω από μια ώρα παρακολούθησης προγράμματος υψηλής ποιότητας για παιδιά ηλικίας μεταξύ 2 και 5 ετών” που καθορίζονται από την Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής (AAP). 

Σύμφωνα με τη Μάντιγκαν «ο χρόνος που αφιερώνεται σε μια οθόνη είναι συνήθως μια καθιστική και παθητική συμπεριφορά, με πολύ λίγες ευκαιρίες μάθησης». Όπως είπε, εν μέρει το πρόβλημα οφείλεται στο ότι ο εγκέφαλος ενός νηπίου δεν έχει αναπτυχθεί αρκετά, ώστε να μπορεί να εφαρμόσει στην πραγματική τρισδιάστατη ζωή αυτά που μαθαίνει στην εικονική δισδιάστατη «πραγματικότητα». Έτσι, πρόσθεσε, «αν τα νήπια βλέπουν κάποιον να φτιάχνει κάτι με τουβλάκια στην οθόνη, αυτό δεν τα βοηθά να κάνουν το ίδιο στην πραγματική ζωή».

Την ίδια στιγμή, σύμφωνα πάντα με τους ερευνητές, ο πολύς χρόνος στις οθόνες «κλέβει» πολύτιμο χρόνο δημιουργικού παιγνιδιού, από ζωγραφική μέχρι κλότσημα της μπάλας. «Αυτές είναι κρίσιμες δεξιότητες στην αρχή της παιδικής ηλικίας, επειδή η κατοχή τους είναι αναγκαία για την περαιτέρω ανάπτυξη του παιδιού» ανέφερε η Μάντιγκαν.

 

Πάντως η μελέτη αναμένεται να αναζωπυρώσει τη διαμάχη στην επιστημονική κοινότητα κατά πόσο -και από ποιο σημείο και μετά- είναι επιβλαβής για τα παιδιά η χρήση ηλεκτρονικών συσκευών. Οι «αντιφρονούντες» επιμένουν ότι δημιουργείται αδικαιολόγητος πανικός και ότι η επίπτωση των συσκευών εξαρτάται από τι είδους χρήση κάνουν τα παιδιά (αν π.χ. βλέπουν ηλεκτρονικά βιβλία είναι θετικό), ενώ η όποια επίδραση των οθονών είναι μικρότερη από άλλους παράγοντες, όπως η οικονομική κατάσταση της οικογένειας ή η διάρκεια ύπνου του παιδιού.

ΠΗΓΗ

Προηγούμενο άρθροΏρα επενδύσεων στην ενεργειακή απόδοση
Επόμενο άρθροΣτις 5 Φεβρουαρίου η συνάντηση Τσίπρα- Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη