Ο Ταντ Λονγκ, διευθυντής υποκαταστημάτων αλυσίδας εστιατορίων στο Οχάιο και στην Ιντιάνα, αποκαλεί τους προηγούμενους μήνες «το κολασμένο καλοκαίρι».

Ελλείψει προσωπικού, αναγκάστηκε να δουλεύει έως και 90 ώρες την εβδομάδα, καλύπτοντας τα κενά σε διάφορα πόστα, ενώ έκανε παράλληλα και τη δική του δουλειά.

Το burnout της πανδημίας, οι υποαμειβόμενες θέσεις εργασίας και οι αντίξοες συνθήκες εργασίας, εν μέσω πανδημίας, έστρεψαν πολλούς υπαλλήλους σε παραίτηση.

Τα δε μπόνους και οι μισθολογικές αυξήσεις -που πλέον τις «καταπίνει» ο πληθωρισμός- δεν αποτέλεσαν τελικά ισχυρό κίνητρο για νέες προσλήψεις.

Από τα 13 άτομα που προσέλαβε φέτος για την ίδια θέση, αναφέρει ενδεικτικά η Κριστίνα Γκάρετ, διευθύντρια καφέ στην Πενσυλβάνια, τα οκτώ δεν εμφανίστηκαν ποτέ ή απλά μια μέρα εξαφανίστηκαν, χωρίς να πουν κουβέντα.

Ιστορίες σαν και αυτές κατακλύζουν εδώ και καιρό τον Τύπο. Το φαινόμενο καταγράφεται ιδιαίτερα έντονο στην αμερικανική αγορά. Φυσικά, όμως, δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ…

Μεγάλες ελλείψεις

Τα τελευταία στοιχεία από το αμερικανικό υπουργείο Εργασίας δείχνουν ότι για να καλυφθεί σήμερα μία θέση εργασίας χρειάζεται να περάσουν κατά μέσο όρο επτά εβδομάδες. Προ δεκαετίας, το διάστημα ήταν το πολύ 20 ημέρες.

Οι κενές θέσεις εργασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο του Brexit, εν τω μεταξύ, σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία, έφτασαν τις 1.102.000 μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου, ενόσω δηλαδή η βρετανική οικονομία είχε πια για τα καλά ανοίξει.

Οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό είναι τόσο μεγάλες (και) στον κλάδο της φιλοξενίας, που 65 κορυφαίοι επιχειρηματίες έστειλαν επιστολή στον πρωθυπουργό Τζόνσον και σε στελέχη των κυβερνώντων Συντηρητικών, προειδοποιώντας ότι είναι ο τομέας τους είναι «κοντά σε σημείο κατάρρευσης».

Εξ ου και -όπως συνέβη πρόσφατα με τους οδηγούς φορτηγών- ζητούν να χαλαρώσουν επειγόντως τα μέτρα περί μετανάστευσης και για τους εργαζόμενους στη φιλοξενία.

Στην Αυστραλία αντίστοιχα, μετά και τη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων λόγω της Covid-19, οι ελλείψεις στον κλάδο παροχής υπηρεσιών είναι τόσες, ώστε οι επιχειρήσεις να διαγκωνίζονται για νέες προσλήψεις και ο πόλεμος των προσφορών να έχει επεκταθεί πια  έως και τα βρετανικά εδάφη.

Σε αναζήτηση εποχικών υπαλλήλων, ορισμένοι επιχειρηματίες υπόσχονται -πέρα από καλούς μισθούς- δωρεάν αεροπορικά εισιτήρια και voucher των 1.000 δολαρίων.

Διαφορετικό τοπίο

Μοιραία, πολλές μικρές εταιρείες αδυνατούν να ανταπεξέλθουν σε αυτόν τον σκληρό ανταγωνισμό, ένθεν κακείθεν. Όμως, ακόμη και οι μεγαλύτερες έχουν να αντιμετωπίσουν σήμερα νέες προκλήσεις.

Η πανδημία οδήγησε σε αποσύνδεση μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, γεγονός που είχε αφήσει πολλές εταιρείες πίσω, παρατηρεί ο Κρις Σάντερσον, διευθύνων σύμβουλος κορυφαίας ηλεκτρονικής πλατφόρμας προσλήψεων στον κλάδο φιλοξενίας, στη Βρετανία.

«Δυσκολεύονται να προσλάβουν, επειδή δεν έχουν προσαρμοστεί αρκετά γρήγορα στις νέες απαιτήσεις που έχουν πολλοί νεότεροι εργαζόμενοι μετά την εμπειρία της πανδημίας, όπως ευελιξία, ποικιλία και έλεγχο», επισημαίνει.

Ελλείψει προσωπικού και εν μέσω οικονομικών προκλήσεων της πανδημίας, αρκετοί εργοδότες στοχεύουν αντίθετα σε νέες προσλήψεις που θα καλύψουν μιάμιση θέση δουλειάς, πληρώνοντας για μία, την ώρα που έρευνες δείχνουν ότι οι όροι των εργαζόμενων αλλάζουν και τα όρια αντοχής μειώνονται.

Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ως βασικοί λόγοι παραίτησης καταγράφονται η μεταχείριση από τον εργοδότη (19%), ο χαμηλός μισθός ή η απουσία επιδομάτων (17%), η έλλειψη ισορροπίας μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής (13%). Όχι τυχαία, στην κορυφή της λίστας (20%) είναι η επιδίωξη μιας νέας καριέρας, αντικατοπτρίζοντας έτσι τον τρόπο με τον οποίο η πανδημία οδήγησε αρκετούς σε ριζικές αναθεωρήσεις.

Ειδικά, δε, στις επιχειρήσεις φιλοξενίας, το 25% των πρώην εργαζομένων δηλώνουν ότι δεν θα ήθελαν να εργαστούν ξανά στον κλάδο. Από τους βασικούς λόγους που ανέφεραν ήταν η χαμηλή αμοιβή (55%), η έλλειψη παροχών (39%) και οι δύσκολοι πελάτες (38%).

Ο ψυχολογικός παράγοντας

Σε πρόσφατη έρευνα στον κλάδο λιανικής στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 91% των διευθυντικών στελεχών ανέφερε αύξηση των θεμάτων ψυχικής υγείας σε μέλη του προσωπικού.

Μεταξύ των εργαζομένων, το 88% ανέφερε ότι έχει υποστεί λεκτική κακοποίηση και το  60% έχει δεχθεί απειλές από πελάτες.

Σε όλους τους κλάδους παροχής υπηρεσιών με άμεση επαφή με το κοινό, οι πιθανότητες έχουν αυξηθεί για ανάλογες περιπτώσεις, μετά και τον πρόσθετο ρόλο που καλούνται να αναλάβουν οι εργαζόμενοι ως προς την τήρηση των υγειονομικών κανόνων λόγω της Covid-19. Και δη από απείθαρχους πελάτες.

Επιχειρώντας πάντας να δει το «ποτήρι μισογεμάτο», η Τζένιφερ Μος, συγγραφέας του βιβλίου «Η πανδημία του burnout», λέει ότι ευελπιστεί πως αυτή η δύσκολη συγκυρία ίσως τελικά να βοηθήσει στην αύξηση της ευαισθητοποίησης για το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης και τις επιπτώσεις του σε όλους τους εργαζομένους, καθώς και της ενσυναίσθησης όσων έρχονται σε επαφή μαζί τους.

Περισσότερα Εδω

Προηγούμενο άρθροΟ Τάσος Ξιαρχό έκανε εξορκισμό, αλλά δεν πέτυχε – «Νόμιζα μου είχαν κάνει μάγια»
Επόμενο άρθροΕπίθεση με βιτριόλι – Δριμύ κατηγορώ του εισαγγελέα κατά της Εφης – Πρώτη δικαίωση για την Ιωάννα