Συνεχίζει να επιβαρύνει τις τέσσερις συστημικές τράπεζες της Ελλάδας, Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς, ο μεγάλος όγκος των κόκκινων δανείων δημιουργώντας μια σημαντικά απειλή όσον αφορά τη φερεγγυότητα τους, όπως αναφέρει σε έκθεση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα, η Moody’s.

 

Όπως αναφέρει ο οίκος, η μη εξυπηρετούμενη έκθεση (NPE) έφτασε κοντά στο 47% των ακαθάριστων δανείων του τραπεζικού κλάδου έως το Σεπτέμβριο του 2018, ως αποτέλεσμα της υψηλής ανεργίας και της βαθιάς ύφεσης τα τελευταία χρόνια.

 

“Θεωρούμε ότι η σταδιακή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και η υποχώρηση της ανεργίας στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την πώληση NPEs, ρευστοποιήσεις και διαγραφές, θα μειώσουν σταδιακά τα προβληματικά δάνεια κατά τους επόμενους 18 μήνες”, αναφέρει ο οίκος και προσθέτει:

 

-Eurobank και Εθνική βρίσκονται σε καλύτερη θέση να εκπληρώσουν τους στόχους για τη μείωση των προβληματικών δανείων

 

Οι εποπτικές αρχές επιθυμούν να δουν τους δείκτες των NPE να μειωθούν κάτω από το 10% μέχρι το τέλος του 2021, κάτι που θα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί.

 

Πάντως και οι τέσσερις τράπεζες έχουν πετύχει τους στόχους για τα NPEs μέχρι σήμερα μετά τις αναδιαρθρώσεις δανείων, διαγραφές και πωλήσεις.

 

Η Eurobank και η Εθνική Τράπεζα είχαν δείκτες NPE στο 39% και 42% αντίστοιχα το Σεπτέμβριο του 2018 σε σύγκριση με 50% στην Alpha και 54% στην Τρ. Πειραιώς.

 

Η Εθνική Τράπεζα έχει ανακοινώσει την ισχυρότερη κάλυψη με προβλέψεις για τέτοια δάνεια στο 60% περίπου. Το σχέδιο για την επιτάχυνση της μείωσης των NPE που ανακοίνωσε πρόσφατα η Eurobank της δίνει την καλύτερη ευκαιρία να πετύχει τον στόχο για NPEs κάτω από το 10% μέχρι το τέλος του 2021.

 

-Η Alpha Bank επιδεικνύει την ισχυρότερη κεφαλαιακή επάρκεια

 

Η Moody’s εκτιμά ότι τα κεφαλαιακά επίπεδα αναμένεται να υποχωρήσουν ελαφρώς το 2019 -2020 λόγω των πιο αυστηρών προϋποθέσεων για την κάλυψη των απωλειών από δάνεια, με βάση τα λογιστικά πρότυπα IFRS 9.

 

Ο οίκος σημειώνει πάντως ότι τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών ξεπερνούν τις ελάχιστες εποπτικές απαιτήσεις, με μέσο Common Equity Tier 1 (CET1) στο 15,6% περίπου των σταθμισμένων για τον κίνδυνο περιουσιακών στοιχείων το Σεπτέμβριο του 2018.

 

Ωστόσο, η ποιότητα των κεφαλαίων είναι αδύναμη. Και οι τέσσερις τράπεζες έχουν υψηλά επίπεδα μεταφερόμενων φορολογικών ελαφρύνσεων (DTCs) στα κεφάλαια τους.

 

Με βάση την πιο συντηρητική μέτρηση του δείκτη tangible common equity (TCE) η Alpha Bank έχει την ισχυρότερη κεφαλαιακή βάση μεταξύ των ελληνικών τραπεζών, με το χαμηλότερο επίπεδο DTCs.

 

Ο μεγάλος όγκος των NPE θα συνεχίσουν να συνιστούν καθοδικούς κινδύνους στην κεφαλαιακή ικανότητα των τραπεζών.

 

-Η κερδοφορία παραμένει αδύναμη και ευάλωτη σε νέες μεγάλες ζημιές από δάνεια

 

Περιμένουμε και οι τέσσερις τράπεζες να είναι οριακά κερδοφόρες το 2019-2020, αν και οι πιέσεις στα περιθώρια θα επιμείνουν λόγω της υποχώρησης του όγκου των δανείων και των υψηλότερων αναγκών σε προβλέψεις για νέες NPEs μετά την εφαρμογή των νέων λογιστικών προτύπων IFRS 9.

 

Τα έσοδα προ-προβλέψεων των τραπεζών θα υποστηριχθεί εν μέρει από τη μείωση του χρηματοδοτικού και λειτουργικού κόστους, αν και οι καθοδικοί κίνδυνοι στην κερδοφορία και τα κεφάλαια από τις αυξημένες προβλέψεις για ζημιές από δάνεια θα επιμείνουν για κάποιο διάστημα” καταλήγει ο οίκος.

ΠΗΓΗ

Προηγούμενο άρθρο«Φύλλο συκής» η αύξηση του κατώτατου μισθού
Επόμενο άρθροΤέσσερα πλαστά πτυχία είχε ο διοικητής του Νοσοκομείου Νίκαιας