Μόνο τρεις πρεμιέρες ταινιών θα «δροσίσουν» τους σινεφίλ στα σινεμά της χώρας αυτήν την εβδομάδα, όλες τους ξεχωριστές, την ώρα που ο υδράργυρος ανεβαίνει κοντά στους 40 βαθμούς και ειδικά οι θερινοί κινηματογράφοι θα αποτελέσουν οάσεις δροσιάς.

Πιο συγκεκριμένα, οι ταινίες που κάνουν πρεμιέρα στα σινεμά είναι το πολυδιαφημισμένο βιογραφικό δράμα “Elvis” του Μπαζ Λούρμαν, το ελληνικό νεο-γουέστερν “Αγέλη Προβάτων”, με τους Άρη Σερβετάλη και Δημήτρη Λάλο, και η ταινία τρόμου “Νεκρό Τηλέφωνο” με τον πιο τρομαχτικό Ίθαν Χοκ που έχουμε δει ποτέ.

Επίσης, επαναπροβάλλεται και το αξιοπρόσεκτο δράμα του Μάικ Φίγκις “Αφήνοντας το Λας Βέγκας” με την ερμηνεία του Νίκολας Κέιτζ να του χαρίζει το μοναδικό Όσκαρ Α Ανδρικού Ρόλου.

Elvis

Βιογραφικό δράμα, αυστραλιανής και αμερικανικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Μπαζ Λούρμαν, με τους Όστιν Μπάτλερ, Τομ Χανκς, Ολίβια Ντε Τζόνζι, Έλεν Τόμσον, Ρίτσαρντ Ρόξμπουργκ, Ντέιβιντ Γουένχαμ, Κέλβιν Χάρισον Τζούνιορ, Χαβιέρ Σάμιουελ, Κόντι Σμιτ-ΜακΦι κ.ά.

Η συνάντηση του πληθωρικού, υπερβολικά φαντεζί, επιδειξιομανή Μπαζ Λούρμαν (“Ο Υπέροχος Γκάτσμπι”, “Moulin Rouge”) με τον θρυλικό, για τους Αμερικανούς και πολλούς Ευρωπαίους, Έλβις Πρίσλεϊ, ένα τέρας επιθετικής πληθωρικότητας, επίδειξης, με τα προκλητικά, για την εποχή του, φαιδρά σήμερα, κουνήματα των γοφών του και βεβαίως ιστορίες, μύθους και κουτσομπολιά, για την προσωπική του ζωή, που ερέθισαν τη φαντασία, γεμίζοντας εκατομμύρια τυπωμένων σελίδων, μοιάζει περισσότερο με ταγκό που χορεύουν ο Εγκέλαδος με την Κατρίνα -τον τυφώνα. Ωστόσο, παραδόξως, αυτή η συνάντηση, δημιούργησε μία έκρηξη που περιορίστηκε στην εικόνα, το περιτύλιγμα, το φαίνεσθαι, γιατί όταν έπρεπε η υπερβολικά μεγάλης διάρκειας ταινία να μπει στην ουσία, το μόνο που έμεινε ήταν ένα ιλουστρασιόν “πλουφ”!

Το βιογραφικό μουσικό δράμα του Λούρμαν, που καταχειροκροτήθηκε στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών (το πιθανότερο οι προσκλήσεις είχαν δοθεί εκεί που έπρεπε…), επικεντρώνεται κυρίως σε δυο περιόδους της ζωής του Έλβις, μέσα από τη διήγηση του μάνατζερ Τομ Πάρκερ, που ξεκίνησε ως άνθρωπος των τσίρκο, ανακάλυψε τον σόουμαν για να τον εγκλωβίσει σε ένα χρυσό ή και επίχρυσο κλουβί. Στην απότομη άνοδό του και την εποχή που έγινε μουσικό ποπ είδωλο και στην τελευταία φάση της καριέρας του, όταν άρχισε να ξεπέφτει, με τα σόου στα καζίνο του Λας Βέγκας και όταν ρίχθηκε με τα μούτρα στα ηρεμιστικά χάπια και στην αγοραφοβία. Αυτές ίσως είναι και οι πιο ενδιαφέρουσες εποχές της πορείας του “Βασιλιά”, αλλά και πάλι ο Λούρμαν, δεν μπορεί να αξιοποιήσει το δράμα ενός φαινομένου, της εμπορικής προώθησης και εκμετάλλευσής του, αλλά και την τραγική του κατάληξη. Το σενάριο, χωρίς να θέλει να ριχθεί στα βαθιά, συνεχίζοντας στον δρόμο των συμβατικών και αποστειρωμένων βιογραφιών, αλλά και η πλουμιστή, φορτωμένη με στρας και εικαστικά πυροτεχνήματα, πολλές φορές φλύαρη, σκηνοθεσία του Λούρμαν, δεν συμβάλλουν τίποτα πέρα από το θέαμα. Έτσι χάνεται η ευκαιρία για μια εμβάθυνση, στο πώς μπορεί να φτιαχτεί ένα λαϊκό είδωλο και πως μπορεί να γκρεμιστεί, με τον πιο οδυνηρό τρόπο, όπως και το περιβόητο”αμερικάνικο όνειρο”, το οποίο υπηρέτησε ο Πρίσλεϊ, μέχρι να καταλάβει το αδιέξοδο στο οποίο είχε βρεθεί.

Τι μένει τελικά από το αστραφτερό φιλμ του Λούρμαν; Τα εμπνευσμένα σκηνικά, ορισμένες εντυπωσιακές σκηνές, κάνα δυο ωραία τραγουδάκια -για τους φαν του τραγουδιστή ίσως πολλά περισσότερα- και η αλλόκοτη εμφάνιση του Τομ Χανκς, στον ρόλο του μάνατζερ Τομ Πάρκερ, που φτάνει στα όρια τής γραφικότητας, αλλά δεν ξεπερνά ποτέ το μονοδιάστατο κινηματογραφικό του χαρακτήρα. Όσον αφορά τον πρωταγωνιστή Όστιν Μπάτλερ, μπορεί να καταβάλει πράγματι τεράστιες προσπάθειες για την κίνηση του Έλβις πάνω στη σκηνή, αλλά είναι εντελώς αδιάφορος στην πρόζα, άχρωμος και άοσμος όταν έρχεται η ώρα για το δράμα.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η ιστορία του Ελβις Πρίσλεϊ μέσα από το πρίσμα της πολύπλοκης σχέσης του με τον αινιγματικό μάνατζερ του, “Συνταγματάρχη” Τομ Πάρκερ, μέσα από την οπτική τού τελευταίου…

Αγέλη Προβάτων

Δραματική περιπέτεια, ελληνικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Κανελλόπουλου, με τους Άρη Σερβετάλη, Δημήτρη Λάλο, Γιάννη Βασιλώττο, Λευτέρη Πολυχρόνη, Δημήτρη Ξανθόπουλο, Κωνσταντίνο Σειραδάκη, Κίμωνα Κουρή κ.ά.

Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής επαρχίας, η σκοτεινή της πλευρά, επιστρέφει, για ακόμη μία φορά στη μεγάλη οθόνη, στο δρόμο που έχει χαράξει εδώ και κάποια χρόνια ο αγαπημένος της νεολαίας, Γιάννης Οικονομίδης. Αυτή τη φορά, στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, του έμπειρου ηχολήπτη, σεναριογράφου και μικρομικά, Δημήτρη Κανελόπουλου, η ελληνική περιφέρεια γίνεται το σκηνικό για ένα σύγχρονο γουέστερν, σε συνδυασμό με πινελιές νεονουάρ.

Βεβαίως, αν πάρουμε στα σοβαρά όλα όσα έχουμε δει τα τελευταία χρόνια για την επαρχία, θα έπρεπε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι σχεδόν όλο το έγκλημα έχει μετακομίσει εκτός αστικών κέντρων, για να συναντήσει και να εκμεταλλευθεί τις τοπικές, κατακερματισμένες, απορυθμισμένες κοινωνίες, που λυμαίνονται περιθωριακοί τοκογλύφοι. Βεβαίως και αυτό ισχύει ως ένα βαθμό, δεν είναι όλα αγγελικά πλασμένα ή δεν παρατηρούνται αποτρόπαια φαινόμενα, αλλά η ελληνική επαρχία παραμένει ότι πιο ανεπιτήδευτα αυθεντικό υπάρχει, διατηρώντας την ευγενική ψυχή της, το μεγαλείο της απλότητας.

Ο Κανελλόπουλος αποφεύγει τα υποτιμητικά στερεότυπα σε μεγάλο βαθμό. Μπορεί να σκοντάφτει ορισμένες φορές, αναδεικνύοντας φαινόμενα παρακμής και τοξικών συμπεριφορών, που αρμόζουν κυρίως σε άλλες χώρες και οι οποίες τα έχουν αναδείξει κινηματογραφικά, αλλά ο ταλαντούχος σκηνοθέτης καταφέρνει να σηκωθεί και πάλι για να διηγηθεί την ενδιαφέρουσα ιστορία του. Και βεβαίως ο στόχος του Δημήτρη Κανελλόπουλου δεν είναι η ανακύκλωση των στερεότυπων, αλλά ο χρόνος και ο τόπος έχει μεγάλη σημασία όταν διηγείσαι μια ιστορία που μπορεί να γενικευτεί και μια χιονόμπαλα να πάρει μορφή χιονοστιβάδας.

Εδώ, έχουμε ακόμη μία ιστορία τοκογλυφίας, την αδυναμία ενός αγρότη, με γυναίκα και ερωμένη, να ξεπληρώσει τα χρέη του, κάτι που συμβαίνει και σε άλλους συντοπίτες του, με τους οποίους ενώνεται για να αντιμετωπίσει δυο μικροεγκληματίες, που ήρθαν στο χωριό τους για να τρομοκρατήσουν τους κακοπληρωτές.

Ο Κανελλόπουλος, έχει δουλέψει το σενάριο και παρά τα κλισέ, φτιάχνει στέρεους χαρακτήρες, φωτίζει ορισμένες πραγματικές παθογένειες της επαρχίας, μαζί με τα υπέροχα τοπία της Αρκαδίας, χωρίς επιτηδεύσεις ή τεράστιες υπερβολές, ενώ βρίσκει στο πρόσωπο του Δημήτρη Λάλου, τον ήρωα που απαιτεί και το είδος. Στον αντίποδα θα αξιοποιήσει και το ταλέντο του Λευτέρη Πολυχρόνη, στο ρόλο ενός στοχαστικού μπράβου, μακριά από γραφικότητες.

Μπροστά, λοιπόν, σε μία καλογυρισμένη, με το ενδιαφέρον στόρι της, ταινία, όπου αναμιγνύονται διαφορετικά κινηματογραφικά είδη, ο Κανελλόπουλος θα καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να ισορροπήσει, παίζοντας με ακανθώδη ζητήματα, που μπορεί να αγκυλώνουν κάποιες φορές το νόημα και το αποτέλεσμα, αλλά κακά τα ψέματα, αυτά έχουν και την κινηματογραφική τους γοητεία, ελκύουν τον μέσο θεατή.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Θανάσης αδυνατεί να ξεπληρώσει το χρέος του στον Στέλιο. Όταν μαθαίνει πως κι ο Αποστόλης βρίσκεται στην ίδια θέση, του ζητά να συμμαχήσουν για να πετύχουν μια καλύτερη συμφωνία με τον Στέλιο. Κι ενώ βρίσκει κι άλλους πρόθυμους να τον ακολουθήσουν, δύο νεαροί μικροεγκληματίες φτάνουν στην πόλη για να εκφοβίσουν αυτούς που χρωστούν στον τοκογλύφο.

Νεκρό Τηλέφωνο (The Black Phone)

Ταινία τρόμου, αμερικανικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Σκοτ Ντέρικσον, με τους Μέισον Τέιμς, Μαντλέν ΜακΓκρο, Ιθαν Χοκ, Τζέρεμι Ντέιβις κ.ά.

Επιτέλους, μια ταινία τρόμου που ξεφεύγει από τον σωρό, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Σκοτ Ντέρικσον (“Sinister”, “Ο Εξορκισμός της Έμιλι”), ο οποίος δείχνει να γνωρίζει και να αγαπά το κινηματογραφικό είδος, με τους αμέτρητους φαν σε όλο τον κόσμο.

Έχοντας τον Ίθαν Χοκ, στον πιο τρομαχτικό ρόλο της καριέρας του, αλλά και ορισμένους χαρισματικούς πιτσιρικάδες για πρωταγωνιστές, ο Ντέρικσον θα στήσει ένα καλά οργανωμένο μακάβριο φιλμ, βασισμένος σε ένα διήγημα του Τζο Χιλ, γιου του περίφημου Στίβεν Κινγκ.

Η ταινία θα μας μεταφέρει στη δεκαετία του ’70, σε μια επαρχιακή πόλη των ΗΠΑ, όπου ένας παρανοϊκός εγκληματίας απαγάγει νεαρά παιδιά, σπέρνοντας τον τρόμο στη μικρή τοπική κοινωνία. Εμπόδιο στις φρικαλεότητες τού παρανοϊκού δολοφόνου θα μπει η θέληση του τελευταίου θύματος, ενός 13χρονου, που θα αποφασίσει να του αντισταθεί.

Ο Ντέρικσον, μπορεί να χρησιμοποιεί τις μεταφυσικές δυνάμεις, περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, σαν έναν μακράς διάρκειας εφιάλτη, αλλά θα κατευθύνει με μαεστρία το στόρι του, θα κλιμακώσει αργά και βασανιστικά τη φρίκη, αποφεύγοντας τα διαδεδομένα και αναμενόμενα κλισέ του είδους και κάνοντας εξαιρετική δουλειά στον ήχο, θα προσφέρει αυθεντικές ανατριχίλες και κραυγές φόβου. Αξιοποιώντας ένα φαινομενικά συνηθισμένο στόρι, θα δημιουργήσει ένα ζοφερό κλίμα για την κακοποίηση των παιδιών, τους κινδύνους που παραμονεύουν ακόμη και από κει που δεν το περιμένεις, προσεγγίζοντας το θέμα του κοντά στο πνεύμα του Έντγκαρ Άλαν Πόε.

Πραγματικά ταλέντα οι νεαροί πρωταγωνιστές Μέισον Τέιμς και Μαντλέν ΜακΓκρο, ενώ ο Ίθαν Χοκ, παίρνει ένα σχεδόν τετριμμένο ρόλο και τον απογειώνει, προσφέροντας συγκινήσεις και τρόμο.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Φίνεϊ, ένα ντροπαλό αλλά έξυπνο 13χρονο αγόρι, απάγεται από έναν σαδιστή δολοφόνο και παγιδεύεται σε ένα κλειδωμένο υπόγειο όπου οι κραυγές του δεν ακούγονται πουθενά. Όταν ένα αποσυνδεδεμένο τηλέφωνο στον τοίχο αρχίζει να χτυπά, ανακαλύπτει ότι μπορεί να ακούσει τις φωνές των προηγούμενων θυμάτων του δολοφόνου. Οι νεκροί όμως θέλουν να βεβαιωθούν ότι αυτό που τους συνέβη δεν θα συμβεί και στον μικρό ήρωα.

Προβάλλεται ακόμη η ταινία:

Αφήνοντας το Λας Βέγκας (Leaving Las Vegas)

Βαρύ αδυσώπητο δράμα, που γύρισε το 1997 ο Μάικ Φίγκις, ένας από τους πλέον ενδιαφέροντες και στοχαστικούς κινηματογραφιστές του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά και η εμφάνισή του στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ξάφνιασε ευχάριστα.

Εδώ, ξεψαχνίζοντας μια ημιαυτοβιογραφική νουβέλα του Τζίμι Ο’Μπράιαν, θα κάνει την απόλυτη πεσιμιστική ταινία, καθώς ο ήρωάς του, ένας αλκοολικός σεναριογράφος, που δεν θυμάται αν ξεκίνησε το ποτό επειδή τον εγκατέλειψε η γυναίκα του με το παιδί του ή γιατί είχε αρχίσει τα μακροβούτια στο ποτό και γι’ αυτό τον εγκατέλειψαν.

Μετά και την απόλυσή του από την εταιρεία που δούλευε, εντελώς απελπισμένος θα ταξιδέψει στο Λας Βέγκας, αποφασισμένος να πεθάνει από το ποτό. Εκεί, θα γνωρίσει μία ταλαιπωρημένη αλλά όμορφη πόρνη, η οποία θα δεχθεί την αυτοκαταστροφική του επιλογή και αυτός θα δείξει κατανόηση για το σκληρό επάγγελμά της.

Έτσι, στην καυτή πόλη της ξέφρενης διασκέδασης, του τζόγου, των ονείρων, θα γίνουμε μάρτυρες μίας αυτοκτονίας σε αργή κίνηση, αλλά κι ενός εφιάλτη βγαλμένου από την πραγματική ζωή. Μοναδική ελπίδα, που είναι φανερό ότι κι αυτή θα εξαντλήσει τις δυνάμεις της, η γυναίκα, η πόρνη, που ξέρει να αγαπά, να κρατά τις αρχές της, να αντιστέκεται, να γνωρίζει ότι η ήττα της οφείλεται στη εκμετάλλευση, στη γουρουνίσια συμπεριφορά, τα αχρεία ήθη των “αθώων” κολεγιόπαιδων και των μπίζνεσμαν, που απλώς θέλουν να ξεδώσουν στο διήμερο “επαγγελματικό” ταξίδι στο Λας Βέγκας.

Ο Νίκολας Κέιτζ, που ποτέ, προς τιμήν του, δεν μπήκε σε καλούπια και πάντα πάλευε για μια καλή ερμηνεία, μέχρι να κουραστεί κι αυτός, με τις αηδίες που του δίνουν να παίξει τα τελευταία χρόνια, είναι απλά συγκλονιστικός, στο ρόλο του ετοιμόρροπου αλκοολικού, κερδίζοντας και το μοναδικό Όσκαρ Α ανδρικού ρόλου, ενώ δίπλα του η Ελίζαμπεθ Σου, στην ερμηνεία της ζωής της, ίσως είναι καλύτερη και από τον Κέιτζ. Για θεατές με δυνατό στομάχι.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

Περισσότερα Εδω

Προηγούμενο άρθροΜε 177 αθλητές και αθλήτριες η Ελλάδα στο Οράν
Επόμενο άρθροBeat: Μετά τις αντιδράσεις, 1,20 και όχι 2 ευρώ το κόστος προμίσθωσης