Κοντά στο 2% αναμένεται να κυμανθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2018, ενώ δεν αναμένεται να διαφοροποιηθεί ιδιαιτέρως το ποσοστό και το τρέχον έτος, σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.

 

Τροχοπέδη της ανάπτυξης αποτελεί η επιβράδυνση στο ευρωπαϊκό και ευρύτερο περιβάλλον της ελληνικής οικονομίας, καθώς κι ένας υπερβολικά μακρύς προεκλογικός κύκλος, ο οποίος δημιουργεί ανησυχίες όσον αφορά στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των προκλήσεων που έχει μπροστά της η οικονομία, σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή του ΙΟΒΕ, καθηγητή Νίκος Βέττας.

 

Από τη μεριά του ο πρόεδρος του ΔΣ του ΙΟΒΕ, Τάκης Αθανασόπουλος, σημείωσε ότι η έξοδος βρήκε την οικονομία μας αδύναμη σε πολλούς από τους βασικούς τομείς, ελαχιστοποιώντας έτσι τις πιθανότητες σε εύλογο χρονικό διάστημα, να ανακάμψει στα προ κρίσης επίπεδα.

 

Πρόσθεσε δε ότι το 2019 αναμένεται να είναι μια δύσκολη χρονιά γιατί οι προγραμματισμένες πολλαπλές εκλογικές αναμετρήσεις, έχουν βάλει σε δεύτερη θέση προτεραιότητας τις προσπάθειες για συναίνεση και λήψη των αναγκαίων μέτρων που θα εξασφαλίσουν ότι η χώρα μας δεν θα διατρέξει τον κίνδυνο να περιέλθει και πάλι στην δίνη μιας οικονομικής κρίσης.

 

Ειδικότερα, σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας επιταχύνθηκε στο τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, σε 2,2%, 0,5 και 0,1 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη από το προηγούμενο τρίμηνο και από το ίδιο τρίμηνο του 2017 αντίστοιχα. Στο σύνολο της περιόδου Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου το ΑΕΠ ήταν 2,1% υψηλότερο από ότι ένα χρόνο νωρίτερα. Η ανάπτυξη συνέχισε να προέρχεται κυρίως από τη βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου, λόγω της διεύρυνσης των εξαγωγών (+8,3%) και της αρκετά μικρότερης ανόδου των εισαγωγών (+3,1%).

 

Οι επενδύσεις ενισχύθηκαν οριακά κατά 1,5%, αποκλειστικά από την έντονη άνοδό τους στο τρίτο τρίμηνο. Εν τω μεταξύ, καταγράφηκε ήπια διεύρυνση των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών (0,8%), ενώ σταθερά σε πτωτική τροχιά βρίσκεται η δημόσια κατανάλωση (-4%).

 

Σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη στο σύνολο του 2018, το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι θα κινηθεί στην περιοχή του 2%. Αναμένεται τόνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας κυρίως από την άνοδο των εξαγωγών (+7,7%), καθώς και μικρή κλιμάκωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών στο τελευταίο τρίμηνο λόγω καλύτερων προσδοκιών, έκτακτων επιδομάτων κ.λπ., στο +0,9% συνολικά πέρυσι.

 

Η συμβολή των επενδύσεων στο ΑΕΠ θα είναι αναιμική (+4,5%), προερχόμενη σε μεγάλο βαθμό από διαφορές στα αποθέματα, και όχι από τη διεύρυνση σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου, ενώ αναμένεται περιστολή της δημόσιας κατανάλωσης κατά 2%, παρά την αύξησή της στο τέταρτο τρίμηνο (αναδρομικά ειδικών μισθολογίων).

 

Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ, ο ρυθμός ανάπτυξης το 2019 αναμένεται να είναι παρόμοιος ή ελαφρώς υψηλότερος του 2018, από την κλιμάκωση της επενδυτικής δραστηριότητας (+10%-12%) και της ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,4%). Η ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση θα εκδηλωθεί και στις εισαγωγές (+6%-6,5%), ενώ αντίθετα αναμένεται αποκλιμάκωση της ανόδου των εξαγωγών (+5%-5,5%), λόγω των μέτρων πολιτικής στο διεθνές εμπόριο και της ολοκλήρωσης της επέκτασης του Q-E.

 

Παράλληλα, το ΙΟΒΕ καταγράφει οριακή υστέρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος του Κρατικού Προϋπολογισμού το 2018 έναντι του στόχου, το οποίο προήλθε από το σκέλος των εσόδων, κυρίως αυτών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (-1,22 δισ. ευρώ από το στόχο), και λιγότερο από τα χαμηλότερα καθαρά έσοδα του Τακτικού Προϋπολογισμού (-267 εκατ. ευρώ). Τα τελευταία υστέρησαν εξαιτίας των πολύ μικρότερων σε σχέση με τον στόχο εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις (-1,13 δισ. ευρώ), τα οποία αντισταθμίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις χαμηλότερες επιστροφές φόρων (-962 εκατ. ευρώ).

 

Επιπλέον, καταγράφεται περαιτέρω κάμψη της ανεργίας στο τρίμηνο Ιουλίου – Αυγούστου, σε 18,3%, επίπεδο που είναι το χαμηλότερο σε αυτό το χρονικό διάστημα του έτους από το 2012. Κατά μέσο όρο στα τρία πρώτα τρίμηνα του 2018 το ποσοστό ανεργίας ήταν 19,5%, δύο ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από ότι στην ίδια περίοδο πρόπερσι.

 

Η νέα εξασθένιση της ανεργίας προήλθε κυρίως από την υποχώρηση της απασχόλησης κατά 1,8% ή 68 χιλ. (63,3% της μείωσης του αριθμού των ανέργων) και δευτερευόντως από τον περιορισμό του εργατικού δυναμικού (-39,5 χιλ.). Η μεγαλύτερη αύξηση θέσεων εργασίας από πρόπερσι σημειώθηκε στον Πρωτογενή τομέα, το Χονδρικό – Λιανικό Εμπόριο και τον Τουρισμό.

 

Το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι θα συνεχιστεί στο τέταρτο τρίμηνο η σημαντική διεύρυνση της απασχόλησης στον κλάδο του Χονδρικού – λιανικού εμπορίου, ως αποτέλεσμα της σημαντικής βελτίωσης των καταναλωτικών προσδοκιών και χαλάρωσης των capital controls. Η μεγαλύτερη ώθηση στην απασχόληση αναμένεται να προέλθει από τον δημόσιο τομέα, μέσω προγραμμάτων προσωρινής απασχόλησης (π.χ. κοινωφελής εργασία), ενώ αναμένεται υποχώρηση της τόνωσης απασχόλησης από τον Τουρισμό.

 

Στο σύνολο του 2018 η ανεργία εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί κοντά στο 19,5%, ενώ για το 2019 αναμένεται ηπιότερη πτώση της, σε 18%.

 

Σε ό,τι αφορά τον ρυθμό μεταβολής τιμών το 2018, σύμφωνα με την έκθεση, ήταν για δεύτερο έτος θετικός, στο 0,6%, αλλά μικρότερος από πρόπερσι (1,1%). Ο πληθωρισμός προήλθε κυρίως από την αύξηση των τιμών ενέργειας, ενώ οριακή ήταν η τονωτική επίδραση των έμμεσων φόρων. Αντιθέτως, φαίνεται να ανακάμπτει ήπια η εγχώρια ζήτηση, με τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών χωρίς ενεργειακά αγαθά και με σταθερούς φόρους να διαμορφώνεται στο 0,4% από -0,1% το 2017.

 

Το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι ο μέσος ρυθμός μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή το 2019 θα κινηθεί στην περιοχή του 0,6%-0,8%.

 

Σχετικά με το τραπεζικό σύστημα, η έκθεση του ΙΟΒΕ αναφέρει ότι συνέχισε να δέχεται χρηματιστηριακές πιέσεις στο τέλος του 2018, και βρίσκεται εν όψει αποφάσεων επί ενός στρατηγικού σχεδίου ταχύτερης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, με όσο το δυνατόν μικρότερες επιπτώσεις στα θεμελιώδη μεγέθη.

 

Παράλληλα, σημειώνει ότι η τάση επιστροφής των ιδιωτικών τραπεζικών καταθέσεων ανακόπηκε μετά το καλοκαίρι και η πιστωτική συρρίκνωση συνεχίστηκε για 8ο συναπτό έτος, με εξαίρεση τον τουρισμό και τον πρωτογενή τομέα. Ωστόσο, καταγράφηκαν και θετικές εξελίξεις, όπως η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σύμφωνα με τους ποσοτικούς στόχους και ο σημαντικός περιορισμός του ELA.

 

Η πιστοδοτική ικανότητα των τραπεζών αναμένεται να βελτιώνεται μόνο σταδιακά το 2019, με ρυθμό που θα εξαρτάται από την ταχύτητα και την ποιότητα μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων καθώς και της επιστροφής των καταθέσεων.

 

Σχολιάζοντας την τριμηνιαία έκθεση, ο πρόεδρος του ΔΣ του ΙΟΒΕ, Τάκης Αθανασόπουλος, σημείωσε: “Η ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου, συνέπεσε με μια συγκυρία όπου πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι η ευρωπαϊκή και η παγκόσμια οικονομία εισέρχονται σε μια περίοδο αποδυνάμωσης των ρυθμών ανάπτυξης ενώ πολλοί ανησυχούν ακόμα και για τον κίνδυνο μικρής ύφεσης. Με εξαίρεση τα δημοσιονομικά, η έξοδος βρήκε την οικονομία μας αδύναμη σε πολλούς από τους βασικούς τομείς, ελαχιστοποιώντας έτσι τις πιθανότητες σε εύλογο χρονικό διάστημα, να ανακάμψει στα προ κρίσης επίπεδα”.

 

Συνεχίζοντας, ο Τ. Αθανασόπουλος τόνισε: “Επιπλέον, το 2019 αναμένεται να είναι μια δύσκολη χρονιά γιατί οι προγραμματισμένες πολλαπλές εκλογικές αναμετρήσεις, έχουν βάλει σε δεύτερη θέση προτεραιότητας τις προσπάθειες για συναίνεση και λήψη των αναγκαίων μέτρων που θα εξασφαλίσουν ότι η χώρα μας δεν θα διατρέξει τον κίνδυνο να περιέλθει και πάλι στην δίνη μιας οικονομικής κρίσης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αδυναμία επίτευξης εθνικής συναίνεσης και η έγκαιρη ανάληψη των ευθυνών μας ως κοινωνία για την κρίση, μας στέρησαν την ευκαιρία σωστής αντιμετώπισής της για την γρήγορη έξοδο από το μνημόνιο, εκμεταλλευόμενοι την θετική οικονομική συγκυρία για την κάλυψη των απωλειών στο εθνικό εισόδημα, όπως έκαναν οι άλλες τρεις χώρες”.

 

Από τη μεριά του ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας, κατά την παρουσίαση της έκθεσης, τόνισε ότι στην οικονομία καταγράφεται τάση εξισορρόπησης αναφορικά με το δημοσιονομικό και το εμπορικό ισοζύγιο και συνεχίζεται η ανάκαμψη, με ρυθμό μεγέθυνσης στην περιοχή του 2%. Αυτή είναι η κεντρική τιμή για το έτος που ολοκληρώθηκε όπως και για το τρέχον.

 

Σύμφωνα με τον ίδιο, η ανάπτυξη στηρίζεται περισσότερο στην κατανάλωση παρά στις επενδύσεις και στην καθαρή συνεισφορά του εξωτερικού ισοζυγίου. Ως αποτέλεσμα, η τρέχουσα τάση δεν είναι μεσοπρόθεσμα διατηρήσιμη.

 

Ταυτόχρονα, η εξασθένιση της μεγέθυνσης και συνακόλουθα της ζήτησης στο ευρωπαϊκό και ευρύτερο περιβάλλον της ελληνικής οικονομίας προκαλεί πρόσθετες ανησυχίες, ενώ ένας υπερβολικά μακρύς προεκλογικός κύκλος, ιδίως αν κυριαρχήσει ακραία αντιπαράθεση, δημιουργεί ανησυχίες όσον αφορά την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προκλήσεων που δεν μπορεί να καθυστερήσουν.

 

Ένας πρώτος κίνδυνος προεκλογικά, σύμφωνα με τον Ν. Βέττα, είναι η καθυστέρηση της δημιουργίας των συνθηκών για ομαλή χρηματοδότηση της χώρας από τις διεθνείς αγορές. Πολλά βήματα πρέπει να γίνουν διαδοχικά και άρα πρέπει να ξεκινήσουν το συντομότερο δυνατό. Τα προβλήματα από το ευρωπαϊκό περιβάλλον δεν αποτελούν επαρκή δικαιολογία, ούτε άλλωστε είναι σίγουρο ότι στο μέλλον οι εξελίξεις θα είναι ευνοϊκότερες.

 

Όπως τονίστηκε, τους επόμενους μήνες, δεν υπάρχει η πολυτέλεια η οικονομική πολιτική να χάσει πολύτιμο χρόνο χωρίς να αντιμετωπίζονται ευθέως τα σημαντικά προβλήματα στη λειτουργία της οικονομίας.

 

Χωρίς συνεχιζόμενη προσπάθεια στο μέτωπο της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, της δημόσιας διοίκησης και του ευρύτερου περιβάλλοντος των επιχειρήσεων, οι επενδύσεις θα συνεχίζουν να κυμαίνονται σημαντικά χαμηλότερα από ό,τι απαιτείται, αναφέρει η έκθεση του ΙΟΒΕ.

 

Παράλληλα, τονίζεται ότι αν και είναι προγραμματισμένο σημαντικό δημοσιονομικό πλεόνασμα, δεν υπάρχει περιθώριο για καθυστερήσεις στον τομέα της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, ούτε εν όψει ενδεχόμενων προβλημάτων που θα δημιουργηθούν από δικαστικές αποφάσεις που θα επιδικάζουν πληρωμές αναδρομικών σε συνταξιούχους ή μισθωτούς.

 

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η προηγούμενη εμπειρία δεκαετιών δείχνει πως προεκλογικά υπήρχε τάση για χαλαρή παρακολούθηση της είσπραξης φόρων και εισφορών και για αύξηση δαπανών, μαζί με στάση αναμονής από τους επενδυτές και τις επιχειρήσεις.

 

Σημειώνεται δε ότι στις άλλες χώρες που βρέθηκαν σε ανάγκη προσφυγής σε πρόγραμμα, επιτεύχθηκε ένα ελάχιστο επίπεδο συνεννόησης. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου επισημαίνεται ότι είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό μετά από μια δεκαετή περιπέτεια, με συσσωρευμένα υψηλά χρέη ιδιωτικά και δημόσια και γενικότερα με αδύναμα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, οι κινήσεις στην κεντρική πολιτική σκηνή να μην έχουν ως προτεραιότητα τη δημιουργία συνθηκών για ισχυρή ανάπτυξη της χώρας.

 

Ένας επιμέρους προβληματισμός που καταγράφεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ αφορά την ισχυρή τάση των εισαγωγών τα τελευταία τρίμηνα. Όπως σημειώνεται, δεν έχει επιτευχθεί ακόμη σε ικανοποιητικό βαθμό η στροφή του παραγωγικού προτύπου και η ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Μέρος της δυναμικής των εισαγωγών λογικά προκαλείται από μη δηλωθέντα εισοδήματα.

 

Προβληματισμός μπορεί να προκύπτει από την τάση για υπερβολική ρύθμιση της οικονομίας μέσω του δημόσιου ταμείου και την εξάρτηση των νοικοκυριών από αποφάσεις που δεν έχουν μια συστηματικότητα και οικονομική συνέπεια. Σύμφωνα με το ΙΟΝΕ, το ζητούμενο είναι η συστηματική και ισχυρή άνοδος των εισοδημάτων κάτι που δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς αντίστοιχες τομές στα συστήματα φορολογίας, ασφάλισης, εκπαίδευσης και, τελικά, με επενδύσεις.

 

Τηρουμένων των αναλογιών, τονίζει το ΙΟΒΕ, η πρώτη περίοδος εκτός των προγραμμάτων θυμίζει τα χρόνια πριν από αυτά. Σχετικά, είναι σημαντικός ο κίνδυνος να παρερμηνευθεί η τρέχουσα ανάκαμψη ως το τέλος της κρίσης.

 

Καταλήγοντας το ΙΟΒΕ προειδοποιεί ότι εάν η επιστροφή στην “κανονικότητα” σημαίνει επιστροφή σε ένα εσωστρεφές και κρατικοδίαιτο πρότυπο ανάπτυξης, ένα νέο κύμα κρίσης θα είναι αναπόφευκτο.

ΠΗΓΗ

Προηγούμενο άρθροΗ Ελλάδα χάνει 8 θέσεις στον δείκτη διαφθοράς
Επόμενο άρθροΑνυποχώρητος ο Σαλβίνι στο μεταναστευτικό