Θα μπορούσε να είναι η ζήλια ενός πρώην πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο προς εκείνον που του πήρε τη θέση, ώστε να σχολιάσει αρνητικά την αγορά ενός από τα πιο δημοφιλή μέσα κοινωνικής δικτύωσης στον κόσμο. Μάλλον όμως πρόκειται για τον ακατάσχετο φθόνο των δισεκατομμυριούχων μεταξύ τους, εκείνον που ώθησε τον Τζεφ Μπέζος, ιδρυτή της Amazon, να κάνει retweet, κλείνοντας με μια «Ενδιαφέρουσα ερώτηση: Μήπως η κινεζική κυβέρνηση μόλις κέρδισε λίγη μόχλευση στον δημόσιο χώρο;».

Η ανάρτηση την οποία αναδημοσίευσε ο Μπέζος ήταν του δημοσιογράφου Μάικ Φορσάιθ των «New York Times» ο οποίος μετά την κίνηση του Ελον Μασκ να αγοράσει το Twitter, σημείωνε ότι η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά αυτοκινήτων για την Tesla είναι η Κίνα, ότι οι κινέζοι κατασκευαστές μπαταριών είναι μεταξύ των κύριων προμηθευτών του Μασκ και ότι από τότε που απαγορεύτηκε το Twitter στην Κίνα το 2009, η κυβέρνηση του Πεκίνου έχασε την επιρροή της στην πλατφόρμα. Θα μπορούσε να προστεθεί ότι η Tesla διαθέτει ένα από τα γιγαντιαία εργοστάσιά της στη Σαγκάη από το 2019.

Ο δημοσιογράφος Μισέλ Μασνέρι στην ιταλική εφημερίδα «Foglio» υποστηρίζει ότι οι μεγιστάνες έχουν μεταξύ τους ανταγωνιστικότητα: «Ο Τζεφ Μπέζος είναι επτά χρόνια μεγαλύτερος από τον Ελον Μασκ και έχουν κόντρα για την ιδιωτική κατάκτηση του Διαστήματος – ο ένας με την Blue Origin και ο άλλος με τη Space X. Οι δυο τους δείχνουν να είναι σε διαρκή ανταγωνισμό, ο Μπέζος πιο αστός και άκαμπτος, ο άλλος πιο sui generis.

Ανταγωνίζονται για τον τίτλο του πλουσιότερου καπιταλιστή στον κόσμο, στα όρια των 200 δισεκατομμυρίων. Αν ο Μασκ διασκεδάζει σαν σπασικλάκι της Silicon Valley – κοιμάται σε καναπέδες φίλων του, κάνει μπαλέτο όταν πρόκειται να ανοίξει νέα εργοστάσια, πουλά πράγματα όπως φλογοβόλα -, ο Μπέζος είναι πιο σοβαρός, έστω και αν πρόσφατα ξέφυγε λίγο».

Τούτου λεχθέντος, λίγο μετά το πρώτο tweet, ο Μπέζος άλλαξε στάση, αποκλείοντας τη λογοκρισία στο Twitter και γράφοντας ότι «ο Μασκ είναι εξαιρετικά καλός στη διαχείριση περιπλοκών αυτού του τύπου», θυμίζοντας ότι και στον ίδιο δεν είναι άγνωστες οι εξαγορές μέσων, καθώς είναι ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Washington Post». Εχει όμως ενδιαφέρον, σημειώνει η εφημερίδα «Corriere della Sera», να παρατηρούμε πόσο πολύ αρέσει στο Πεκίνο η ιδέα ενός Μπέζος που τρέμει από φθόνο.

Στην αγγλόφωνη κινεζική εθνικιστική εφημερίδα «Global Times», ο Τσεν Τσινκίνγκ και ο Ζανγκ Τσανγκούε υπογράφουν άρθρο που λέει σχεδόν τα πάντα από τον τίτλο: «Η θεωρία συνωμοσίας του Μπέζος, μετά την αγορά του Twitter, είναι η ιστορία με την αλεπού και τα σταφύλια» (Οσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια, όπως λέει ο μύθος του Αισώπου).

Ο κινέζος καθηγητής στη Σχολή Διεθνών Σχέσεων και Δημοσίων Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Φουντάν επιτέθηκε επίσης στον Μπέζος: «Σε ορισμένες δυτικές χώρες υπάρχει μια ριζωμένη προκατάληψη ότι η Κίνα δεν έχει ελευθερία λόγου. Αλλά η «ελευθερία του λόγου» στην οποία αναφέρονται είναι συνήθως κριτική και δυσφήμηση της Κίνας, και ο Μπέζος είναι αυτός που συμμερίζεται πάντα αυτή την προκατάληψη και αυτό το διπλό μέτρο εναντίον της Κίνας». Πάντως, φαίνεται να ξεχνά πως με το Μεγάλο Τείχος Προστασίας, το λεγόμενο «Σινικό Τείχος» της πληροφορικής, το Πεκίνο μπλοκάρει τα διαδικτυακά εγχειρήματα που δεν του είναι αρεστά.

Ενα άλλο άρθρο της «Global Times» προσθέτει: «Κάποιοι επιχειρηματίες, όπως ο Τζορτζ Σόρος, έχουν κατηγορήσει την Κίνα για την αποτυχία τους, λόγω των κακών επενδυτικών τους αποφάσεων στην Κίνα. Αλλοι προσπαθούν να δείξουν την πίστη τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Για παράδειγμα, ο Μπέζος συχνά τονίζει την ασφάλεια με μια πατριωτική στάση υψηλού προφίλ, αλλά αυτό στο οποίο πραγματικά στοχεύει είναι οι πολύ προσοδοφόρες εντολές από το Πεντάγωνο. Γενικότερα, «το να εγείρεις ερωτήματα για την Κίνα με κάθε δυνατό τρόπο έχει ήδη γίνει αμερικανική ασθένεια».

«Η σημερινή σινοφοβία», συνεχίζει το δημοσίευμα, «δεν είναι τίποτα περισσότερο από το αντίστοιχο της «ιαπωνοφοβίας» των δεκαετιών του ’80 και του ’90, όταν η Ιαπωνία ήταν ο εμπορικός ανταγωνιστής της Αμερικής».

Για να επιστρέψουμε στο θέμα του Twitter, ο Ιμον Μπάρετ στο περιοδικό «Fortune» γράφει ότι «η λογοκρισία δεν είναι το πραγματικό πρόβλημα. Με τον Μασκ σύντομα στο τιμόνι του μέσου, η Κίνα θα μπορούσε μάλλον να επωφεληθεί από μια σχετική έλλειψη λογοκρισίας». Τον Αύγουστο του 2020, το Twitter ξεκίνησε μια πολιτική προσθήκης ετικετών σε λογαριασμούς που συνδέονται με κρατικές οντότητες. Η κίνηση φάνηκε να αποτελεί άμεση απάντηση στην αυξανόμενη χρήση της πλατφόρμας από την κινεζική κυβέρνηση για να προωθεί τα συμφέροντά της στο εξωτερικό.

Τα κινεζικά κρατικά μέσα χρησιμοποίησαν διαφημίσεις Twitter επί πληρωμή για να προωθήσουν άρθρα που αντιτίθεντο στις διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ το 2019, με αποτέλεσμα το Twitter να απαγορεύσει στα κρατικά μέσα να αγοράζουν διαφημίσεις.

Η πολιτική του «tagging», δηλαδή η σηματοδότηση των tweets που προέρχονται από λογαριασμούς κρατικών μέσων ενημέρωσης ή που αποδίδονται στην κυβέρνηση του Πεκίνου, λειτούργησε: «Το 2021, μια έρευνα του China Media Project έδειξε ότι τα tweets από τα κινεζικά κρατικά μέσα παρουσίασαν μείωση 20% ανάγνωσης από χρήστες αφού το Twitter εφάρμοσε την πολιτική του». Ως εκ τούτου, καταλήγει ο Μπάρετ, «αν ο Μασκ, ο οποίος έχει υποσχεθεί να κάνει το Twitter προπύργιο ελευθερίας του λόγου, ακυρώσει αυτές τις πολιτικές, θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο στην κινεζική μηχανή προπαγάνδας».

Επειτα από όλα αυτά, ακόμη και εκείνοι που δεν αγαπούν τις διαμάχες μεταξύ δισεκατομμυριούχων θα παρακολουθήσουν με ενδιαφέρον τα επόμενα επεισόδια μεταξύ Ελον Μασκ και Τζεφ Μπέζος.

Περισσότερα Εδω

Προηγούμενο άρθροΚαθυστερημένη ανάπτυξη και στρες φέρνει στα παιδιά η φτώχεια
Επόμενο άρθροΧανιά: Απανθρακωμένη σορός βρέθηκε κατά την κατάσβεστη πυρκαγιάς σε εγκαταλελειμμένη κατοικία