Ο κόσμος έζησε, τα τελευταία 50 χρόνια, τρία κύματα εκδημοκρατισμού: ένα στη Νότια Ευρώπη – Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία -, ένα στη Λατινική Αμερική κι ένα, πιο πρόσφατο, στην Ανατολική Ευρώπη, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Ζούμε τώρα την αναστροφή του κύματος, μια δημοκρατική άμπωτη μετά την πλημμυρίδα;

Με αυτό το ερώτημα κατά νου ξεκίνησα να συναντήσω τον Φίλιπ Σμίτερ, έναν από τους σημαντικότερους πολιτικούς επιστήμονες στον κόσμο, με μακρά θητεία στα Πανεπιστήμια του Σικάγου και του Στάνφορντ και στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ένα τετράτομο έργο για τη μετάβαση από τα αυταρχικά καθεστώτα στη δημοκρατία τον είχε καθιερώσει ως σημείο αναφοράς στη συγκριτική πολιτική επιστήμη. Πρόσφατα, η Ακαδημία Αθηνών τον δέχθηκε ως ξένο εταίρο της. Τον συνάντησα, λίγο πριν από την τελετή, ακμαίο στα 85 του, στο ξενοδοχείο όπου διέμενε, στο Σύνταγμα.

Είχε έτοιμη την απάντηση στο ερώτημά μου. «Οχι, δεν είναι η Δημοκρατία που έχει πρόβλημα, είναι η φιλελεύθερη δημοκρατία που αμφισβητείται». Μα τι σημαίνει αυτό;

Μικρό μάθημα πολιτικής ιστορίας. Οι φιλελεύθεροι του 18ου και 19ου αιώνα, κατά τον Σμίτερ, πήραν μια ωραία ελληνική λέξη, τη Δημοκρατία, το κράτος του Δήμου, όπου η εξουσία ανήκει στον λαό, και της έδωσαν ένα εντελώς νέο περιεχόμενο: αντιπροσωπευτικό σύστημα, πολιτικά κόμματα, κράτος δικαίου, διάκριση εξουσιών, ανθρώπινα δικαιώματα και προπάντων το ιερό δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Ετσι η δημοκρατία έγινε συμβατή, πρώτον, με μια πολιτική οντότητα πολύ μεγαλύτερη από την αρχαία πόλη-κράτος, το έθνος-κράτος. Και, δεύτερον, με τον καπιταλισμό, τον βιομηχανικό καπιταλισμό. Αλλά ο βιομηχανικός καπιταλισμός έχει δώσει τη θέση του στον χρηματιστικό καπιταλισμό, μια οικονομία του χρήματος και των υπηρεσιών και το έθνος-κράτος δεν είναι πια το επίπεδο στο οποίο λαμβάνονται οι κρίσιμες αποφάσεις και στο οποίο ρυθμίζεται ή ελέγχεται η οικονομική ζωή. Η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα καταρρέει, η ταύτιση με πολιτικά κόμματα εξασθενεί, οι παλιές κοινωνικές διαιρέσεις σβήνουν, η εργασιακή και κοινωνική εμπειρία των πολιτών κατακερματίζεται, εξατομικεύεται, το αντιπροσωπευτικό σύστημα δυσκολεύεται να τους εκπροσωπήσει.

Και πόσο απειλητική είναι αυτή η γοητεία που φαίνεται να ασκούν μοντέλα ανελεύθερης ή ανοιχτά αυταρχικής δημοκρατίας, ηγέτες όπως ο Ορμπαν, ο Πούτιν ή ο Ερντογάν; «Αλλο η απογοήτευση με τη λειτουργία του παλιού συστήματος κι άλλο η γοητεία του αυταρχισμού. Δεν υπάρχει γοητεία του αυταρχισμού, ούτε υπάρχουν λαοί που είναι μόνιμα καταδικασμένοι, για λόγους ιστορικούς, φυλετικούς ή θρησκευτικούς, να ζουν υπό αυταρχικά συστήματα διακυβέρνησης». Στην Τουρκία, για παράδειγμα, δεν είναι το Ισλάμ που επιτρέπει στον Ερντογάν να κυβερνά αυταρχικά, αντίθετα ο Ερντογάν χρησιμοποιεί το Ισλάμ ως εργαλείο για να υπηρετεί ένα αυταρχικό μοντέλο εξουσίας, λέει ο Σμίτερ.

Λαϊκισμοί, όχι λαϊκισμός

Η αναπόφευκτη ερώτηση έφερε στο τραπέζι το πιο πολυσυζητημένο θέμα των τελευταίων χρόνων – τον λαϊκισμό και την άνοδό του. «Νομίζω ότι δεν πρέπει να μιλάμε για λαϊκισμό, αλλά για λαϊκισμούς», γιατί υπάρχουν πολλές εκδοχές του. Για παράδειγμα, ο λαϊκισμός στη Λατινική Αμερική των περασμένων δεκαετιών – και ο Σμίτερ έχει ξεκινήσει την ακαδημαϊκή του ζωή μελετώντας τη Βραζιλία και την Λατινική Αμερική – ήταν περισσότερο αριστερόστροφος, στην Αμερική και στην Ευρώπη σήμερα είναι περισσότερο (αλλά όχι αποκλειστικά) δεξιόστροφος. Στη Λατινική Αμερική ήταν ο λαϊκισμός των «ανερχόμενων», τον αιμοδοτούσαν νέα ανερχόμενα στρώματα που μετακινούνταν στα αστικά κέντρα και διεκδικούσαν ένα στάτους που το μονοπωλούσαν παλιές ελίτ. Στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ είναι ένας λαϊκισμός της πτώσης, εκφράζει κοινωνικά στρώματα που νιώθουν ότι απειλείται το στάτους τους, ότι εκπίπτουν.

Και η πιο κρίσιμη διαφορά είναι αν ο λαϊκισμός είναι μια κινηματική ή μια εκλογική στρατηγική. Στη Λατινική Αμερική συνδεόταν περισσότερο με τον στρατό και στρατιωτικά πραξικοπήματα. Στην Ευρώπη σήμερα είναι μάλλον μια εκλογική στρατηγική. «Οι λαϊκιστές αναζητούν αιτήματα που διαπερνούν και υπερβαίνουν τις παλιές διαχωριστικές γραμμές. Λειτουργούν λίγο σαν σκουπιδιάρηδες, μαζεύουν πεταμένα, ανικανοποίητα αιτήματα χωρίς ιδεολογική συνοχή, και υπόσχονται ότι θα τα λύσει ο χαρισματικός ηγέτης».

Σ’ ένα παλιότερο άρθρο του είχε απαριθμήσει σε μια λίστα αρετές και αμαρτίες του λαϊκισμού, αναγνωρίζοντάς του θετικά – όπως ότι σπάνε αρτηριοσκληρωτικά κομματικά συστήματα και φέρνουν στην πολιτική ζωή απαθείς και αμέτοχους πολίτες. «Ο κρίσιμος παράγοντας, τελικά, είναι ένας», τονίζει. «Κάθε λαϊκιστής ηγέτης, όταν κατακτήσει την εξουσία, θέλει να τη διατηρήσει για πάντα. Το θέμα είναι αν οι θεσμοί λειτουργούν με τρόπο που να μην του το επιτρέπουν. Ενας λαϊκιστής που θα εγκαταλείψει την εξουσία όταν χάσει στις κάλπες – και αναπόφευκτα θα χάσει γιατί οι υποσχέσεις του είναι απραγματοποίητες – μπορεί να κάνει και καλό. Να αφήσει πίσω του ένα αναζωογονημένο πολιτικό σύστημα». Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι να μην του επιτραπεί να επιβάλει την παραμονή του στην εξουσία, όπως αποπειράθηκε ο Τραμπ με το αποτυχημένο πραξικόπημα της 6ης Ιανουαρίου.

«Μικρά βήματα»

Η κεντρική ιδέα του Σμίτερ είναι πως χρειαζόμαστε έναν επαναπροσδιορισμό της Δημοκρατίας. Ενα νέο μοντέλο που εκείνος ονομάζει «μετα-φιλελεύθερη δημοκρατία».

«Μετα-φιλελεύθερη», εξηγεί, «δεν σημαίνει ανελεύθερη, ούτε αντι-φιλελεύθερη». Ούτε λιγότερο δημοκρατική, αν η ουσία της Δημοκρατίας είναι η λογοδοσία εκείνων που ασκούν την εξουσία στους πολίτες που τους την αναθέτουν. «Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το φιλελεύθερο μοντέλο, όπως διαμορφώθηκε τον 19ο αιώνα, δεν λειτουργεί πια, επειδή έχουν αλλάξει οι συνθήκες. Το έθνος-κράτος δεν είναι η κρίσιμη πολιτική μονάδα και ο βιομηχανικός καπιταλισμός και το είδος των κοινωνικών διαιρέσεων που δημιουργήθηκαν μαζί του δεν υπάρχουν πια.

Το ενδιαφέρον του, τα τελευταία χρόνια, επικεντρώνεται στην Ευρώπη. Φανατικά ευρωπαϊστής, αναζητεί τρόπους που η Ευρώπη θα ανανεώσει το δημοκρατικό πρότυπο. Πώς; Οχι με αλλαγή των συνθηκών, γιατί η αλλαγή στις συνθήκες πρέπει να επικυρωθεί από κάθε κράτος-μέλος και δεν θα συμβεί ποτέ. Με τη στρατηγική του Ζαν Μονέ: «Μικρά βήματα, με μεγάλα αποτελέσματα». Εχει έναν κατάλογο από τέτοια «μικρά βήματα». Η ιδέα, για παράδειγμα, να δημιουργηθεί, παράλληλα με τις εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο μια παράλληλη ευρωπαϊκή συνέλευση όπου θα μετέχουν, κατ’ αναλογία του πληθυσμού, πολίτες από όλες τις χώρες που θα επιλέγονται με τυχαία κλήρωση, και θα αμείβονται για να συζητούν και να προτείνουν ιδέες πολιτικής. «Ακόμη κι αν δεν γίνονται δεκτές, θα ακούγονται και θα δημιουργούν νέο ενδιαφέρον για τα κοινά της Ευρώπης».

Ουκρανία και Ευρώπη

Και ο πόλεμος στην Ουκρανία; τον ρωτώ. Πιστεύετε κι εσείς ότι είναι μια μάχη με επίδικο τη Δημοκρατία, ένας πόλεμος που αντιπαραθέτει δημοκρατία και αυταρχισμό;

«Ετσι εμφανίζεται, γιατί αυτό διευκολύνει, πείθει τους Ευρωπαίους να στέλνουν βοήθεια και να υποστηρίζουν τους Ουκρανούς». Αλλά όχι. Αν ο πόλεμος έχει ένα συμβολικό συμφραζόμενο αυτό δεν είναι η δημοκρατία, αλλά η Ευρωπαϊκή Ενωση η ίδια και η αντιπαράθεση της Ρωσίας του Πούτιν μαζί της.

«Για τη Ρωσία, η απειλή δεν ήταν το ΝΑΤΟ. Η συμμετοχή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα ήταν μια ενόχληση, αλλά όχι απειλή. Η πραγματική απειλή είναι το ενδεχόμενο ένταξης της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Γιατί τότε, σχετικά γρήγορα, οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και στο επίπεδο ευημερίας θα ήταν τόσο μεγάλες, ώστε η σύγκριση για έναν ρώσο πολίτη θα ήταν εύκολη, λόγω της συγγένειας των δύο λαών. Και καταλυτική».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ

Περισσότερα Εδω

Προηγούμενο άρθροΣΥΡΙΖΑ: Το Εxcel του Αλέξη Τσίπρα
Επόμενο άρθροΜύκονος: Πάνω από 100 μπράβοι και 10 συμμορίες δρουν στο νησί – Πώς λειτουργούν τα κυκλώματα