ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΜΟΥΘ ΣΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ, ΑΛΛΑ…

 

 

Στο Μπουένος Άιρες, τα πρόσωπα είναι σκυθρωπά. Η ανακοίνωση της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν η κυβέρνηση της χώρας και τα τεχνικά κλιμάκια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου «για μια σειρά ενισχυμένων οικονομικών πολιτικών» που θα στηρίζουν το διάρκειας 36 μηνών πρόγραμμα (stand-by arrangement) που εγκρίθηκε στις 20 Ιουνίου, είναι, για τον μέσο Αργεντίνο, η έναρξη του εφιάλτη. Για το 99% των κατοίκων της χώρας, το Ταμείο είναι συνυφασμένο με καταστροφική νομισματική πολιτική και απάνθρωπες περικοπές. Ίσως γι’ αυτό και το ΔΝΤ, σε αυτή τη χώρα, εμφανίζει διαφορετικό «πρόσωπο».

 

Η Christine Lagarde δεν μιλά για ανάγκη περικοπών, ούτε αναφέρει ότι λυπάται «περισσότερο τα παιδιά του Νίγηρα».

 

Αντιθέτως, τονίζει ότι «από την αρχή, οι αρχές της Αργεντινής έχουν θέσει ως κορυφαία προτεραιότητα στο σχέδιο οικονομικής μεταρρύθμισης την προστασία των πιο ευάλωτων ανθρώπων στην κοινωνία.

 

Αυτό παραμένει κρίσιμο συστατικό αυτού του αναθεωρημένου σχεδίου και στηρίζεται πλήρως από το ΔΝΤ. Στο πλαίσιο αυτής της δέσμευσης, οι δαπάνες κοινωνικής βοήθειας θα πρέπει να παραμείνουν πάνω από ένα συγκεκριμένο επίπεδο. Οι αρχές θα επεκτείνουν επίσης την κάλυψη των καθολικών επιδομάτων τέκνων και των ιατροφαρμακευτικών σχεδίων για τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος. Επιπλέον, εάν επιδεινωθούν οι κοινωνικές συνθήκες, τα κονδύλια του προϋπολογισμού για κοινωνικές προτεραιότητες θα αυξηθούν περαιτέρω και θα εξυπηρετηθούν εντός της συμφωνίας stand-by».

 

Στο καθαρά οικονομικό κομμάτι τώρα, η συμφωνία κάνει άμεσα διαθέσιμη τη χρηματοδότηση του ΔΝΤ, αυξάνοντας τους διαθέσιμους πόρους κατά 19 δισ. δολάρια μέχρι το τέλος του 2019 και ανεβάζοντας το συνολικό ποσό που θα διατεθεί στο πλαίσιο του προγράμματος στα 57,1 δισ. δολάρια μέχρι το 2021. Το Ταμείο τονίζει ότι πόροι οι οποίοι είναι διαθέσιμοι στο πλαίσιο του προγράμματος, δεν θα θεωρούνται πλέον προληπτικοί και οι αρχές σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν τη χρηματοδότηση από το ΔΝΤ για να στηρίξουν τον προϋπολογισμό.

 

Ο πυρήνας του νέου σχεδίου περιέχει μια δημοσιονομική πολιτική που στόχο έχει να ενισχύσει τη δημοσιονομική θέση της χώρας και να έχει έναν βιώσιμο, κατάλληλα χρηματοδοτημένο προϋπολογισμό, μια ισχυρή νομισματική πολιτική επικεντρωμένη στη μείωση του πληθωρισμού και μια πολιτική κυμαινόμενης συναλλαγματικής ισοτιμίας χωρίς παρεμβάσεις.

 

Ένα κεντρικό στοιχείο του σχεδίου των αρχών θα είναι η επίτευξη ισοσκελισμένου προϋπολογισμού μέχρι το 2019, έναν χρόνο νωρίτερα απ’ όσο προβλεπόταν προηγουμένως, και να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 1% το 2020. Αυτά τα αποφασιστικά βήματα θα μειώσουν τις ανάγκες χρηματοδότησης της κυβέρνησης και θα μειώσουν το δημόσιο χρέος.

 

Από την έντυπη έκδοση

 

 

 

 

ΠΗΓΗ

Προηγούμενο άρθροΤο Brexit, το plan B και οι δασμοί
Επόμενο άρθροNέοι κλυδωνισμοί στην ανάπτυξη