Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, η διαφθορά και το έλλειμμα διαφάνειας, η πολιτική αβεβαιότητα για τη μετά τα μνημόνια περίοδο στη χώρα, οι εγχώριες οικονομικές επιπτώσεις της ύφεσης και οι εκκρεμείς δεσμεύσεις του προγράμματος διαρθρωτικής προσαρμογής και η αναποτελεσματική λειτουργία των θεσμών αποτελούν τα κύρια εμπόδια στο ελληνικό επιχειρηματικό περιβάλλον, όπως αποτυπώνεται σε έρευνα του ΣΕΒ για τα μεγαλύτερα «αγκάθια» στο επιχειρηματικό περιβάλλον.

 

Τα στοιχεία περιλαμβάνονται στην έρευνα «ο σφυγμός του επιχειρείν» που πραγματοποίηση η MRB για λογαριασμό του ΣΕΒ, η οποία παρουσιάσθηκε χθες Πέμπτη σε συνέντευξη Τύπου, παρουσία του προέδρου του ΣΕΒ, Θεόδωρου Φέσσα.

 

Όπως αναφέρεται στην έρευνα, επιδίωξη ήταν να αποτυπωθεί η άποψη των επιχειρήσεων για το πόσο ευάλωτο, αλλά και το πόσο ανταγωνιστικό, είναι το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα αλλά και τί πρέπει να αλλάξει ώστε να βρεθεί η χώρα στο επίκεντρο του επενδυτικού ενδιαφέροντος.

 

Το 2018 ο Δείκτης Αξιολόγησης Δυσκολιών που σχετίζονται με το Ευρύτερο Οικονομικό Περιβάλλον διαμορφώνεται σε 6,8 μονάδες, με «άριστα το 1» (1=Καθόλου Δυσκολία και 10=Μεγάλη Δυσκολία) έναντι 7,0 μονάδων το 2017. Παρά την οριακή βελτίωση που καταγράφεται, ο Δείκτης βρίσκεται μακριά από μια επίδοση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ικανοποιητική, καθώς παραμένει κάτω από τη βάση.

 

Παρεμβαίνοντας πάντως ο κ. Φέσσας, χαρακτήρισε την έρευνα ανεπίκαιρη, σημειώνοντας πως αν γινόταν σήμερα τα αποτελέσματα θα ήταν διαφορετικά, αφού το επιχειρηματικό κλίμα είναι ιδιαίτερα ευμετάβλητο. Όπως είπε χαρακτηριστικά: «Το κλίμα έχει χαλάσει και η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε χαμηλή πτήση», καθώς έχουμε μπει σε προεκλογική διαδικασία και «αντί να δίνεται έμφαση στην επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων όλοι έχουν επιδοθεί σε μία παροχολογία, επειδή βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο». «Δεν υπάρχουν χρήματα να μοιρασθούν, είναι ανάγκη να παραχθούν χρήματα», είπε ενώ σε ό,τι αφορά στις τράπεζες δήλωσε ότι έχει χαθεί η εμπιστοσύνη.

 

Η έρευνα ολοκληρώθηκε το δίμηνο Απριλίου – Μαΐου 2018 και, όπως χαρακτηριστικά είπε ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΜRB, Δημήτρης Μαύρος, η γενική εικόνα που προκύπτει είναι ότι «ο ασθενής δεν έγινε καλά, αλλά έδωσε παλμό».

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε σχέση με τα αποτελέσματα της περσινής έρευνας, υποχωρούν αισθητά (σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες) τόσο η πολιτική αβεβαιότητα, όσο και οι εγχώριες οικονομικές επιπτώσεις της ύφεσης και του προγράμματος διαρθρωτικής προσαρμογής. Αντίθετα, αναδεικνύεται ως μείζον το πρόβλημα της διαφθοράς (αύξηση κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες και άνοδος στη 2η από 5η θέση).

 

Η επανεμφάνιση της διαφθοράς ως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του επιχειρείν αποτελεί μια εξαιρετικά δυσάρεστη πραγματικότητα, η οποία αναδεικνύει την «αντοχή» συγκεκριμένων διαρθρωτικών προβλημάτων που έφεραν τη χώρα μας στην πρωτοφανή δυσμενή θέση των τελευταίων ετών.

 

Ωστόσο, η διαφθορά δεν έχει τον ίδιο βαθμό εμποδίου για τις μεγάλες εξαγωγικές επιχειρήσεις, που την ιεραρχούν στην έρευνα 20 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το σύνολο των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τον ΣΕΒ αυτό μπορεί να συμβαίνει γιατί οι συγκεκριμένες εταιρείες δεν έχουν την ίδια έκθεση στην ελληνική αγορά σε σχέση με άλλες, αλλά και λόγω ανάπτυξης μηχανισμών πρόληψης της διαφθοράς, καθώς αυτό αποτελεί προαπαιτούμενο για τη δραστηριοποίησή τους σε ανταγωνιστικές ξένες αγορές.

 

Μελετώντας τις απαντήσεις ανά μέγεθος επιχείρησης (βάσει αριθμού εργαζομένων), προκύπτουν ορισμένα ενδιαφέροντα ευρήματα (Δ08):

 

-Το ασταθές φορολογικό πλαίσιο αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο, ανεξαρτήτως μεγέθους. Παρόλα αυτά οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις φαίνεται να έχουν μάλλον αποδεχτεί αυτή τη δυσάρεστη πραγματικότητα και να καταγράφεται τελικά χαμηλότερη δυσαρέσκεια κατά 11,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το σύνολο.

 

-Τα ζητήματα που σχετίζονται με την πολυνομία και την απονομή δικαιοσύνης προβληματίζουν σημαντικά και εξίσου τόσο τις μικρότερες όσο και τις μεγάλες επιχειρήσεις, παρά τη δυνατότητα που έχουν οι δεύτερες για υποστήριξη από τις Νομικές Διευθύνσεις που οι περισσότερες διαθέτουν.

 

-Η αδυναμία πρόσβασης στη χρηματοδότηση / ακριβός δανεισμός και το έλλειμμα χρηματοδοτικών και επενδυτικών κινήτρων αναμενόμενα προβληματίζουν περισσότερο τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, καθώς για εκείνες αποτελούν ζητήματα επιβίωσης.

 

-Οι πολύπλοκες διαδικασίες αδειοδότησης πλήττουν ιδιαίτερα τις μεγάλες επιχειρήσεις, δηλαδή εκείνες που έχουν τη θέληση και τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε επενδύσεις σε εγκαταστάσεις, προσφέροντες νέες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.

 

 

Όπως σημειώνει η έρευνα, όταν οι ίδιες οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται και επενδύουν στη χώρα αναγνωρίζουν σημαντικές και διαχρονικές διαρθρωτικές αδυναμίες, τότε καθίσταται αναγκαίο να υπάρξει ριζική αλλαγή πολιτικής για τη διαμόρφωση ενός ουσιαστικά φιλοεπενδυτικού περιβάλλοντος. Στο διεθνή ανταγωνισμό προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων, η χώρα δεν μπορεί να παραμένει ουραγός εξαιτίας χρόνιων προβλημάτων για τα οποία υπάρχουν ρεαλιστικές και άμεσα εφαρμόσιμες λύσεις από τη διεθνή αλλά και την εγχώρια εμπειρία.

 

Συνοψίζοντας, η άποψη που εκφράζει ο επιχειρηματικός κόσμος είναι ότι η ηλεκτρονική διακυβέρνηση έχει άμεση θετική επίπτωση στον βαθμό ικανοποίησης, ενώ φορείς που δεν έχουν εξελιχθεί ψηφιακά δεν καταφέρνουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των επιχειρήσεων.

 

Σε κάθε περίπτωση, οι επιχειρήσεις θέτουν δύο βασικές προτεραιότητες ώστε να διασφαλιστεί η ανάπτυξη:

 

– μείωση των φορολογικών συντελεστών και προσέλκυση επενδύσεων.

 

Σε ό,τι αφορά την πορεία των επιχειρήσεων, μια στις τέσσερις αναμένει αύξηση τζίρου την επόμενη χρονιά, μια στις πέντε προβλέπει βελτίωση του μεριδίου αγοράς, πάνω από μια στις δέκα εκτιμά ότι θα αυξήσει το προσωπικό της, ενώ τέσσερις στις δέκα εκτιμούν ότι η πραγματική και βιώσιμη ανάκαμψη αργεί και θα έρθει σε περισσότερα από τέσσερα έτη ή δεν θα έρθει ποτέ.

ΠΗΓΗ

Προηγούμενο άρθροΙσχυρή ρευστότητα στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα
Επόμενο άρθροΗ NAI Global ανακοινώνει νέο Γραφείο στην Ελλάδα