Ο θεσμός του αθλητισμού είναι συνυφασμένος με την χώρα μας από αρχαιοτάτων χρόνων και η ιστορία του μετράει μέχρι σήμερα πλήθος αξιομνημόνευτων αθλητικών γεγονότων και κορυφαίων αθλητών κάθε είδους. Δεκάδες τα ονόματα αθλητών ανεξαρτήτου αθλήματος που έμειναν στην ιστορία για τα κατορθώματα και τις επιδόσεις τους και έγιναν θρύλοι στα μάτια των φιλάθλων διατηρώντας διαχρονικά την φήμη τους.

Επιλέγουμε σήμερα να αναφερθούμε σε 10 από τα κορυφαία ονόματα αθλητών της Ελλάδας, που έθεσαν πολύ ψηλά τον πήχη, τιμήθηκαν ως ήρωες και αναγνωρίστηκαν και πέρα από τα σύνορα της χώρας αφήνοντας αδιαμφισβήτητη κληρονομιά στην ιστορία των αθλημάτων τους.

Σπύρος Λούης
Ο 24χρονος Αθηναίος νερουλάς που έγινε παγκοσμίως γνωστός κερδίζοντας πανηγυρικά τον Α’ Ολυμπιακό Μαραθώνιο.

Έγινε ουσιαστικά ο πρώτος σύγχρονος μαραθωνοδρόμος μετά τον Φειδιππίδη των αρχαιοελληνικών χρόνων, που έτρεξε από τον Μαραθώνα μέχρι την Αθήνα για να αναγγείλει στους συμπολίτες του την νίκη τους στη Μάχη του Μαραθώνα.
Το 1986, στην 1η διοργάνωση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων μετά την αναβίωσή τους, ο Γάλλος Μισέλ Μπρεάλ, εμπνευσμένος από την ιστορία του αρχαίου Έλληνα αγγελιαφόρου, πρότεινε να διοργανωθεί για πρώτη φορά το αγώνισμα του μαραθώνιου με την ίδια διαδρομή, Μαραθώνα-Αθήνα. Δεκατρείς Έλληνες και τέσσερις ξένοι αθλητές έλαβαν μέρος στην κούρσα.

Ο 24χρονος τότε Σπύρος Λούης ήταν εκείνος που έφτασε πρώτος στον τερματισμό στο Καλλιμάρμαρο έχοντας εκτελέσει τον μαραθώνιο σε 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα.

Αναφέρεται πως ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ τον είχε ρωτήσει τι δώρο θα ήθελε γι’ αυτή του τη νίκη κι εκείνος του απάντησε πως θα ήθελε μόνο ένα γαϊδουράκι για να κουβαλάει νερό. Το σίγουρο είναι πως ο Σπύρος Λούης δεν συνέχισε να ασχολείται με τον αθλητισμό, αλλά έζησε ήρεμα την υπόλοιπη ζωή του ως αγρότης στην γενέτειρά του, το Μαρούσι.

Πέθανε στις 26 Μαρτίου του 1940 σε ηλικία 67 ετών. Το όνομά του έχει δοθεί τιμητικά σε λέσχες και στάδια της Ελλάδος και του εξωτερικού, ενώ και η λεωφόρος στο περίφημο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου έχει ονομαστεί προς τιμήν του Spiridon-Louis-Ring.

Γνωστή εξαιτίας του είναι μέχρι σήμερα και η φράση “Έγινε Λούης”, που λέμε για κάποιον ο οποίος εξαφανίζεται τρέχοντας γρήγορα.

________________________________

Κωνσταντίνος Τσικλητήρας
Ένας σκληροτράχηλος και πλήρως αφοσιωμένος στο στόχο του αθλητής, που παρά την σύντομη ζωή του κατάφερε να καταγράψει απανωτά ρεκόρ και να γίνει ο πρώτος Έλληνας Ολυμπιονίκης με τα περισσότερα μετάλλια συνολικά.

Με καταγωγή από μια εύπορη, αριστοκρατική οικογένεια της Μεσσηνίας και με ιδιαίτερη μόρφωση για την εποχή, βρέθηκε στην Αθήνα το 1905 και άρχισε τις σπουδές του πάνω στην οικονομία και λογιστική. Το όνειρό του όμως πάντα ήταν ο αθλητισμός, τον οποίο δεν άργησε παράλληλα να ακολουθήσει ασχολούμενος με τον στίβο και το ποδόσφαιρο. Αναφέρεται πως από νεαρή ηλικία προπονούταν συνεχώς πολλές φορές αυτοσχεδιάζοντας, πηδώντας, για παράδειγμα, τη μάντρα του σπιτιού του ή πάνω από τρία δεμένα άλογα!

Τερμάτισε 20 φορές πρώτος σε Πανελλήνιους Αγώνες πέντε διαφορετικών αγωνισμάτων στίβου καταγράφοντας και τρία πανελλήνια ρεκόρ στα άλματα. Κέρδισε επάξια από δύο μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1908 και τους επόμενους του 1912, με το χρυσό μετάλλιο εκείνης της χρονιάς να μένει ορόσημο στην ιστορία, καθώς δεν συνέβη ξανά στον στίβο για 80 ολόκληρα χρόνια (μέχρι να το κατακτήσει η Βούλα Πατουλίδου το 1992).

Λίγο μετά την ιστορική τελευταία χρυσή νίκη του στους Ολυμπιακούς της Στοκχόλμης, ο Κωνσταντίνος Τσικλητήρας βρέθηκε να πολεμά στο μέτωπο της Ηπείρου στους Α’ Βαλκανικούς Πολέμους.

Τον Φεβρουάριο του 1913 νόσησε με σοβαρής μορφής μηνιγγίτιδα παρουσιάζοντας υψηλό πυρετό, σπασμούς και δύσπνοια. Παρά τις άμεσες επεμβάσεις των γιατρών, η κατάστασή του επιδεινώθηκε και μια εβδομάδα αργότερα, στις 10 Φεβρουαρίου του 1913, ο Τσικλητήρας άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 24 ετών.

Η είδηση του θανάτου του αγαπημένου και κορυφαίου αθλητή της εποχής έφερε θλίψη σε όλη τη χώρα, σε φιλάθλους και μη, και θεωρήθηκε μια τεράστια και σίγουρα άδοξη απώλεια για τον ελληνικό αθλητισμό. Έμεινε γνωστός για το ψυχικό του σθένος, τις δουλεμένες σωματικές του ικανότητες και την ισχυρή του αφοσίωση στα αθλήματα.

Από το 1963 καθιερώθηκαν προς τιμής του τα Τσικλητήρεια από τον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο, ετήσιοι αγώνες στίβου με σύντομα διεθνή εμβέλεια και μια ιστορία γεμάτη ρεκόρ από ηχηρά ονόματα του αθλητικού κόσμου.
______________________________

Δημήτριος Τόφαλος

Το επίθετό του χρησιμοποιείται σήμερα ως χαρακτηρισμός για κάποιον που είναι αρκετά μεγαλόσωμος, δυνατός και ενίοτε υποτιμητικά πολύ χοντρός, όμως ο ίδιος ήταν πολλά περισσότερα από αυτό.

Ο Πατρινός αθλητής άρχισε να ασχολείται με την άρση βαρών από τα 15 του χρόνια μετρώντας εξαρχής σειρά νικών, που διέδωσαν το όνομά του τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Κατάφερε να γίνει πολλές φορές πρωταθλητής Ελλάδος στο άθλημά του, ενώ κατέκτησε πρώτος και παγκόσμιο ρεκόρ στην μεσολυμπιάδα του 1906 στην Αθήνα, το οποίο καταρρίφθηκε το 1914.

Αργότερα βρέθηκε για αρκετά χρόνια στην Αμερική συνεχίζοντας την πετυχημένη του καριέρα ως αθλητής της πάλης (καθώς και ως προπονητής και πρόεδρος αθλητικού συλλόγου), ενώ παράλληλα έκανε καριέρα και ως τενόρος! Κατάφερε να γίνει ίσως και ο διασημότερος αθλητής της εποχής του έχοντας κατακτήσει 140 έπαθλα στην άρση βαρών και 251 στην ελεύθερη πάλη.

Το 1952, ο θρυλικός γίγαντας της άρσης βαρών επέστρεψε στην Πάτρα, όπου έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του μέχρι τις 15 Νοεμβρίου του 1966 όταν και πέθανε σε ηλικία 82 ετών. Το όνομά του έχει δοθεί στο Εθνικό Κλειστό Γυμναστήριο της Πάτρας, αλλά και σε δρόμο της πόλης.

_________________________________

Νίκος Γκάλης
Οι φίλαθλοι της καλαθοσφαίρισης τον αποκαλούν “θεό” και είναι πράγματι ο σημαντικότερος Έλληνας μπασκετμπολίστας, θα’ λεγε κανείς ο “πατέρας” του μπάσκετ στην Ελλάδα. Θεωρείται ο μεγαλύτερος σύγχρονος Έλληνας αθλητής και από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους παίκτες του μπάσκετ όλων των εποχών.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αμερική από οικογένεια Ελλήνων μεταναστών από τη Ρόδο. Από τα εφηβικά του χρόνια μπήκε δυναμικά στον χώρο του αθλήματος καταφέρνοντας γρήγορα να ξεχωρίσει για τις ασυναγώνιστες επιδόσεις του. Οι μεγάλοι αθλητικοί όμιλοι της Ελλάδας δεν άργησαν να αναζητήσουν συνεργασία μαζί του, αλλά εκείνος προτίμησε την ομάδα του Άρη, στην οποία εντάχθηκε το 1979.

Η παρουσία του στην ομάδα της Θεσσαλονίκης υπήρξε καθοριστική και πρωταγωνιστική στις πιο ένδοξες χρονιές της ιστορίας της. Κορυφαίος σκόρερ επί σειρά ετών και βασικός παράγοντας σε ιστορικές στιγμές της ομάδας του (πρωταθλήματα 1982, 1984-1990, Ευρωμπάσκετ 1987 κλπ), ο Γκάλης καθιερώθηκε εύκολα ως ο καλύτερος των καλύτερων του ελληνικού αλλά και του ευρωπαϊκού μπάσκετ.

Το 1992 βρέθηκε πλέον να παίζει με τα χρώματα του Παναθηναϊκού βοηθώντας την ομάδα να επιστρέψει μετά από πολλά χρόνια στις παλιές τις δόξες κατακτώντας ξανά το Κύπελλο Ελλάδος και παίρνοντας μέρος στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.

Ο Νίκος Γκάλης κέρδισε επάξια τον θαυμασμό και από μεγάλα ονόματα της καλαθοσφαίρισης, όπως ο Τζόρνταν, ο Σαμπόνις ή ο Πέτροβιτς, που τον αποθέωναν σε δηλώσεις τους για τις εξαιρετικές επιδόσεις του στο παρκέ.

Το 2017 έγινε ο πρώτος Έλληνας καλαθοσφαιριστής που εντάχθηκε στο Naismith Memorial Basketball Hall Of Fame κατοχυρώνοντας για πάντα το όνομά του στο παγκόσμιο στερέωμα του αθλήματος.
________________________________

Στέλιος Μηγιάκης
Ο Κρητικός αθλητής που έγινε ο πρώτος και μοναδικός Έλληνας παλαιστής που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στην Ελληνορωμαϊκή πάλη.

Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο και μεγάλωσε στην Ηλιούπολη της Αθήνας σε μια φτωχική, πολύτεκνη οικογένεια. Από 12 ετών παιδί βγήκε στη βιοπάλη κάνοντας διάφορες δουλειές για να βγάζει το ψωμί του. Όνειρό του ήταν να γίνει σαν τους παλαιστές που καθόταν και χάζευε στο Εθνικό Αθηνών.

Το όνειρό του πραγματοποιήθηκε το 1970, όταν αναδείχθηκε για πρώτη φορά πρωταθλητής Ελλάδας σε ηλικία 18 ετών. Συμμετείχε σε άλλα πέντε πανελλήνια πρωταθλήματα κατακτώντας πάντα στην 1η θέση στο άθλημα της Ελληνορωμαϊκής πάλης.

Η μεγαλύτερη και ιστορική του διάκριση ήρθε το 1980 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας, όπου έγινε ο πρώτος Έλληνας χρυσός Ολυμπιονίκης στην Ελληνορωμαϊκή πάλη. Η νίκη του απέναντι στον πρωταθλητή Ρώσο αντίπαλο έμεινε στην ιστορία και δοξάστηκε σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Συμμετείχε με εξαιρετικές επιδόσεις σε ευρωπαϊκά και παγκόσμια πρωταθλήματα κατακτώντας με ευκολία τις πρώτες θέσεις. Σε μια εποχή που το άθλημά του θεωρούταν ερασιτεχνικό και δεν υπήρχαν υποδομές για οικονομική στήριξη των αθλητών του, ο Στέλιος Μηγιάκης κατάφερε να το απογειώσει γράφοντας τις χρυσές σελίδες της ιστορίας του στη χώρα μας.

Όταν αποσύρθηκε και ως το 1990 εργάστηκε ως προπονητής της Εθνικής ομάδας.

_____________________________________

Στυλιανός Κυριακίδης
Γεννημένος στην Πάφο της Κύπρου υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες αθλητές του δρόμου αντοχής, Πανελληνιονίκης, Βαλκανιονίκης και πολλάκις νικητής στους Παγκύπριους αγώνες.

Το 1946, μετά την λήξη της γερμανικής κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου, ο Κυριακίδης βρέθηκε στον 50ο Διεθνή Μαραθώνιο της Βοστώνης στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Ισχνός και ταλαιπωρημένος από την Κατοχή αρχικά δεν έγινε δεκτός από την επιτροπή για να τρέξει στον αγώνα, καθώς θεωρούσαν πως δεν θα άντεχε και θα πέθαινε.

Με πείσμα, αποφασιστικότητα και μεγάλο πόθο να τρέξει για την χώρα του, ο “κοκαλιάρης Έλληνας” όχι μόνο αγωνίστηκε στον Μαραθώνιο της Βοστώνης, αλλά τερμάτισε και πρώτος πετυχαίνοντας μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Υπήρξε ο πρώτος αθλητής εκτός Αμερικής που κέρδισε τον μαραθώνιο της Βοστώνης και ο πρώτος που χρησιμοποίησε χρονομετρητή χειρός.
Κατέρριψε τότε επίσης το πανελλήνιο ρεκόρ του Σπύρου Λούη καταγράφοντας 2 ώρες, 29 λεπτά και 27 δεύτερα. Ο Σπύρος Λούης τον δέχτηκε στο σπίτι του στο Μαρούσι και του είπε: “Παιδί μου Στέλιο, να τρέχεις πάντα, γιατί εμείς οι Έλληνες γεννηθήκαμε για να τρέχουμε. Μόνο έτσι καταφέραμε να ζήσουμε τόσους αιώνες”.

 

Η νίκη του σπουδαίου 36χρονου αθλητή εντυπωσίασε το κοινό και ευαισθητοποίησε Αμερικανούς και Έλληνες ομογενείς, ενώ με δική του προτροπή στάλθηκε οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα και είδη πρώτης ανάγκης (“πακέτο Κυριακίδη”) για τους φτωχούς και ταλαιπωρημένους συμπατριώτες του.

Από τις διάφορες προσφορές που του έγιναν δεν αποδέχτηκε καμία και έλεγε χαρακτηριστικά: “Για μένα δεν θέλω τίποτα. Μόνο για την Ελλάδα… Σας παρακαλώ, μην ξεχάσετε τη χώρα μου”. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη προς τιμήν του για πρώτη φορά μετά την Κατοχή.

Πέθανε στην Αθήνα στις 10 Δεκεμβρίου του 1987 σε ηλικία 77 ετών.

______________________________

Μίμης Δομάζος
Ο γνωστός ως “Στρατηγός” του Παναθηναϊκού και της Εθνικής, Μίμης Δομάζος, έγινε ο πρώτος επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στην εποχή του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου και μέχρι σήμερα θεωρείται από τους καλύτερους Έλληνες ποδοσφαιριστές όλων των εποχών.

Από 17 ετών και για 20 ολόκληρα χρόνια έπαιζε με την ομάδα του Παναθηναϊκού με κορυφαία στιγμή τη συμμετοχή του στον τελικό του Γουέμπλεϊ το 1971 απέναντι στον Άγιαξ. Υπήρξε αρχηγός της ομάδας του τριφυλλιού για 15 χρόνια και κατάφερε να κερδίσει 9 πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα και το Βαλκανικό Κύπελλο Συλλόγων το 1977.

Καταγράφεται ως ο πρώτος παίκτης σε συμμετοχές στο ελληνικό πρωτάθλημα (536 με 139 τέρματα) και σίγουρα ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του μέχρι σήμερα.

Τον Νοέμβριο του 1980 σε φιλικό αγώνα με την Αυστραλία, ο σχεδόν 39χρονος τότε Μίμης Δομάζος τιμήθηκε για την πολυετή προσφορά του στο άθλημα, αλλά και συγκεκριμένα στον Σύλλογό του, ενώ έγινε τότε και ο μεγαλύτερος σε ηλικία παίκτης που σκόραρε ποτέ με τη φανέλα της Ελλάδας.

Το 2003 ψηφίστηκε από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία με εντολή της UEFA ως ο 2ος καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 χρόνων μετά τον θρυλικό Βασίλη Χατζηπαναγή.

_______________________________

Παναγιώτης Γιαννάκης
Άλλη μια κορυφαία φυσιογνωμία του ελληνικού μπάσκετ, πρωταγωνιστής μαζί με τον Νίκο Γκάλη στην μεγάλη εθνική επιτυχία του 1987, που διαμόρφωσε και καθιέρωσε μια για πάντα το άθλημα στην Ελλάδα.

Ο “δράκος”, όπως είναι το παρατσούκλι του στον αθλητικό κόσμο, έχει αγωνιστεί για τις ομάδες του Ιωνικού Νίκαιας, του Άρη, του Πανιωνίου και του Παναθηναϊκού και έχει κατακτήσει μια σειρά Κυπέλλων σε εθνικό, αλλά και διεθνές επίπεδο. Κατέχει πανευρωπαϊκό ρεκόρ συμμετοχών με 351 συμμετοχές στην Εθνική Ομάδα έχοντας έτσι κερδίσει και μια θέση στο Hall of Fame της Διεθνoύς Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης.

 

Ως προπονητής ξεκίνησε από την Εθνική Oμάδα, την οποία οδήγησε στην 4η θέση του Ευρωμπάσκετ του 1997 και στην 4η θέση επίσης του Μουντομπάσκετ του 1998. Το 2005 την έφερε πλέον και στην κορυφή της Ευρώπης κερδίζοντας το Ευρωμπάσκετ της χρονιάς. Έγινε τότε ο μοναδικός Ευρωπαίος που κατέκτησε το Ευρωμπάσκετ ως παίκτης και ως προπονητής. Το 2006 η ομάδα ήρθε δεύτερη παγκοσμίως με μια αξέχαστη νίκη επί της Αμερικής, που αποθέωσε τόσο τον ίδιο όσο και το αγαπημένο άθλημα.

_________________________________

Νίκος Κακλαμανάκης
Με μια ματιά και στα αθλήματα του υγρού στοιχείου, το πρώτο όνομα που έρχεται σε όλων το μυαλό είναι αυτό του Νίκου Κακλαμανάκη. Ο κορυφαίος Έλληνας ιστιοπλόος, που με τις επιδόσεις του κέρδισε δικαίως τον τίτλο “γιός του ανέμου”, είναι κάτοχος δύο Ολυμπιακών μεταλλίων (Ατλάντα 1996 και Αθήνα 2004).

Από μικρό παιδί ακόμα “όργωσε” τις θάλασσες του κόσμου και το 1997 έκανε τον διάπλου του Αιγαίου από το Σούνιο στην Κρήτη σε δύο μέρες πάνω στην ιστιοσανίδα του κατοχυρώνοντας το όνομά του στο “πάνθεον” του ελληνικού αθλητισμού.

Μετράει μέχρι σήμερα πρωτιές σε παγκόσμια πρωταθλήματα (1986, 1995, 1996, 2000, 2001), αλλά και σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις, ενώ η αξιοσημείωτη και πολλά υποσχόμενη αθλητική του καριέρα δεν έχει ακόμα φτάσει στο τέλος της.

________________________________

Ηλίας Ηλιάδης
Θέλοντας να υπάρχει μια ποικιλία αθλημάτων σ’ αυτό το αφιέρωμα, επιλέγω τέλος να αναφερθώ σε έναν αθλητή που τίμησε με την αξία του τα χρώματα της Ελλάδας όσο λίγοι παρόλο που το άθλημά του δεν έγινε ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλές.

Ο λόγος για τον Ηλία Ηλιάδη, Έλληνας μικρασιατικής καταγωγής από τη Γεωργία, αθλητής του ολυμπιακού αθλήματος του Τζούντο με δεκάδες πρωτιές και διακρίσεις. Έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να γίνει 4 φορές παγκόσμιος πρωταθλητής, 5 φορές πρωταθλητής Ευρώπης και δύο φορές Ολυμπιονίκης μεταξύ άλλων.

Η πρώτη του χρυσή επιτυχία ήρθε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στο Βουκουρέστι τον Μάιο του 2004, ενώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας που ακολούθησαν η αθλητική του αξία απογειώθηκε και μαζί με άλλο ένα χρυσό μετάλλιο το όνομά του κατοχυρώθηκε ανάμεσα στους κορυφαίους αθλητές της χώρας.

Σημαντικότερη επιτυχία του αποτελεί σίγουρα η νίκη του στην Ιαπωνία, τη γενέτειρα χώρα του αθλήματός του, κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα τζούντο και την κατηγορία των 90 κιλών.

Ο Ηλιάδης είναι ο λόγος που το ελληνικό κοινό έστρεψε την προσοχή του προς το άθλημα του Τζούντο και θεωρείται ο καλύτερος Έλληνας τζουντόκα όλων των εποχών με 13 μετάλλια (8 χρυσά, 2 ασημένια, 3 χάλκινα).

Πηγή: docuventa.gr

Αρθρογράφος: Άννα-Μαρία Κέκια

Προηγούμενο άρθροΈτοιμες έως το τέλος Ιουλίου οι τρεις διμερείς συμβάσεις του
Επόμενο άρθροΠου θα γίνουν δωρεάν rapid tests για κορωνο’ι’ό το Σάββατο 3 Ιουλίου στη Θεσσαλία