Καμπανάκι από τον Διοικητή της ΤτΕ

 

«Είναι νομίζω πλέον αυτονόητο για ποιο λόγο οι κεντρικές τράπεζες σήμερα ενδιαφέρονται για τη βιώσιμη ανάπτυξη: διότι χρηματοοικονομική σταθερότητα χωρίς βιωσιμότητα του αναπτυξιακού μοντέλου απλώς δεν νοείται», τόνισε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας σε ομιλία στην εκδήλωση «Προκλήσεις και προοπτικές για μία βιώσιμη ανάπτυξη.

 

Το κόστος της οικονομικής ανάπτυξης για το περιβάλλον αυξάνει όλο και περισσότερο. Είναι ενδεικτικό πως, και για τη φετινή χρονιά, τους πρώτους επτά μήνες εξαντλήσαμε όλους τους φυσικούς πόρους που μπορούν να ανανεώνουν τα οικοσυστήματα σε χρονικό διάστημα ενός έτους. Στη σημερινή συγκυρία, βασικό ζητούμενο, τόσο για τη δική μας όσο κυρίως για τις επόμενες γενιές, είναι η βιώσιμη ανάπτυξη, καθώς εντείνονται διαρκώς οι πιέσεις που δέχονται οι τρεις πυλώνες της: η κοινωνία, η οικονομία και, βέβαια, το περιβάλλον. Επομένως, ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας της ανάπτυξης σε ένα πλαίσιο βιωσιμότητας είναι κρίσιμος για την πορεία μας στο μέλλον, τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ.

 

Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, σε συνθήκες εξάντλησης των φυσικών πόρων παγκοσμίως, η έμφαση στην πιο αποτελεσματική χρήση τους και στην ελαχιστοποίηση της σπατάλης είναι αναγκαστικές και επείγουσες επιλογές. Το μοντέλο της «γραμμικής» οικονομίας που επικρατεί σήμερα (λήψη πόρων – κατασκευή – απόρριψη), και στο οποίο βασίζονται οι περισσότερες οικονομίες μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, δεν είναι πλέον βιώσιμο. Όπως «κυκλικά» λειτουργεί η φύση, έτσι και η λειτουργία των επιχειρήσεων μπορεί να γίνει αειφορική μέσα από την απόρριψη του «γραμμικού» τρόπου ανάπτυξης και την υιοθέτηση νέων προτύπων «κυκλικής» (circular) οικονομίας. Κυκλική οικονομία σημαίνει ότι η αξία των προϊόντων, των υλικών και των πόρων παραμένει στην οικονομία όσο το δυνατόν περισσότερο, ενώ η παραγωγή αποβλήτων περιορίζεται στο ελάχιστο.

 

Η μετάβαση στην κυκλική οικονομία απαιτεί παρεμβάσεις τόσο από την πλευρά της προσφοράς, όπως ο οικολογικός σχεδιασμός των προϊόντων ή η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής τους, όσο και από την πλευρά της ζήτησης, μέσω διαφορετικών καταναλωτικών και διατροφικών προτύπων από τα σημερινά, καθώς και αποτελεσματικότερη διαχείριση των αποβλήτων, με κατάλληλα οικονομικά κίνητρα και συμμετοχή της κοινωνίας. Η μετάβαση αυτή αναμένεται να επιδράσει θετικά στην παραγωγή, την απασχόληση, το κλίμα, τη φύση, τους φυσικούς πόρους και την κοινωνική ευημερία. Για παράδειγμα οι διατροφικές μας συνήθειες επηρεάζουν δραματικά τους φυσικούς πόρους του πλανήτη, τη γη και την κατανάλωση υδάτινων πόρων. Η μικρότερη κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων επιφέρει πολύ σημαντική εξοικονόμηση καλλιεργήσιμης γης, υδάτινων πόρων, μειώνει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και σταδιακά αποκαθιστά τα δάση και την άγρια φύση.

 

Στο δρόμο για τη βιώσιμη ανάπτυξη βρίσκεται η περιβαλλοντική πρόκληση, η οποία, στη σημερινή συγκυρία, είναι σημαντικότερη από ποτέ. Σύμφωνα με την έκθεση του World Economic Forum για το 2018, οι τρεις, μεταξύ των πέντε σοβαρότερων κινδύνων παγκοσμίως, είναι περιβαλλοντικοί και όλοι τους σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, σημείωσε μεαξύ άλλων ο Διοικητής της ΤτΕ.

 

‘Όπως είπε, σε αυτό το πλαίσιο, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επιλέξει να επενδύσει σημαντικά στο Στόχο 13 της βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, δηλαδή στη δράση για το κλίμα, έναν στόχο οριζόντιο, τα οφέλη του οποίου συμβάλλουν στην επίτευξη όλων των άλλων. Έτσι, τα τελευταία δέκα χρόνια η Τράπεζα της Ελλάδος συμμετέχει ενεργά στην έρευνα, τον εμπεριστατωμένο διάλογο και την παροχή επιστημονικής τεκμηρίωσης μέσω των δράσεων της διεπιστημονικής Επιτροπής για τη Μελέτη των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ).

 

Οι μελέτες, στο σύνολό τους, αναδεικνύουν τον πλούτο των φυσικών πόρων της Ελλάδας, αλλά κυρίως καταδεικνύουν τους κινδύνους που απειλούν το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον της χώρας, διαπιστώνοντας ότι η κλιματική αλλαγή έχει δυσμενείς έως εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας. Εάν κοστολογήσουμε το σενάριο της μη-δράσης για την κλιματική αλλαγή, το ελληνικό ΑΕΠ μπορεί, ceteris paribus, να μειώνεται, σε ετήσια βάση, κατά 2% μέχρι το 2050 και ακόμη περισσότερο μέχρι το 2100, ενώ το συνολικό κόστος για την ελληνική οικονομία, σωρευτικά μέχρι το 2100, είναι δυνατόν να φθάσει τα 701 δισεκ. ευρώ.

 

Σύμφωνα με την ανάλυση τρωτότητας, η οποία ποσοτικοποιεί και κατατάσσει τους αναμενόμενους κλιματικούς κινδύνους για την ελληνική επικράτεια, η γεωργία είναι ο τομέας που αναμένεται να πληγεί περισσότερο από την κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα, ενώ οι επιπτώσεις στον τουρισμό και τα παράκτια συστήματα θα επηρεάσουν σημαντικά το εισόδημα των νοικοκυριών και την οικονομία συνολικά. Ιδιαίτερη σημασία έχει επίσης ο τομέας των υδάτινων αποθεμάτων, από τα οποία εξαρτάται τόσο η γεωργία όσο και η ύδρευση.

 

Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, το μέχρι σήμερα έργο της ΕΜΕΚΑ έχει υπογραμμίσει τη σημασία ύπαρξης μιας συγκεκριμένης πολιτικής προσαρμογής, αναγκαίας ως μέτρου περιορισμού των ζημιών από την κλιματική αλλαγή. Για το λόγο αυτό, στο πλαίσιο Μνημονίου Συνεργασίας που υπογράφηκε με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και την Ακαδημία Αθηνών, σχεδιάσαμε την Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή, και τώρα σχεδιάζουμε την εξειδίκευση της εφαρμογής της. Η Στρατηγική αυτή καθορίζει τους γενικούς στόχους, τις κατευθυντήριες αρχές και τα εργαλεία εφαρμογής μιας αποτελεσματικής και αναπτυξιακής στρατηγικής προσαρμογής, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και τη διεθνή εμπειρία. Επιπλέον, αποτελεί το πρώτο βήμα σε μια διαρκή και ευέλικτη διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης των αναγκαίων μέτρων προσαρμογής σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και φιλοδοξεί να αποτελέσει μοχλό κινητοποίησης των δυνατοτήτων της ελληνικής πολιτείας, της οικονομίας και ευρύτερα της κοινωνίας προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής τα επόμενα χρόνια.

ΠΗΓΗ

Προηγούμενο άρθροΧαμηλός ο τζίρος στο χρηματιστήριο
Επόμενο άρθροNέα «καμπανάκια» για τις επενδύσεις