Τα τελευταία χρόνια, στο μυαλό της Μίνας Φειδά- Νταή, τριγυρνούσε μια ιδέα που σε πολλούς θα φαινόταν τρελή: Υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, η εταιρία που ίδρυσε ο παππούς της, Ιωάννης Φειδάς, το 1919, θα έπρεπε να ζήσει για να γιορτάσει τον έναν αιώνα λειτουργίας. Λίγες μέρες μόνο χωρίζουν την ιστορική, μεγαλύτερη υποδηματοποιία της χώρας από αυτά τα «γενέθλια» και, παρότι ο στόχος επετεύχθη, γιορτή δεν υπάρχει.

 

Ο λόγος είναι ότι η εταιρία συνεχίζει να περνά δύσκολα. Η εταιρία που έμαθε τους Έλληνες να αγαπούν τα ελληνικά παπούτσια, γλίτωσε τη χρεοκοπία, όμως πρέπει να ακολουθήσει το πλάνο εξυγίανσης που η ίδια είχε καταθέσει. Για την ιδιοκτήτρια της επιχείρησης, που –λίγοι ξέρουν- έχει και την ιδιότητα της συγγραφέως με το ψευδώνυμο Νίνα Ντάφη, αυτό δεν είναι κάτι που την τρομάζει. Άλλωστε, δύσκολα έχει περάσει πολλές φορές. Όπως το 1999, όταν ο καταστροφικός σεισμός της Αθήνας έπληξε το εργοστάσιο της Boxer, στους πρόποδες της Πάρνηθας, σχεδόν καταστρέφοντάς το. Τότε, η ίδια παράτησε το –επίσης κατεστραμμένο- σπίτι της και ενέπνευσε τους εργαζόμενους να αγωνιστούν για την εταιρία, για την αξιοπρέπειά τους, όπως έλεγε. Και τα κατάφερε. Τα προϊόντα δεν έλειψαν από την αγορά και η εταιρία ορθοπόδησε.

 

Και μετά, ήρθε η κρίση. Εκεί που η Boxer «έλαμπε», πουλώντας 1 εκατ. ζευγάρια παπούτσια το χρόνο σε Ελλάδα και εξωτερικό, χτυπήθηκε βάναυσα. «Υπέγραψα τη σωτηρία της Boxer Φειδάς με την ίδια μου την περιουσία», έλεγε, επισημαίνοντας ότι χρωστά τα πάντα στους εργαζόμενους και τα στελέχη της. Και, ως «ανταπόδοση», όντως ρευστοποίησε μεγάλο μέρος της προσωπικής της περιουσίας, σε μια κίνηση που ελάχιστοι βιομήχανοι θα έκαναν.

 

Σήμερα, δίνει έναν ακόμα αγώνα. Οι εργαζόμενοι είναι λιγότεροι, 120 από 400 το 2010 (μέσω συνταξιοδοτήσεων) και οι παραγγελίες κυμαίνονται από 20-25.000 ζευγάρια. Η ίδια, στον αιώνα λειτουργίας της Boxer, συνηθίζει να λέει ότι «θα τα καταφέρουμε» και ότι «δεν θέλω να μου χαριστεί τίποτα», αφού δεσμεύθηκε ότι θα πληρωθούν όλες οι οφειλές. Το στοίχημα και η επένδυση για τα 101 χρόνια της εταιρίας, είναι να συνεχίσει να παράγει, να παράγει ποιοτικά και να πουλάει σε μια «νέα αγορά»: Αυτή του διαδικτύου…

 

 

ΠΗΓΗ

Προηγούμενο άρθροΝέες κατολισθήσεις βράχων στο Πλωμάρι
Επόμενο άρθροTο φλερτ του Άγγλου και το ερώτημα για Guo