Θαλάσσιες ζώνες, χωρικά ύδατα, υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Αποστρατικοποίηση νησιών και γκρίζες ζώνες. Διάκριση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Τι σημαίνουν οι όροι που χρησιμοποιούνται στα ελληνοτουρκικά και πόσο καλά τους γνωρίζουμε. Μπορεί η Ελλάδα να ασκήσει πλήρως αυτό που ονομάζουμε κυριαρχικά δικαιώματα χωρίς μία συμφωνία με την Τουρκία; Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι μονόδρομος ή υπάρχουν και άλλοι τρόποι επίλυσης με διεθνή διαιτησία της ελληνοτουρκικής διαφοράς;
Ο Ευθύμιος Παπασταυρίδης, Ερευνητής και Διδάσκων στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και επισκέπτης λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, εξηγεί την ορολογία των ελληνοτουρκικών στο in και διευκρινίζει πως σε περιοχές που είναι υπό οριοθέτηση, τα εμπλεκόμενα Κράτη έχουν μόνο «αξιώσεις» (‘claims’ or ‘entitlements’) σε υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ και όχι κυριαρχικά δικαιώματα.
Σημειώνει δε πως κατά το διεθνές δίκαιο τα μέρη μιας διαφοράς οριοθέτησης οφείλουν να αυτοπεριορίζονται στις δραστηριότητες τους και να μην προβαίνουν σε ενέργειες που θα υπονομεύσουν ή διακινδυνεύσουν την τελική λύση της διαφοράς…
Τι εννοούμε όταν μιλάμε για θαλάσσιες ζώνες;
Οι θαλάσσιες ζώνες είναι οι περιοχές της θάλασσας εκείνες στις οποίες το παράκτιο κράτος ασκεί είτε κυριαρχία (βλ. αιγιαλίτιδα ζώνη ή χωρικά ύδατα), είτε κυριαρχικά δικαιώματα και δικαιοδοσία (βλ. υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη), είτε μόνο δικαιοδοσία (βλ. συνορεύουσα ζώνη). Όλες οι θαλάσσιες ζώνες του παράκτιου κράτους μετρώνται από τις γραμμές βάσης, οι οποίες σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο χαράσσονται είτε κατά μήκος της φυσικής ακτογραμμής (κανονικές γραμμές βάσης), είτε εξωτερικά νησίδων εγγύς της ακτογραμμής ή στις εισόδους εσοχών της ακτογραμμής ή άλλων κολπώσεων (ευθείες γραμμές βάσης). Η Ελλάδα χρησιμοποιεί το σύστημα των κανονικών γραμμών βάσεως, πλην της περιοχής του Ιονίου Πελάγους και των Ιονίων νήσων, όπου από το 2020 έχει χαράξει ευθείες γραμμές βάσης.
Τα ύδατα εσωτερικά των γραμμών βάσεως, δηλαδή κυρίως οι κόλποι, οι λιμένες και οι εκβολές των ποταμών, ονομάζονται εσωτερικά ύδατα και εξομοιώνονται από την άποψη της κυριαρχίας προς το χερσαίο έδαφος.
Από τις προαναφερθείσες θαλάσσιες ζώνες, η Ελλάδα έχει αιγιαλίτιδα ζώνη, υφαλοκρηπίδα, ενώ το 2020 κήρυξε Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) νοτίως της Κρήτης, Κάσου, Καρπάθου και νοτιοδυτικώς της Ρόδου, ανάμεσα στον 26ο και 28ο μεσημβρινό.
Τι είναι τα χωρικά ύδατα;
Τα χωρικά ύδατα, ή αλλιώς αιγιαλίτιδα ζώνη ή χωρική θάλασσα, είναι η θαλάσσια ζώνη, η οποία εκτείνεται πέρα από την ξηρά και τα εσωτερικά ύδατα, και επί της οποίας το παράκτιο Κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία. Η κυριαρχία είναι πλήρης με την έννοια ότι δεν περιορίζεται σε ορισμένες μόνο δραστηριότητες ή δικαιώματα, αλλά περιλαμβάνει το σύνολο των αρμοδιοτήτων που το Κράτος ασκεί στο έδαφος του, στην ουσία εξομοιώνεται με αυτό. Η αιγιαλίτιδα ζώνη περιλαμβάνει το βυθό και το υπέδαφος της σχετικής θαλάσσιας περιοχής, καθώς και τον υπερκείμενο εναέριο χώρο.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφο 3 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση ΔΘ), «η κυριαρχία επί της χωρικής θάλασσας ασκείται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση και τους άλλους κανόνες του διεθνούς δικαίου».
Επομένως, η κυριαρχία του παράκτιου Κράτους στα χωρικά ύδατα περιορίζεται, αφενός, από τις ειδικές ρυθμίσεις της Σύμβασης ΔΘ, κυρίως με το θεσμό της αβλαβούς διέλευσης, αφετέρου από τις γενικές υποχρεώσεις και περιορισμούς που επιβάλλει το διεθνές δίκαιο στην άσκηση της κυριαρχίας των Κρατών. Ασφαλώς, ο πιο σημαντικός περιορισμός της κυριαρχίας του παράκτιου Κράτους στα χωρικά του ύδατα είναι το δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης, δηλ. στο δικαίωμα των πλοίων όλων των Κρατών, συμπεριλαμβανομένων των πολεμικών πλοίων, να διέρχονται από τα χωρικά ύδατα χωρίς να ζητήσουν πρότερη έγκριση του παράκτιου Κράτους.
Πώς καθορίζονται τα χωρικά ύδατα;
Τα χωρικά ύδατα είναι η μια από τις δύο θαλάσσιες ζώνες του παράκτιου Κράτους (η άλλη είναι η υφαλοκρηπίδα), η οποία δεν χρειάζεται επίσημη κήρυξη από το παράκτιο Κράτος. Χωρικά ύδατα έχουν αυτοδικαίως όλα τα παράκτια Κράτη. Είθισται τα Κράτη να κοινοποιούν τη νομοθεσία σχετικά με το εύρος των χωρικών υδάτων στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών για να γίνεται ευρέως γνωστή, όπως π.χ. έκανε και η Ελλάδα (https://www.un.org/depts/los/LEGISLATIONANDTREATIES/STATEFILES/GRC.htm).
Ως προς το εσωτερικό όριο των χωρικών υδάτων, όπως προαναφέρθηκε, ο προσδιορισμός της έκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης, αλλά και των άλλων θαλασσίων ζωνών, προϋποθέτει τον καθορισμό σημείων κατά μήκος της ακτογραμμής, από τα οποία θα μετρηθούν τα εξωτερικά όρια της. Από τη Σύμβαση ΔΘ προκύπτει ότι η μέτρηση του εύρους των χωρικών υδάτων (άρθρο 3) γίνεται από τις γραμμές βάσης, δηλαδή, όπως ελέχθη, από τις γραμμές εκείνες, νοητές ή φυσικές, από τις οποίες μετρώνται η αιγιαλίτιδα ζώνη και οι υπόλοιπες ζώνες των παρακτίων Κρατών.
Ως προς το εξωτερικό όριο, σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης ΔΘ κάθε παράκτιο Κράτος έχει δικαίωμα να καθορίσει το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης μέχρι το ανώτατο όριο που ορίζει το διεθνές δίκαιο, ήτοι 12 ναυτικά μίλια (ένα ναυτικό μίλι ισούται με 1852 μέτρα) από τις γραμμές βάσης. Το όριο αυτό προκύπτει από την ίδια τη Σύμβαση ΔΘ και από το διεθνές εθιμικό δίκαιο, δηλαδή δεσμεύει και Κράτη που δεν έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση ΔΘ, όπως οι ΗΠΑ, η Τουρκία, η Λιβύη κ.α.
Αντίστοιχα, ο καθορισμός σε έκταση μικρότερη των 12 ν.μ. ούτε φυσικά απαγορεύεται, αλλά ούτε οδηγεί στην αυτοδίκαιη απώλεια του δικαιώματος της επέκτασης στο μέλλον, εκτός εάν το κράτος παραιτηθεί ρητά του δικαιώματος. Η Ελλάδα έχει καταθέσει δήλωση κατά την υπογραφή και επικύρωση της Σύμβασης ΔΘ ότι θα ασκήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από τη Σύμβαση όταν το αποφασίσει.
Έως τον Ιανουάριο 2021, τα χωρικά ύδατα της Ελλάδος είχαν εύρος έξι ν.μ. από τις γραμμές βάσεις του ηπειρωτικού και νησιωτικού εδάφους, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (Α.Ν. 230/1936). Με βάση όμως τον Ν. 4767/2021 η Ελλάδα επέκτεινε τα χωρικά ύδατα και τον αντίστοιχο εναέριο χώρο στο Ιόνιο Πέλαγος και στους Ιονίους Νήσους από τα βόρεια της Κέρκυρας έως το Ακρωτήριο Ταίναρο σε 12 ν.μ., όπως δικαιούτο από το προαναφερθέν άρθρο 3 της Σύμβασης ΔΘ. Η Ελλάς επιφυλάχθηκε ότι θα ασκήσει και στις λοιπές περιοχές της επικράτειας τα δικαιώματά της περί επέκτασης των χωρικών υδάτων.
Ποια η σχέση χωρικών υδάτων με τον Εθνικό Εναέριο Χώρο;
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφο 2 της Σύμβασης Δικαίου της Θάλασσας, η κυριαρχία του παράκτιου κράτους εκτείνεται και στον εναέριο χώρο πάνω από τα χωρικά ύδατα καθώς και στο βυθό και υπέδαφός της. Άρα, απλά, όση έκταση χωρικών υδάτων έχει ένα παράκτιο Κράτος στη θάλασσα, άλλη τόση έκταση θα πρέπει θεωρητικά να έχει και στον εθνικό εναέριο χώρο.
Στην περίπτωση της Ελλάδος διαπιστώνεται μια απόκλιση, αφού η κείμενη ελληνική νομοθεσία (Π.Δ. της 6ης/18ης Σεπτεμβρίου 1931) προβλέπει ότι για τον προσδιορισμό του εθνικού εναέριου χώρου υπεράνω των χωρικών υδάτων, το εύρος των χωρικών υδάτων ορίζεται στα 10 ν.μ. Η απόκλιση αυτή δεν ισχύει πλέον για τις περιοχές του Ιονίου Πελάγους και των Ιονίων Νήσων, όπου ο εθνικός εναέριος χώρος είναι 12 ν.μ. Προδήλως, όταν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα και στις υπόλοιπες περιοχές της επικράτειας της θα αναδιαμορφώσει αντίστοιχα και τον εθνικό εναέριο χώρο.
Τι είναι υφαλοκρηπίδα;
Η υφαλοκρηπίδα συνιστά, κατ’ αρχήν, γεωλογικό φαινόμενο, το οποίο περιγράφει την φυσική προέκταση του χερσαίου εδάφους κάτω από την θάλασσα μέχρι το σημείο όπου σημειώνεται μια απότομη κλίση προς την ωκεάνια άβυσσο. Κατά το διεθνές δίκαιο, και δη το άρθρο 76 της Σύμβασης ΔΘ και το διεθνές εθιμικό δίκαιο, «η υφαλοκρηπίδα αποτελείται από το θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφος των υποθαλάσσιων περιοχών που εκτείνονται σε όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης του χερσαίου εδάφους ως το εξωτερικό όριο του υφαλοπλαισίου ή σε απόσταση 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσης, στις περιπτώσεις που το εξωτερικό όριο του υφαλοπλαισίου δεν εκτείνεται μέχρι αυτή την απόσταση».
Με άλλα λόγια, ένα παράκτιο Κράτος θα έχει οπωσδήποτε υφαλοκρηπίδα που θα εκτείνεται 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσης του (νομικά, ωστόσο, η υφαλοκρηπίδα ξεκινά από τα εξωτερικά όρια των χωρικών υδάτων), εκτός εάν η γεωμορφολογία του υπεδάφους του επιτρέπει να διεκδικήσει παραπάνω υφαλοκρηπίδα («εξωτερική υφαλοκρηπίδα», όπως κοινώς ονομάζεται.
Σημειωτέον ότι η Ελλάδα, όπως και κανένα Κράτος της Μεσογείου, δεν μπορεί να έχει 200 ν.μ. υφαλοκρηπίδα, λόγω του περιορισμένου εύρους της λεκάνης της Μεσογείου.
Το παράκτιο Κράτος διαθέτει, όπως τόνισε και το Διεθνές Δικαστήριο στις Υποθέσεις Υφαλοκρηπίδας Βορείου Θάλασσας (1969), κυριαρχικά δικαιώματα ipso facto (αυτοδικαίως) και ab initio (εξ’υπαρχής) επί της υφαλοκρηπίδας του. Προκειμένου να γίνει αντιληπτή η έννοια των «κυριαρχικών δικαιωμάτων», πρέπει να την αντιδιαστείλουμε με την έννοια της «κυριαρχίας».
Η «κυριαρχία» συνεπάγεται τη δυνατότητα άσκησης όλων των αρμοδιοτήτων του Κράτους, ενώ το «κυριαρχικό δικαίωμα» είναι σαφώς περιορισμένο και σημαίνει δικαίωμα ειδικού σκοπού, συγγενούς προς την εδαφική κυριαρχία, αλλά πιο λειτουργικής φύσεως. Εν ολίγοις, τα «κυριαρχικά δικαιώματα» δεν συνιστούν «κυριαρχία», ούτε αντίστοιχα, η υφαλοκρηπίδα συνιστά έδαφος του Κράτους.
Σύμφωνα με το άρθρο 77 της Σύμβασης ΔΘ, τα κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας είναι αποκλειστικά δικαιώματα, δηλαδή αν το παράκτιο Κράτος δεν εκμεταλλεύεται την υφαλοκρηπίδα του, κανείς δεν μπορεί να αναλάβει σχετική δραστηριότητα χωρίς τη ρητή συναίνεσή του, καθώς επίσης τα δικαιώματα αυτά δεν εξαρτώνται από οποιαδήποτε ρητή διακήρυξη.
Όσον αφορά στο περιεχόμενό τους, αυτό είναι η εξερεύνηση και η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους της υφαλοκρηπίδας. Ως φυσικοί πόροι νοούνται τα ορυκτά και οι άλλοι μη ζώντες οργανισμοί του βυθού και του υπεδάφους του, καθώς επίσης και οι ζώντες οργανισμοί που ανήκουν στα καθιστικά είδη (π.χ. σπόγγοι, κοράλλια, μύδια, μαργαριτάρια κ.ά.) (άρθρο 77 παρ. 4).
Τι είναι ΑΟΖ;
Κατά τη Σύμβαση Δικαίου της Θάλασσας και το εθιμικό διεθνές δίκαιο, η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) ορίζεται ως η πέραν και παρακείμενη της αιγιαλίτιδας ζώνης θαλάσσια περιοχή, το εύρος της οποίας μπορεί να φτάσει τα 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσης. Πρόκειται για μια θαλάσσια ζώνη με καθεστώς αμιγώς λειτουργικό, το οποίο συνίσταται αφενός σε δικαιώματα του παράκτιου Κράτους και αφετέρου σε δικαιώματα και ελευθερίες των υπολοίπων Κρατών.
Πιο συγκεκριμένα, τα παράκτια Κράτη έχουν α) κυριαρχικά δικαιώματα για την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση των πόρων του βυθού της ΑΟΖ με βάση της διατάξεις της υφαλοκρηπίδας, β) κυριαρχικά δικαιώματα για την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση των ζώντων πόρων της ΑΟΖ (αλιεία), γ) δικαιώματα για την οικονομική-ενεργειακή εκμετάλλευση της ζώνης αυτής, π.χ. των ρευμάτων, των κυμάτων, καθώς και των υπερκείμενων της θάλασσας ανέμων (αιολικά πάρκα ενέργειας), δ) αρμοδιότητα για την λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για i) την προστασία και διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, ii) τη θαλάσσια επιστημονική έρευνα και iii) την εγκατάσταση τεχνητών νήσων και άλλων κατασκευών (άρθρο 56 παρ. 1 Σύμβασης ΔΘ).
Τα δε τρίτα Κράτη έχουν δικαίωμα να ασκούν τις ελευθερίες, τις οποίες αναγνωρίζει ρητά η Σύμβαση ΔΘ και αφορούν στη ναυσιπλοΐα, την υπέρπτηση, την τοποθέτηση υποβρυχίων καλωδίων και αγωγών, καθώς και άλλες συναφείς με αυτές χρήσεις (άρθρο 58 παρ. 1 Σύμβασης ΔΘ).
Σε αντίθεση με την υφαλοκρηπίδα, τα δικαιώματα και οι λοιπές αρμοδιότητες του παράκτιου Κράτους στην ΑΟΖ προϋποθέτουν ρητή διακήρυξη από το παράκτιο Κράτος, συνήθως με εσωτερική νομοθεσία του, ενώ κατά το άρθρο 75 της Σύμβασης ΔΘ απαιτείται και η κατάθεση των σχετικών συντεταγμένων στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών (Division of Ocean Affairs and the Law of the Sea).
Μέχρι το 2020, η Ελλάς δεν είχε κηρύξει ΑΟΖ πουθενά στην επικράτεια. Εντούτοις, με το άρθρο 2 του Νόμου 4717 της 28ης Αυγούστου 2020, με τον οποίο η Βουλή κύρωσε τη Συμφωνία Οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Αιγύπτου, για πρώτη φορά κήρυξε έστω και τμηματικά, ήτοι στις θαλάσσιες περιοχές που οριοθετήθηκαν με την Αίγυπτο (νοτίως της Κρήτης, Κάσου, Καρπάθου, και νοτιοδυτικά της Ρόδου), ΑΟΖ.
Τι είναι διεθνή ύδατα; Τι δραστηριότητες μπορούν να λάβουν χώρα σε διεθνή ύδατα, χωρίς ενημέρωση άλλης χώρας;
Τα διεθνή ύδατα, ή νομικά ορθότερον, η ανοικτή θάλασσα δεν αποτελεί ασφαλώς γεωγραφικό όρο, αλλά έναν αμιγώς νομικό όρο, ο οποίος χαρακτηρίζει τις θαλάσσιες περιοχές εκείνες που δεν υπόκεινται ούτε στην κυριαρχία, αλλά ούτε και στη δικαιοδοσία του παράκτιου Κράτους. Πρόκειται, λοιπόν, για θαλάσσια ζώνη, η οποία ορίζεται αναγκαία αρνητικά, δηλαδή σε αντιδιαστολή με τις ζώνες κυριαρχίας ή δικαιοδοσίας του παράκτιου Κράτους (αιγιαλίτιδα ζώνη και ΑΟΖ, όπου υφίσταται).
Η ανοικτή θάλασσα διέπεται από την αρχή της ελευθερίας των θαλασσών, η οποία ορίζεται, κατά πρώτον, αρνητικά, ήτοι ότι κανένα τμήμα της ανοικτής θάλασσας δεν υπόκειται σε κρατική κυριαρχία (άρθρο 89) και κατά δεύτερον, θετικά, δηλαδή, ότι η ανοικτή θάλασσα είναι ελεύθερη για όλα τα Κράτη, παράκτια ή περίκλειστα (άρθρο 87).
Ως προς το περιεχόμενο της ελευθερίας της ανοικτής θάλασσας, η ανωτέρω διάταξη ορίζει ότι περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, α) την ελευθερία ναυσιπλοΐας, β) την ελευθερία υπέρπτησης, γ) την ελευθερία τοποθέτησης υποβρυχίων καλωδίων και αγωγών, δ) την ελευθερία τοποθέτησης τεχνητών νήσων και άλλων εγκαταστάσεων, ε) την ελευθερία αλιείας και στ) την ελευθερία επιστημονικής έρευνας. Ο συγκεκριμένος κατάλογος είναι προδήλως ενδεικτικός (από την χρήση της φράσης «μεταξύ άλλων» στην αρχή της διάταξης), και γίνεται δεκτό ότι περιλαμβάνει και δραστηριότητες, όπως τα ναυτικά γυμνάσια, ο ανεφοδιασμός των πλοίων κ.ο.κ.
Όλες οι χώρες έχουν δικαίωμα να ασκούν τις ως άνω ελευθερίες με ορισμένους περιορισμούς κατά το διεθνές δίκαιο. Καταρχάς, όπως προβλέπει στο άρθρο 87 πάρα 2 της Σύμβασης ΔΘ, οι ελευθερίες της ανοικτής θάλασσας ασκούνται από τα Κράτη «λαμβάνοντας προσηκόντως υπόψη τα συμφέροντα των άλλων Κρατών κατά την άσκηση της ελευθερίας της ανοικτής θάλασσας».
Επίσης, όσον αφορά συγκεκριμένα στην πόντιση καλωδίων, όλα τα Κράτη δικαιούνται να τοποθετούν υποβρύχια καλώδια στο βυθό της ανοικτής θάλασσας, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών που κείνται εντός υφαλοκρηπίδας άλλου παράκτιου Κράτους, υπό τους όρους του άρθρου 79 της Σύμβασης ΔΘ. Σύμφωνα με το άρθρο 79 παρα 2, «επιφυλασσομένου του δικαιώματος του να λαμβάνει πρόσφορα μέτρα για την εξερεύνηση της υφαλοκρηπίδας, την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της και την πρόληψη, μείωση και έλεγχο της ρύπανσης από αγωγούς, το παράκτιο κράτος δεν μπορεί να εμποδίζει την τοποθέτηση ή συντήρηση αυτών των καλωδίων ή αγωγών».
Από τη διάταξη αυτή συνεπάγεται ότι στις περιοχές εκείνες που εκμεταλλεύεται τους φυσικούς πόρους της υφαλοκρηπίδας το παράκτιο Κράτος έχει σαφώς προτεραιότητα έναντι τρίτων Κρατών, δηλαδή, απλά, μπορεί να αρνηθεί στο τρίτο Κράτος να ποντίσει το καλώδιο εκεί που εκμεταλλεύεται την υφαλοκρηπίδα του και να υποδείξει άλλη πορεία. Σε κάθε περίπτωση, δυνάμει και της αρχής της καλής πίστης, όλα τα Κράτη πρέπει να ενημερώνουν το παράκτιο Κράτος για την πρόθεσή τους να ποντίσουν υποβρύχια καλώδια επί της υφαλοκρηπίδας του, καθώς και για οποιεσδήποτε προπαρασκευαστικές εργασίες, συμφυείς με αυτή την ελευθερία.
Σχετικά με τα ωκεανογραφικά στην ανοικτή θάλασσα, πρόκειται περί της ελευθερίας θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας, η οποία ρυθμίζεται, πέραν του άρθρου 87(1)(στ΄), στο Μέρος XIII της Σύμβασης ΔΘ, όπου επαναλαμβάνεται ο κανόνας ότι όλα τα Κράτη και οι αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί έχουν το δικαίωμα να διεξάγουν θαλάσσια επιστημονική έρευνα πέρα από το εξωτερικό όριο της ΑΟΖ, δηλαδή σε περιοχές ανοικτής θάλασσας (άρθρο 257).
Τέλος, τα «περιβαλλοντικά» δεν είναι ελευθερία της ανοικτής θάλασσας, αλλά αντίθετα υποχρέωση όλων των Κρατών να προστατεύουν το θαλάσσιο περιβάλλον (βλ. και άρθρο 192 της Σύμβασης ΔΘ). Στην ανοικτή θάλασσα την ευθύνη για την προστασία αυτή την έχει κάθε Κράτος που εμπλέκεται σε μια σχετική δραστηριότητα (π.χ. ναυσιπλοΐα, αλιεία, υποβρύχια καλώδια κ.ο.κ.). Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε τη διάταξη του άρθρου 194 παρα 2 της Σύμβασης ΔΘ, σύμφωνα με την οποία, «τα κράτη πρέπει να λάβουν όλα τα μέτρα που είναι απαραίτητα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι δραστηριότητες μέσα στη δικαιοδοσία ή τον έλεγχό τους διεξάγονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην προκαλείται ζημιά από ρύπανση σε άλλα κράτη και στο περιβάλλον τους».
Τι είναι «γκρίζες ζώνες»;
«Γκρίζες ζώνες» είναι ένας πολιτικός και όχι νομικός όρος που χαρακτηρίζει τις διεκδικήσεις από την Τουρκία της ελληνικής κυριαρχίας σε ορισμένα νησιά και νησίδες στη θαλάσσια περιοχή του Αιγαίου, της Ανατολικής Μεσογείου, ακόμη και εγγύς της Κρήτης, που προωθεί η Τουρκία μετά την κρίση των Ιμίων (1995-1996). Αν και ποτέ δεν έχει επίσημά υποβληθεί στην Ελλάδα έγγραφο με την πλήρη λίστα των σχετικών νησιών που διεκδικεί η γείτονα χώρα, κατά καιρούς έχουν προβάλει διεκδικήσεις για τα εξής νησιά, πέραν των Ιμίων: Οινούσες, Άγιος Ευστράτιος, Παναγιά, Φύμαινα, Φούρνοι, Αγαθονήσι, Αρκιοί, Φαρμακονήσι, Καλόλιμνος, Ψέριμος, Γιαλί, Λεβίθα, Σύρνα, Δίας (βόρεια του Ηρακλείου), Διονυσάδες (στην περιοχή της Σητείας), Γαύδος, Γαϊδουρονήσι (νότια της Ιεράπετρας), Κουφονήσι (Ν.Α. Λασιθίου) κ.α.
Οι ως άνω διεκδικήσεις βασίζονται στο επιχείρημα της Τουρκίας ότι τα ανωτέρω νησιά ουδέποτε μεταβιβάσθηκαν στην Ελλάδα με βάση τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις, και, ως εκ τούτου, αυτά παραμένουν υπό την κυριαρχία της, ως διαδόχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το επιχείρημα αυτό η Τουρκία το στηρίζει σε μια δική της ερμηνεία των διεθνών συμβάσεων και πράξεων που καθορίζουν την κυριαρχία της Ελλάδας επί των νησιωτικών αυτών σχηματισμών, ιδίως δε της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης του 1923 και της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του 1947.
Η ερμηνευτική προσέγγιση της Τουρκία είναι νομικώς αίολη σύμφωνα και με τους κανόνες ερμηνείας των διεθνών συνθηκών της Σύμβασης της Βιέννης του 1969. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι η Ελλάδα ασκεί επί μακρόν πραγματική και αδιάκοπη διοίκηση στους σχηματισμούς αυτούς («αρχή της αποτελεσματικότητας») αποδυναμώνει έτι περαιτέρω τους Τουρκικούς ισχυρισμούς.
Γιατί η Τουρκία απαιτεί αποστρατικοποίηση των νησιών; Υπάρχει βάση στην εν λόγω διεκδίκηση;
Η Τουρκία εμμένει ότι η Ελλάδα υπέχει υποχρεώσεις αποστρατιωτικοποίησης πολλών νησιών του Αιγαίου, καθώς και της Δωδεκανήσου. Συγκεκριμένα, η Τουρκία προβάλλει, πρώτον, την υποχρέωση αποστρατιωτικοποίησης των νησιών Λήμνου και Σαμοθράκης, η οποία όντως ίσχυσε για μικρό χρονικό διάστημα, αλλά καταργήθηκε συμβατικά.
Η Συνθήκη της Λωζάννης της 24ης Ιουλίου 1923 περί των Στενών προέβλεπε πράγματι την αποστρατιωτικοποίηση, τόσο της περιοχής του Βοσπόρου, του Ελλησπόντου, της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών από πλευράς Τουρκίας, όσο και την ανάλογη αποστρατιωτικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης από πλευράς Ελλάδος.
Οι ρυθμίσεις αυτές καταργήθηκαν με τη Σύμβαση του Montreux του 1936, η οποία ρητά αναφέρει στο προοίμιο της ότι αντικαθιστά εκείνη της Λωζάννης του 1923. Κατά το διεθνές δίκαιο, όταν τερματίζεται η ισχύς μιας συνθήκης, o τερματισμός αφορά σε όλες τις διατάξεις μιας συνθήκης, εκτός αν είναι διαφορετική η βούληση των μερών, το οποίο δεν ισχύει εν προκειμένω. Επομένως, δεν υφίσταται καμία υποχρέωση αποστρατιωτικοποίησης των νησιών Λήμνου και Σαμοθράκης για την Ελλάδα.
Δεύτερον, η Τουρκία προβάλλει το καθεστώς μερικής αποστρατιωτικοποιήσεως που επιβλήθηκε στην Ελλάδα με τη Συνθήκη ειρήνης της Λωζάννης της 24ης Ιουλίου του 1923 ως προς τα νησιά Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο και Ικαρία, την οποία η Ελλάδα την τηρεί.
Τέλος, με το άρθρο 14 παρα 2 της Συνθήκης Ειρήνης της 10 Φεβρουαρίου 1947 που συνήψαν τα σύμμαχα και συνασπισμένα κράτη με την Ιταλία, επιβλήθηκε στην Ελλάδα η υποχρέωση να αποστρατιωτικοποιήσει τη Δωδεκάνησο. Η Τουρκία, αν και δεν είναι από τα συμβαλλόμενα μέρη της Συνθήκης Ειρήνης, προβάλλει ότι η Ελλάδα δεν τηρεί τις εν λόγω δεσμεύσεις της.
Ωστόσο, η Τουρκία δεν μπορεί να επικαλεσθεί κατά το διεθνές δίκαιο την ευθύνη της Ελλάδος για ενδεχόμενες παραβιάσεις της Συνθήκης Ειρήνης για τους εξής λόγους: πρώτον, η Τουρκία δεν είναι «ζημιωθέν κράτος» υπό την έννοια του δικαίου της διεθνούς ευθύνης (βλ. άρθρο 42 των Άρθρων για τη Διεθνή Ευθύνη των Κρατών), καθώς η Ελλάδα δεν ανέλαβε καμία συμβατική υποχρέωση έναντι της Τουρκίας. Δεύτερον, η υπό συζήτηση υποχρέωση δεν συνιστά υποχρέωση έναντι της διεθνούς κοινότητας (‘obligation erga omnes’), όπως π.χ. είναι η απαγόρευση χρήσης βίας, η απαγόρευση της γενοκτονίας κ.ο.κ,, την παραβίαση της οποίας όλα τα μέλη της διεθνούς κοινότητας δύναται να επικαλεστούν (άρθρο 48 των Άρθρων για την Ευθύνη των Κρατών). Συνεπώς, η Τουρκία δεν νομιμοποιείται στις σχετικές αξιώσεις της.
Τι είναι η σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας;
Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982) (Σύμβαση ΔΘ) αποτελεί προϊόν της Τρίτης Συνδιάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS III) (1973-1982), και ευλόγως χαρακτηρίζεται ως το «σύνταγμα των ωκεανών», καθώς συνιστά το σημείο αναφοράς για οποιοδήποτε ζήτημα σχετικά με το δίκαιο της θάλασσας. Αυτό που ουσιαστικά κάνει η Σύμβαση ΔΘ είναι να κατανείμει αρμοδιότητες μεταξύ αφενός των παράκτιων Κρατών και αφετέρου των Κρατών της σημαίας αναφορικά με τη χρήση των θαλασσίων περιοχών.
Η Σύμβαση ετέθη σε ισχύ στις 16 Νοεμβρίου 1994, μέχρι σήμερα (Οκτώβριος 2024) έχει 170 συμβαλλόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα της αρμοδιότητας της, ενώ η Ελλάδα επικύρωσε τη Σύμβαση το 1995.
Τι σημαίνει ότι η Τουρκία δεν την έχει υπογράψει; Μπορεί να λυθεί η ελληνοτουρκική διαφορά παρά το γεγονός αυτό;
Η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης ΔΘ, άρα επομένως η τελευταία δεν εφαρμόζεται στις μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας σχέσεις. Στη θέση της Σύμβασης ΔΘ εφαρμόζεται το αντίστοιχο εθιμικό διεθνές δίκαιο. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ουσιαστικών διατάξεων της Σύμβασης καθρεπτίζουν πλέον έθιμο.
Η ελληνοτουρκική διαφορά μπορεί να επιλυθεί και χωρίς να προσχωρήσει η Τουρκία στη Σύμβαση ΔΘ, υπό τη βάση του εθιμικού διεθνούς δικαίου, όπως αυτό κωδικοποιείται, αποκρυσταλλώνεται, και αναπτύσσεται στη Σύμβαση ΔΘ. Με τις παρούσες συνθήκες οποιοδήποτε δικαστήριο ενδεχομένως επιληφθεί της ελληνοτουρκικής διαφοράς θα εφαρμόσει το διεθνές εθιμικό δίκαιο, το οποίο ουσιαστικά ταυτίζεται με τη Σύμβαση ΔΘ.
Σημειωτέον ότι είναι εσφαλμένο να «ζητάμε από την Τουρκία να ‘μπει’ στη Σύμβαση για να λύσουμε τις διαφορές μας», καθώς είναι σαν να μην αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει πλαίσιο εφαρμοστέων κανόνων διεθνούς δικαίου μεταξύ μας, ήτοι το εθιμικό δίκαιο που καθρεπτίζεται στη Σύμβαση ΔΘ.
Τι προϋποθέτει η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης;
Απαραίτητη προϋπόθεση για μια προσφυγή της Ελλάδος και της Τουρκίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι και τα δύο μέρη της διαφοράς να έχουν εκφράσει τη συναίνεσή τους στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για την επίλυση μιας διαφοράς (αρχή της συναινετικής δικαιοδοσίας). Κατά το διεθνές δίκαιο, κανένα κράτος δεν μπορεί να υποχρεωθεί να αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ.
Το άρθρο 36 του Καταστατικού του ΔΔ προβλέπει τα μέσα που έχουν τα κράτη για να εκφράσουν τη συγκατάθεσή τους στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, δηλαδή στις βάσεις δικαιοδοσίας του. Ειδικότερα, το άρθρο 36 (1) ασχολείται με περιπτώσεις στις οποίες η συμφωνία των ενδιαφερομένων μερών εκφράζεται σε συμβατική μορφή, είτε (α) σε compromis (ειδική συμφωνία) είτε (β) σε ρήτρα δικαιοδοτικής επίλυσης σε προ υπάρχουσα διεθνή συμφωνία, η οποία θα αποδίδει δικαιοδοσία στην Δικαστήριο για την επίλυση διαφορών σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή της συγκεκριμένης συμφωνίας.
Το άρθρο 36(2) διέπει τις μονομερείς δηλώσεις τις οποίες τα κράτη είναι ελεύθερα να κάνουν σύμφωνα με την προαιρετική ρήτρα. Σύμφωνα με το άρθρο 36 (2) του Καταστατικού του ΔΔ, ένα κράτος μπορεί να καταθέσει στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ δήλωση με την οποία αποδέχεται τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για διεθνείς νομικές διαφορές σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο κράτος αποδέχεται την ίδια υποχρέωση. Τέλος, (δ) ένα εναγόμενο κράτος είναι ελεύθερο να αποδεχθεί σιωπηρά τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.
Τι είναι το συνυποσχετικό; Τι προβλέπει η σύνταξη του;
Ο ευκολότερος τρόπος για δύο κράτη που επιθυμούν να επιλύσουν τις διαφορές τους ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης είναι να εκφράσουν τη συγκατάθεσή τους, συνάπτοντας μια ειδική συμφωνία (compromis), η οποία θα καθορίζει λεπτομερώς τα ερωτήματα επί των οποίων καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο και θα καταγράφει τη συμφωνία για την αποδοχή της απόφασης του Δικαστηρίου ως δεσμευτική.
Το συνυποσχετικό δεν απαιτείται να έχει συγκεκριμένη μορφή ή τύπο. Όπως πρόσφατα επιβεβαίωσε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (Gyana/Venezuela, 2020) το κρίσιμο κριτήριο είναι και τα δύο μέρη να έχουν εκδηλώσει σαφώς και κατηγορηματικά τη βούλησή τους να υποβάλλουν τη συγκεκριμένη διαφορά ενώπιον του Δικαστήριού.
Τη διαπραγμάτευση του συνυποσχετικού την αναλαμβάνουν οι κρατικοί αξιωματούχοι που έχουν το τεκμήριο της εκπροσωπήσεως και δεσμεύσεως του Κράτους στο διεθνές δίκαιο, συνήθως ο Αρχηγός του Κράτους, ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης και ο Υπουργός Εξωτερικών, και οι πληρεξούσιοι τους, ενώ η υπογραφή και η τελική σύναψη του συνυποσχετικού εναπόκειται στα μέρη.
Εν προκειμένω, αν και δεν είναι νομικά δεσμευτικό κατά τον γράφοντα (η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ δεν αφορά σε μεταβολή της επικράτειας που τυπικά απαιτείται η συναίνεση 151 βουλευτών κατά το άρθρο 27 (1) του Συντάγματος), λογικά το συνυποσχετικό πέραν της υπογραφής του αρμόδιου κυβερνητικού οργάνου, θα επικυρωθεί και από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Συνάπτοντας ειδική συμφωνία, τα ενδιαφερόμενα κράτη, εδώ, η Ελλάδα και η Τουρκία, είναι ελεύθερα να αποφασίσουν ποιες διαφορές θα ζητήσουν από το Δικαστήριο να εκδικάσει και ποιες διαφορές, εάν υπάρχουν, θα αποκλείσουν ρητά. Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου θα περιορίζεται στις διαφορές που οι διάδικοι συμφώνησαν να υποβάλουν σε αυτό.
Επομένως, εάν η Ελλάδα και η Τουρκία συμφωνήσουν να υποβάλουν τις θαλάσσιες διαφορές τους στο Διεθνές Δικαστήριο θα πρέπει να διαπραγματευτούν το κείμενο της ειδικής συμφωνίας, και το πιο σημαντικό, επί ποιων διαφορών θα ζητήσουν από το Δικαστήριο να αποφανθεί.
Υπάρχει άλλος δρόμος εκτός από το Δικαστήριο της Χάγης;
Θεωρητικά υπάρχει ο δρόμος της διεθνούς διαιτησίας αλλά και του Διεθνούς Δικαστηρίου του Αμβούργου για το Δίκαιο της Θάλασσας (ITLOS), όπως ακούγεται «δημοσιογραφικά» τελευταία. Ως προς το ITLOS, αν και κατ’αρχήν δύναται να εκδικάσει διαφορές μεταξύ συμβαλλόμενου μέρους στη Σύμβαση ΔΘ και τρίτου μέρους ύστερα από σχετική συμφωνία (βλ. άρθρο 20 παρα 2 του Καταστατικού του), είναι πολύ δύσκολο πολιτικά η Τουρκία να αποδεχθεί την υποβολή της διαφοράς στο όργανο αυτό της Σύμβασης ΔΘ από την στιγμή που απορρίπτει συνολικά τη Σύμβαση.
Ως προς τη διεθνή διαιτησία, υπάρχει όντως η δυνατότητα σύναψης μιας αντίστοιχης ειδικής συμφωνίας (compromis d’ arbitrage), όπως έγινε πριν μια δεκαετία μεταξύ Κροατίας και Σλοβενίας, και να υποβληθεί η ελληνοτουρκική διαφορά σε διαιτητικό δικαστήριο, η απόφαση του οποίου, σημειωτέον, είναι και αυτή δεσμευτική.
Κατά κανόνα, ένα διαιτητικό δικαστήριο διακρίνεται από το Διεθνές Δικαστήριο λόγω της μεγαλύτερης ευελιξίας του: τα μέρη καθορίζουν τη σύνθεση της έδρας και μπορούν επίσης να αποφασίσουν σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο και διαδικασία. Γενικά, κάθε πλευρά διορίζει έναν ίσο αριθμό διαιτητών και ο πρόεδρος του Δικαστηρίου διορίζεται είτε από αυτούς τους διαιτητές είτε από τρίτο μέρος.
Η άποψη του παρόντος συγγραφέα είναι ότι η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο είναι προτιμότερη, δεδομένου του ότι φαίνεται ασφαλέστερη επιλογή σε σύγκριση με τη διαιτησία για πολλούς λόγους, συμπεριλαμβανομένου του ότι έχει μια σταθερή και, σε κάποιο βαθμό, προβλέψιμη νομολογία, είναι το κύριο δικαστικό όργανο των Ηνωμένων Εθνών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αξιοπιστία του όχι μόνο σε διεθνές, αλλά και σε εθνικό -πολιτικό- επίπεδο, ενώ όσον αφορά στην εκτέλεση της απόφασής του, τα Κράτη φαίνεται να συμμορφώνονται περισσότερο σε μια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου παρά μια απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου.
Είναι δεσμευτική η απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης και για τα δύο μέρη;
Ναι, είναι σύμφωνα και με τι άρθρο 94 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ;
Σύμφωνα με το άρθρο 121 της Σύμβασης ΔΘ, το οποίο αντανακλά εθιμικό δίκαιο, «1. Ένα νησί είναι μια φυσικά διαμορφωμένη έκταση, περιτριγυρισμένη από νερό, το οποίο βρίσκεται πάνω από το νερό κατά τη μέγιστη παλίρροια. 2. Εκτός εάν προβλέπεται στην παράγραφο 3, τα χωρικά ύδατα, η συνορεύουσα ζώνη, η αποκλειστική οικονομική ζώνη και η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης που ισχύουν για άλλα χερσαία εδάφη. 3. Οι βράχοι που δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή οικονομική ζωή από μόνοι τους δεν θα έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα».
Όπως παρατηρήθηκε από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην υπόθεση Νικαράγουα/Κολομβία (2012), όλοι οι βράχοι, όσο μικροί και ασήμαντοι κι αν είναι, μπορούν να δημιουργήσουν χωρικά ύδατα 12 ν.μ. από τις γραμμές βάσης τους. Αντιθέτως, κάθε νησιωτικός σχηματισμός που δύναται να συντηρήσει ανθρώπινη διαβίωση ή οικονομική ζωή από μόνο του (υπό την επιφύλαξη των αλληλεπικαλυπτόμενων αξιώσεων οποιουδήποτε γειτονικού κράτους) δημιουργεί πλήρη δικαιώματα ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας.
Σχετικά πρόσφατα, ήτοι στην υπόθεση της Νότιας Σινικής Θάλασσας το 2016, η αινιγματική διάταξη του άρθρου 121 (3) ερμηνεύτηκε για πρώτη φορά από ένα διεθνές δικαστήριο. Αυτή η υπόθεση, παρόλο που επικρίθηκε από πολλούς σχολιαστές, μας προσφέρει ορισμένα κριτήρια σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 121 σε συγκεκριμένους νησιωτικούς σχηματισμούς, όπως αυτά της ιστορικής χρήσης, της εγκατάστασης κοινότητας ανθρώπων για μακρό χρονικό διάστημα και με τη θέλησή τους, την ύπαρξη φυσικών πόρων ή άλλων «υπηρεσιών» στον υπό κρίση σχηματισμό κ.ο.κ.
Η θέση ότι η υφαλοκηρπίδα/ΑΟΖ της Ελλάδας συνορεύει με αυτή της Κυπριακής Δημοκρατίας μπορεί να δικαιωθεί στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης;
Η θέση αυτή στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι το σύμπλεγμα του Καστελόριζου, και δη η Στρογγυλή, έχει «πλήρη επήρεια» στην οριοθέτηση μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου, δηλαδή όσο είναι η μέση γραμμή μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου. Το ζήτημα εν προκειμένω δεν είναι εάν η Κύπρος αποδεχθεί το εν λόγω ισχυρισμό, αλλά εάν το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε να υποστηριχθεί έναντι της Τουρκίας σε μια ενδεχόμενη συνολική οριοθέτηση της περιοχής. Η διεθνής νομολογία («τα δεδικασμένα») είναι πολύ φειδωλή στην απόδοση «πλήρους επήρειας» σε μικρούς και απομακρυσμένους από την ηπειρωτική ακτή νησιωτικούς σχηματισμούς.
Αυτή τη στιγμή χωρίς συμφωνία οριοθέτησης με την Τουρκία, η Ελλάδα έχει υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ; Μπορεί να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα;
Σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία και του ITLOS (υπόθεση Γκάνα/Ακτή Ελεφαντοστού, 2017) και του Διεθνούς Δικαστηρίου (υπόθεση Κένυα/Σομαλίας, 2021), η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ είναι «συστατική» (‘constitutive’) των αντίστοιχων κυριαρχικών δικαιωμάτων των Κρατών και όχι απλώς «δηλωτική» (‘declaratory’) ήδη υφιστάμενων κυριαρχικών δικαιωμάτων. Κατά τις ως άνω αποφάσεις, δηλαδή, σε περιοχές που είναι υπό οριοθέτηση, τα εμπλεκόμενα Κράτη έχουν μόνο «αξιώσεις» (‘claims’ or ‘entitlements’) σε υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ και όχι κυριαρχικά δικαιώματα.
Κατά το διεθνές δίκαιο μάλιστα τα μέρη μιας διαφοράς οριοθέτησης οφείλουν να αυτοπεριορίζονται στις δραστηριότητες τους και να μην προβαίνουν σε ενέργειες που θα υπονομεύσουν ή διακινδυνεύσουν την τελική λύση της διαφοράς.
Προφανώς, οι ανωτέρω υποχρεώσεις αφορούν σε περιοχές που όντως υφίστανται διαφορές υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ και μόνο έναντι των Κρατών που διεκδικούν τις εν λόγω περιοχές, π.χ. η Ελλάδα δεν έχει ζήτημα για περιοχές που έχει οριοθετήσει με Ιταλία και για Αίγυπτο (ως προς την τελευταία και ως προς τα τρίτα Κράτη που την αποδέχονται).