Σημαντικός Έλληνας αναλυτής των Διεθνών Σχέσεων συνήθιζε να λέει χαριτολογώντας πως «η Αριστερά είναι για να ‘προδίδει’ τη τάξη και η Δεξιά την πατρίδα». Προφανώς, το αφοριστικό αυτό σχήμα δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, όμως στη πράξη φανερώνει τους μεγάλους κινδύνους που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα αριστερά κόμματα όταν κάνουν βήματα πίσω από μεγάλα κοινωνικά ζητήματα, αλλά και τα δεξιά κόμματα όταν καλούνται να κάνουν συμβιβασμούς στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και δη στα ελληνοτουρκικά.
Η πραγματικότητα αυτή σχετίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον τρόπο που σχηματίζονται, κάνουν πολιτική και αντιπολίτευση, αλλά κυρίως διαπαιδαγωγούν τα μέλη τους.
Τα εθνικά ζητήματα ήταν ανέκαθεν ένα προνομιακό πεδίο για την ελληνική δεξιά. Κυρίως όμως όταν αυτή βρισκόταν στην αντιπολίτευση, καθώς από αυτή τη θέση οι πατριωτικές κορώνες έβρισκαν έδαφος, όπως και οι κατηγορίες περί προδοτών.
Τα πράγματα όμως ήταν τελείως διαφορετικά όταν η δεξιά παράταξη καλείτο ως κυβέρνηση να δώσει απαντήσεις στα μείζονα ερωτήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, προχωρώντας σε συμφωνίες που φυσικά επέφεραν και υποχωρήσεις από τις αρχικές θέσεις που εξέφραζε.
Το τίμημα το 1993
Η Νέα Δημοκρατία αυτή την υποχώρηση για χάρη μιας συμφωνίας σε ένα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής την πλήρωσε ακριβά το μακρινό 1993.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήθελε να δώσει λύση στο «Μακεδονικό», όμως ο Αντώνης Σαμαράς επέμεινε στη σκληρή γραμμή, οδηγώντας σε πτώση την κυβέρνηση και αργότερα στη διάσπαση της Νέας Δημοκρατίας.
Το ρήγμα το 2012
Το ίδιο περίπου συνέβη και το μακρινό (πιά) 2012 στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας. Τα μνημόνια (που πριν εφάρμοσε το ΠΑΣΟΚ και μετέπειτα ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α) μπορεί να ήταν ένα πρόγραμμα εσωτερικής υποτίμησης εμπνευσμένο από Έλληνες και Ευρωπαίους, όμως για την ελληνική δεξιά ήταν μια συμφωνία υποδούλωσης της χώρας. Ο Αντώνης Σαμαράς το είχε υποστηρίξει αρχικά, όμως στη συνέχεια κλήθηκε και αυτός να ακολουθήσει την ΤΙΝΑ (There is no alternative) των μνημονίων.
Αποτέλεσμα, η Νέα Δημοκρατία να βιώσει την μεγαλύτερη διάσπαση της και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες να γεννηθούν ως «αντιμνημονιακοί» και να πεθάνουν λίγα χρόνια αργότερα ως «ψεκασμένοι».
Τα ελληνοτουρκικά στο τραπέζι
Σήμερα, η Νέα Δημοκρατία, βρίσκεται μπροστά σε μια νέα κρίση που αυτή τη φορά αφορά τον πλέον σκληρό πυρήνα της εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή τα ελληνοτουρκικά. Τα ήρεμα νερά στο Αιγαίο αλλά και η απροθυμία της κυβέρνησης να «δυναμιτίσει» το κλίμα απαντώντας δυναμικά στις προκλήσεις των Τούρκων που έχουν μεν μειωθεί αλλά συνεχίζονται, έχει κάνει πολλούς εντός της Νέας Δημοκρατίας να εγείρουν θέμα.
Και αν οι πολλοί που μιλούν ή διαμαρτύρονται δεν συνιστούν μείζον θέμα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, οι παρεμβάσεις των Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά, τρομάζουν. Οι δυο πρώην πρωθυπουργοί, παρά τις διαβεβαιώσεις του Μαξίμου για το αντίθετο, συνεχίζουν μετ’ επιτάσεως να θέτουν το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και να προειδοποιούν πως μια συμφωνία που θα φέρει υποχωρήσεις δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Οι παρεμβάσεις των δυο πρώην πρωθυπουργών μπορεί προς ώρας να μοιάζουν «ακίνδυνες» όμως σίγουρα δημιουργούν ένα κλίμα δυσπιστίας στη γαλάζια παράταξη αλλά κυρίως στη γαλάζια κοινοβουλευτική ομάδα που δεν βρίσκεται και στο καλύτερο επίπεδο συνοχής.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παρότι τραυματισμένος, παραμένει κυρίαρχος όμως τουλάχιστον 15 βουλευτές (Αθήνα και Βόρεια Ελλάδα) ξεκαθαρίζουν πως στο ενδεχόμενο ενός διαλόγου που φέρει την Αθήνα πίσω από τις κόκκινες γραμμές της θα εναντιωθούν.
Το κύμα αυτό δεν αποκλείεται να γιγαντωθεί ακόμα περισσότερο το επόμενο διάστημα καθώς ο ελληνοτουρκικός διάλογος θα μπει σε ράγες, ενώ οι δυο πρώην πρωθυπουργοί αναμένεται να φουντώσουν τις δημόσιες εμφανίσεις τους στον δρόμο προς την προεδρική εκλογή.
Ωστόσο, η εξίσωση των γαλάζιων ισορροπιών μόνο εύκολη δεν θα είναι καθώς από το Μαξίμου έχουν πάρει απόφαση να «κόψουν» την συζήτηση αυτή αλλά και να περιορίσουν το κλίμα δυσπιστίας προς τις προθέσεις της κυβέρνησης.
Προφανώς, στο Μαξίμου κατανοούν πως ακόμα και αν η συμφωνία δεν έρθει ποτέ, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που δημιουργείται περί υποχωρήσεων, πληγώνει την παράταξη, αποσυντονίζει την κυβέρνηση, αλλά κυρίως αποσυσπειρώνει τη κοινοβουλευτική ομάδα.