Ακρίβεια και έμμεσοι φόροι ροκανίζουν τα εισοδήματα των νοικοκυριών καθώς, σε αντίθεση με τους άμεσους φόρους που επιβαρύνουν αναλογικά εκείνους που έχουν μεγαλύτερο εισόδημα, η έμμεση φορολογία πλήττει οριζόντια όλους τους φορολογουμένους, με τους πλέον χαμένους να είναι τα φτωχά νοικοκυριά.

Η κυβέρνηση απορρίπτει οποιαδήποτε σκέψη για τη μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ λόγω υψηλού δημοσιονομικού κόστους

Η Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στην Ευρώπη, την τρίτη ακριβότερη βενζίνη στην ΕΕ λόγω φόρων και κατέχει χάλκινο μετάλλιο στην έμμεση φορολογία ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Οι υψηλοί συντελεστές σε ΦΠΑ και Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης φέρνουν στα κρατικά ταμεία υπερέσοδα ενώ συντηρούν την ακρίβεια και πιέζουν τους προϋπολογισμούς εκατομμυρίων νοικοκυριών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2018 οι εισπράξεις από φόρους σε αγαθά και υπηρεσίες «φούσκωσαν» κατά 10,5 δισ. ευρώ, καθώς από 27,48 δισ. ευρώ που είχαν εισρεύσει στα κρατικά ταμεία το 2018, το 2025 προβλέπεται ότι οι έμμεσοι φόροι θα ανέλθουν σε 38,019 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 55% των συνολικών φορολογικών εσόδων ύψους 69,2 δισ. ευρώ.

Δεν εξετάζεται μείωση του ΦΠΑ

Μόνο από τον ΦΠΑ, το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει ότι το επόμενο έτος θα εισπραχθούν 26,67 δισ. ευρώ ή 1,33 δισ. ευρώ παραπάνω σε σχέση με φέτος, με βασικούς τροφοδότες τους υψηλούς συντελεστές, το κύμα ανατιμήσεων στην αγορά, την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και τα μέτρα αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής.

Ωστόσο, η κυβέρνηση απορρίπτει οποιαδήποτε σκέψη για τη μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ λόγω υψηλού δημοσιονομικού κόστους, καθώς  υπολογίζεται ότι κάθε μονάδα μείωσης του ΦΠΑ κοστίζει στον προϋπολογισμό 1,5 δισ. ευρώ, με αμφίβολο το αποτέλεσμα για τον τελικό καταναλωτή, δεδομένου ότι δεν είναι διασφαλισμένο πως το όφελος από τη μείωση των συντελεστών θα φτάσει στο ράφι και δεν θα χαθεί μέσα στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Προτού η χώρα η μπει στην περιπέτεια των μνημονίων, τον Μάρτιο του 2010, ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ ήταν στο 19% και έκτοτε αυξήθηκε 5 εκατοστιαίες μονάδες, για να διαμορφωθεί στο 24% από το 2016. Παρότι η κυβέρνηση είχε δεσμευθεί προεκλογικά το 2019 για μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ, το μέτρο έφυγε από το τραπέζι και η υπόσχεση έμεινε στα χαρτιά.

Οι υψηλοί συντελεστές στους έμμεσους φόρους ενισχύουν την τάση για φοροδιαφυγή ενώ συρρικνώνουν το διαθέσιμο εισόδημα.  Μπορεί στην άμεση φορολογία τα ασθενέστερα στρώματα να καταβάλλουν λιγότερους ή ακόμα και μηδενικούς φόρους για τα εισοδήματά τους (σε αντίθεση με τη μεσαία τάξη που συνεχίζει να πληρώνει υψηλούς φόρους), ωστόσο το όφελος εξανεμίζεται από την έμμεση φορολογία. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα έσοδα από φόρους σε αγαθά και υπηρεσίες αποτελούν σήμερα 55% των συνολικών φορολογικών εσόδων, ενώ οι φόροι στο εισόδημα το 36,4%.

Ο ΟΟΣΑ

Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2023 δείχνουν ότι το 40,1% των φορολογικών εσόδων στην Ελλάδα προέρχεται από τους φόρους σε αγαθά και υπηρεσίες, ποσοστό που είναι το τρίτο υψηλότερο ποσοστό στον ΟΟΣΑ μετά τη Λετονία (42%) και την Ουγγαρία (45,7%). Αν και η συνεισφορά της έμμεσης φορολογίας στα συνολικά έσοδα μειώθηκε σε σχέση με το 2022 που ήταν 43,3%, η Ελλάδα απέχει σημαντικά από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (31,5% το 2022).

Τα έσοδα από ΕΦΚ αντιστοιχούσαν πέρυσι στο 21,4% των συνολικών εσόδων στην Ελλάδα, έναντι 10,8% στον ΟΟΣΑ, ενώ στον αντίποδα η συνεισφορά του ΦΠΑ στα φορολογικά έσοδα είναι 21,9%, σχετικά κοντά στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (20,8%).

Μία από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις υπέρμετρης έμμεσης φορολόγησης είναι ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στη βενζίνη, ο οποίος είναι ο τρίτος υψηλότερος στην Ευρωπαϊκή Ενωση – με μικρή διαφορά από την Ολλανδία και την Ιταλία, όπως καταγράφεται σε ανάλυση του Τax Foundation.

Κάθε λίτρο αμόλυβδης βενζίνης στην Ελλάδα επιβαρύνεται σήμερα με φόρο κατανάλωσης 0,70 ευρώ, έναντι 0,54 ευρώ που είναι ο μέσος όρος στην Ευρώπη.

Την ίδια ώρα που η Ελλάδα κάνει πρωταθλητισμό στους έμμεσους φόρους, ο μέσος μισθός των Ελλήνων βρίσκεται στην τρίτη θέση από το τέλος στην ΕΕ, καθώς σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, αν και αυξήθηκε το 2023 συγκριτικά με το 2022, ανήλθε στα 17.013 ευρώ σε ετήσια βάση.

Premium έκδοση «Τα ΝΕΑ»

Περισσότερα Εδω

Προηγούμενο άρθροΔημοσκόπηση: Πόσο αλλάζει τις «ισορροπίες» το κόμμα Κασσελάκη – Ανατροπές στο πολιτικό σκηνικό
Επόμενο άρθροΓιατί «ξηλώθηκε» η διοίκηση του ΟΠΕΚΕΠΕ – Το πρόστιμο των 200 εκατ. ευρώ