Ο γιατρός Μιχάλης Με’ι’κόπουλος, γέννημα-θρέμμα της Νέας Ιωνίας Βόλου, με ανάρτησή του στο διαδίκτυο, κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα αναδρομή στα τσιπουράδικα, σήμα κατατεθέν της πόλης:

”Με τον ερχομό το 1922 των μικρασιατών προσφύγων στοn Βόλο μια νέα συνήθεια διασκέδασης άρχισε να δημιουργείται στη πόλη ,τα τσιπουράδικα και κυρίως στο μέρος εκείνο πάνω από το ποτάμι Κραυσίδωνα, όπου εγκαταστάθηκε η πλειοψηφία των μικρασιατών, στη σημερινή Νέα Ιωνία Βόλου.
Αρχικά τα τσιπουράδικα ήταν μικρά μαγαζάκια κύρια στο κέντρο, στο φαρδύ, κοντά στην Ευαγγελίστρια, με λίγα τραπεζοκαθίσματα, ώσπου σιγά σιγά σήμερα έχουν ξεπηδήσει ως μανιτάρια, εκατοντάδες μικρές επιχειρήσεις, όχι μόνο στη Νέα Ιωνία αλλά και σε όλο το Βόλο, που δίνουν παραδοσιακό χρώμα κι έχουν γίνει πόλος έλξης διαχρονικού τουρισμού, ως χώροι συνάντησης, παρέας, διατροφικής μεσογειακής δίαιτας με την ποικιλία ψαριών και θαλασσινών.
Εννοείται, η ποσότητα κατανάλωσης οινοπνεύματος-τσίπουρου πρέπει να είναι μετρημένη γιατί και οξέως μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα, γι’ αυτό οι μικρασιάτες το τσίπουρο το λέγανε και λολάδα και χρονίως. Τελευταία ο περιφερειάρχης Δημήτρης Κουρέτας, ένας επιστήμονας παγκόσμιου βεληνεκούς, ανέλυσε τις φαρμακευτικές ιδιότητες του τσίπουρου με γλυκάνισο, λέγοντας ότι έχει αντιικές ιδιότητες. Οι παλιοί μικρασιάτες πάντα έλεγαν ότι το τίπουρο σε κάνει καλά. Πάντα όμως με μέτρο.
Τα πρώτα δύο τσιπουράδικα στη Νέα Ιωνία Βόλου, από αναφορές παλιών προσφύγων, βρίσκονταν στο φαρδύ κοντά στην Ευαγγελίστρια, το ένα απέναντι από το άλλο. Ιδιοκτησίας και έμπνευσης προσφύγων από το Εγγλεζονήσι Σμύρνης Μικράς Ασίας, το ένα του Παρασκευά ,τον λέγανε και Αγγλία γιατί ήταν πολύ διπλωμάτης, δυστυχώς έχει γκρεμιστεί και έχει γίνει πολυκατοικία. Μικρό μαγαζάκι με λίγα καθίσματα κι απλωμένα τα χταπόδια. Απέναντι ήταν το τσιπουράδικο ένος άλλου Εγλεζονησιώτη, του Φατσή, που τον λέγαν και Τσιφλίγγο λόγω καταγωγής. Και αυτό δεν υπάρχει, έγινε πολυκατοικία.
Στην οδό Δημοκρατίας με Κρήτης υπήρχε το μαγαζί του Αλμπάνη με το χαρακτηριστικό πεύκο. Και αυτό δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα.
Ερχόμενοι οι μικρασιάτες από την πατρίδα στη νέα, οι περισσότεροι πήγαν για δουλειά στις βιομηχανίες του Βόλου, στο λιμάνι, φορτοεκφορτωτές, ναυτικοί με μικρά καράβια, ελάχιστοι στο εμπόριο. Όταν τελείωναν το μεροκάματο του πόνου, πολλοί άνδρες για να ξεκουραστούν, να μιλήσουν, να βρεθούν, πήγαιναν για ένα τσίπουρο με λίγο μεζέ.
Άλλο ένα από τα πρώτα, πιο παλιά, τσιπουράδικα ήταν του Καλαφατάκη, μικρασιάτης κι αυτός, που βρίσκονταν στην οδό Μαγνησίας και Προύσσης στη Νέα Ιωνία, που και αυτό δεν υπάρχει πια. Αυτό, όμως, δεν έχει κατεδαφιστεί και φαίνεται στη φωτογραφία.
Στις δεκαετίες 1960-1980 τα τσιπουράδικα εξαπλώθηκαν στη Νέα Ιωνία. Είχαμε τα τσιπουράδικα, του Δημήτρη Μαστρογιάννη , του Καπετάνιου, του Ασιμή, του Αντώνη Ελευθερίου, του Λαμπρινίδη ,του Νίκου Τσιτούμη, εκεί όπου η γενιά μας γαλουχήθηκε με τα ιδανικά της αριστεράς και δεν υπάρχουν πια. Η πλειοψηφία τους πρόσφυγες, ή, απόγονοι.Της Μαρίνας, αρχόντισσα φιλική, του Δεμίρη που συνεχίζει την οικογενειακή παράδοση, του Καρακατσάνη, του Μπόκου, του Νίκου Σαββόπουλου, που λειτουργούν και σήμερα. Αναφέρω τα πιο παλιά της Νέας Ιωνίας. Μπορεί να ξεχνώ και κανένα, μπορείτε να το συμπληρώσετε. Σήμερα υπάρχουν δεκάδες τσιπουράδικα στη Νέα Ιωνία, το Βόλο και τη Μαγνησία, μικρές επιχειρήσεις που αναπτύχθηκαν αργότερα, προσφέροντας σωστή διατροφή και διασκέδαση, που συνεχίζουν την παράδοση”.
Νίκος  Βητσόπουλος
Προηγούμενο άρθροΜεσογείων: Βίντεο ντοκουμέντο από μοιραία παράσυρση πεζού από μηχανή στη Μεσογείων
Επόμενο άρθροΠαρελθόν από την ΠΑΕ Βόλος οι Μεντιέτα και Αλτμαν