Οι νέες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και οι παρεμβάσεις του υπουργείου με στόχο τη μείωση του χρόνου έκδοσης τελεσίδικων αποφάσεων παρουσιάστηκαν στο υπουργικό συμβούλιο.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης και ο υφυπουργός Γιάννης Μπούγας υπογράμμισαν ότι οι νέες παρεμβάσεις θα λειτουργήσουν ως θεσμικό εργαλείο για τη μείωση του χρόνου έκδοσης οριστικής και τελεσίδικης απόφασης, μεγιστοποιώντας τα οφέλη εφαρμογής του Δικαστικού Χάρτη και ενεργώντας συμπληρωματικά και με άλλες νομοθετικές πρωτοβουλίες του υπουργείου Δικαιοσύνης, όπως η μεταφορά δικαστηριακής ύλης στους δικηγόρους με τον Ν. 5095/2024.
Ο στόχος για το χρόνο έκδοσης αποφάσεων
Σύμφωνα με την ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, ο στόχος είναι από 1.492 ημέρες για την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, η Ελλάδα να φτάσει τον μέσο όρο των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης, δηλαδή το ένα έτος (περίπου 350 ημέρες) για την έκδοση οριστικής απόφασης και τα δύο έτη (περίπου 650 ημέρες) για την έκδοση τελεσίδικης απόφασης.
Έτσι, η αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας επηρεάζει όλη τη διαδικασία από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου στον πρώτο βαθμό έως και την έκδοση τελεσίδικης και αμετάκλητης απόφασης.
Ειδικότερα, προβλέπεται για πρώτη φορά ο προσδιορισμός δικασίμου άμεσα με την κατάθεση της αγωγής, και σε χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των 6 μηνών. Στη συνέχεια ακολουθεί μια σειρά από προθεσμίες, οι οποίες έχουν περιοριστεί σημαντικά, όπως για παράδειγμα η επίδοση της αγωγής, η οποία πλέον προβλέπεται ότι γίνεται εντός 20 ημερών από την κατάθεση του δικογράφου.
Εισάγεται προκαταρκτικός έλεγχος των αγωγών
Με τις νέες διατάξεις επιχειρείται σε μεγάλο βαθμό η αξιοποίηση του χρόνου της προδικασίας. Η σπουδαιότερη ρύθμιση, είναι το νέο άρθρο 237 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, στο οποίο θεσπίζεται για πρώτη φορά ένα προκαταρκτικό στάδιο ελέγχου της αγωγής από τον δικαστή, ο οποίος εφόσον διαπιστώσει ελλείψεις ή ελαττώματα στον φάκελο της υπόθεσης, εκδίδει διάταξη με την οποία κρίνει την αγωγή απαράδεκτη, αόριστη ή προφανώς νόμωαβάσιμη και τάσσει στον διάδικο συγκεκριμένη προθεσμία προκειμένου να τη διορθώσει ή να τη συμπληρώσει.
Όσον αφορά στο μεταγενέστερο στάδιο της έκδοσης οριστικής απόφασης, ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει για πρώτη φορά συγκεκριμένες προθεσμίες για κάθε διαδικασία. Έτσι, ορίζεται ότι η έκδοση απόφασης για υπόθεση τακτικής διαδικασίας γίνεται εντός 6 μηνών από τη συζήτηση, για υπόθεση εκουσίας δικαιοδοσίας εντός 4 μηνών και για υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων εντός ενός μηνός.
Τι συμβαίνει σε περίπτωση καθυστέρησης
Σε περίπτωση που ο δικαστής διαπιστώσει ότι δεν μπορεί να εκδώσει την απόφαση εντός αυτών των προθεσμιών, τότε θεσπίζεται η υποχρέωσή του να ενημερώσει εγγράφως τον προϊστάμενο του δικαστηρίου για την καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης, καθώς και για τους λόγους αυτής. Στη συνέχεια, ο προϊστάμενος οφείλει να διαβιβάσει το εν λόγω έγγραφο στον Άρειο Πάγο, τον αρμόδιο Επιθεωρητή, καθώς και να ενημερώσει τους διαδίκους.
Οι νέες διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαδικασία στα δευτεροβάθμια δικαστήρια έχουν ως στόχο την έκδοση τελεσίδικης απόφασης σε απώτατο χρόνο δύο ετών από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου. Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά προβλέπεται η κατάθεση του ενδίκου μέσου στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται, καθώς και ο άμεσος προσδιορισμός δικασίμου απευθείας στο ίδιο δικαστήριο.
Επίσης, θεσπίζεται νέα διάταξη, με την οποία περιορίζεται η καταχρηστική προθεσμία της έφεσης στο ένα έτος, σε αντίθεση με τα δύο έτη που ισχύουν σήμερα. Τέλος, με νέα ρύθμιση αυξάνεται η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων για την εκδίκαση εφέσεων στις 80.000€, ενώ θεσπίζεται και η απαγόρευση χορήγησης αναβολής στη δευτεροβάθμια δίκη.
Αλλαγές και στις αναιρέσεις
Στο δίκαιο της αναίρεσης επέρχονται επίσης σημαντικές αλλαγές. Προβλέπεται η κατάθεση του δικογράφου της αναίρεσης απευθείας στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, ενώ κατά το πρότυπο της δικονομίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, περιορίζεται πλέον ο αριθμός των σελίδων του αναιρετηρίου και των λοιπών δικογράφων ενώπιον του ανωτάτου δικαστηρίου.
Επιπλέον, επανέρχεται η γραπτή εισήγηση του αρεοπαγίτη πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία θα διευκολύνει τόσο την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, όσο και την κατανόηση της υπόθεσης από το δικαστήριο, με αποτέλεσμα την ταχεία έκδοση της απόφασης μετά τη συζήτηση.
Προκειμένου να εξασφαλιστεί η επίτευξη του στόχου των δύο ετών για την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, θεσπίζεται νέα γενική διάταξη, η οποία προβλέπει την αποκλειστικότητα και δεσμευτικότητα των προθεσμιών του νόμου, τόσο για τους διαδίκους όσο και για το δικαστήριο. Επίσης, σημαντική είναι και η αλλαγή όσον αφορά τη διαταγή πληρωμής, όπου ο έλεγχος και η σύνταξη σχεδίου θα γίνονται πλέον από τρίτο δικηγόρο. Επίσης, παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης διαταγής απόδοσης μισθίου εξαιτίας του λόγου της παρέλευσης του ορισμένου χρόνου συμβατικής σχέσεως που καταρτίζεται εγγράφως, ανακουφίζοντας πολλούς πολίτες που καθίστανται όμηροι της μη δυνατότητας προσήκουσας αξιοποίησης των ακινήτων τους.
Τέλος, με τις προτεινόμενες διατάξεις, η δημοσίευση των διαθηκών θα γίνεται πλέον από τους συμβολαιογράφους, αποφορτίζοντας τα δικαστήρια από σημαντικό όγκο μη πραγματικής δικαστηριακής ύλης.
Αναγκαστική εκτέλεση
Το Β’ μέρος του νομοσχεδίου αφορά το υψίστης σημασίας κεφάλαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Το πρόβλημα που επιχειρείται να αντιμετωπιστεί είναι η σημαντική καθυστέρηση που παρατηρείται στην εκδίκαση των ανακοπών. Γι’ αυτό τονλόγο δημιουργείται ηλεκτρονική πλατφόρμα επαναπροσδιορισμού ανακοπών, κατά το παράδειγμα των υπερχρεωμένων νοικοκυριών.
Η δημιουργία και λειτουργία της πλατφόρμας έχει ως στόχο την εκκαθάριση των πινακίων των πρωτοδικείων, μέσω της υποχρεωτικής για τους ενδιαφερομένους υποβολής αίτησης επαναπροσδιορισμού της συζήτησης των εκκρεμών ανακοπών και ταυτόχρονα την επίσπευση της συζήτησης και έκδοσης αποφάσεων επί των υποθέσεων αυτών.