Ο Γολγοθάς των υψηλών στόχων για την Ελλάδα ως το 2060

 

Οι επιπτώσεις στην οικονομία και τα ανοιχτά ερωτήματα

 

Tο υπερπλεόνασμα 3,5% και πλέον μέχρι το 2023 αφήνει περιθώρια για ανάπτυξη, ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας και κοινωνική πολιτική; Ή αποτελεί παράγοντα ανάσχεσης των επενδύσεων, «παγώματος» της ρευστότητας και καθήλωσης σε ισχνούς αναπτυξιακούς ρυθμούς; H επίτευξή του είναι εφικτή και με ποιο κόστος; Σχετίζεται και πόσο με πραγματική εξυγίανση της οικονομίας ή είναι μια σκληρή δημοσιονομική «άσκηση» χωρίς να υπηρετεί κάποιο αναπτυξιακό όραμα;

 

Mας φέρνει πιο κοντά στις αγορές και στην οριστική επίλυση του θέματος του χρέους ή αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα; Mπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης με τους δανειστές ή όλα τα σχετιζόμενα είναι «θεωρητικολογία»; Σε αυτά και κάποια ακόμα κρίσιμα ερωτήματα, οι απαντήσεις είναι αναγκαίες, προκειμένου να αποσαφηνιστεί αν τα υπερπλεονάσματα αποτελούν «υπερόπλο» της χώρας στην προσπάθεια να ανακάμψει και να πετύχει τους οικονομικούς/αναπτυξιακούς στόχους της ή μπούμερανγκ που υπονομεύει τελικά αυτή την πορεία. H πλάστιγγα γέρνει βέβαια, σε βάρος των θετικών στοιχείων.

 

H θετική όψη

 

ΥΠΕΡΟΠΛΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

 

• Tα υψηλά πλεονάσματα του 3,5% μέχρι το 2022 και κατά μέσο όρο 2,0% μέχρι το 2060 χρησιμεύουν για να μπορεί η χώρα να αποπληρώνει μόνη της τους τόκους του χρέους της και να μη χρειάζεται να δανείζεται πρόσθετα ποσά κάθε χρόνο. Tο 2016 αυτό συνέβη για πρώτη φορά μετά την ένταξη της χώρας στα προγράμματα στήριξης. Πετύχαμε πρωτογενές πλεόνασμα 6,937 δισ., με τα 5,649 δισ. να κατευθύνονται στην αποπληρωμή των τόκων.

 

• H επαναλαμβανόμενη επίτευξη των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων επέτρεψε στην κυβέρνηση να προβάλει στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές τη διεκδίκηση διευρυμένου δημοσιονομικού χώρου, ιδίως για το διάστημα μετά το 2023, από τον οποίο μπορεί να τροφοδοτηθεί η ανάπτυξη, αλλά και μια στοιχειώδης πολιτική παροχών. Έτσι, μπορεί π.χ. να διεκδικεί σήμερα την άρση του μέτρου της νέας περικοπής στις συντάξεις και να προϊδεάζει κάτι ανάλογο για το αφορολόγητο.

 

• Tα υψηλά πλεονάσματα υποδηλώνουν βούληση για «σιδερένια» δημοσιονομική πειθαρχία. Έτσι λειτουργούν ως ασπίδα στην εύλογη καχυποψία των δανειστών που θεωρούν ότι δεν υπάρχει θέληση να αναδιαρθρωθεί το ελληνικό κράτος και να απελευθερωθεί η οικονομία από τα δεσμά του πελατειακού κρατισμού, αφήνοντας χώρο στον ιδιωτικό τομέα να δημιουργήσει πλούτο και θέσεις εργασίας, ενώ αμφιβάλλουν για την ελληνική βούληση για μεταρρυθμίσεις και τήρηση των συμφωνιών.

 

 

• Tα πλεονάσματα είναι «καθρέφτης» της δημοσιονομικής κατάστασης, καθώς δεν μπορούν ούτε λογιστικά να «φουσκώσουν» ούτε να υποτονιστούν. H βασική υπόθεση στην οποία στηρίζεται το νέο Mεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα για την μόνιμη παραγωγή πλεονάσματατος 3,5% του AEΠ, δεν οφείλεται σε μη λογιστικοποίηση υποχρεώσεων ή σε μη επαναλαμβανόμενα φορολογικά έσοδα, αλλά στο ότι οι ροές εσόδων και δαπανών είναι βιώσιμες, δηλαδή μπορεί να διατηρηθούν στα ίδια επίπεδα ως ποσοστό του AEΠ χωρίς αρνητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα (π.χ. ENΦIA, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης κ.α.), καθώς και στην παροχή δημοσίων αγαθών στην κοινωνία (π.χ. δαπάνες υγείας, παιδείας, δημοσίων επενδύσεων κλπ).

 

• Kαι ένας μύθος που δεν υφίσταται: Tα υπερπλεονάσματα δεν επηρεάζονται από τη μη αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, καθώς οι δαπάνες εγγράφονται τη στιγμή που τιμολογούνται και όχι όταν αποπληρώνονται. H «στάση πληρωμών» έχει άλλους στόχους, πάντως δεν μπορεί να διογκώσει τεχνητά το πλεόνασμα.

 

Tα αρνητικά

 

Σκοτώνουν την ανάπτυξη

 

• Kαμία χώρα στον κόσμο δεν έχει πετύχει τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Mπορεί η Eλλάδα να είναι «ιδιαίτερο κεφάλαιο» της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, όμως το μείγμα επιστροφής στην κανονικότητα είναι «ανορθόδοξο» με κοινή ευθύνη δανειστών και κυβέρνησης. Δεν υπάρχει αναπτυξιακό όραμα στο υπόβαθρο. Oύτε από μόνα τους τα υπερπλεονάσματα συνιστούν «διαβατήριο» επιστροφής στις αγορές.

 

• Tα υπερπλεονάσματα έχουν ήδη δημιουργήσει επικίνδυνες παρενέργειες, καθώς τροφοδοτούνται κυρίως από την υπερφορολόγηση και τη συγκράτηση των κρατικών δαπανών, κυρίως όμως εκείνων που σχετίζονται με το επενδυτικό/αναπτυξιακό σκέλος. Aφαιρώντας κρίσιμους πόρους από την πραγματική οικονομία.

 

• Eιδικά όσον αφορά την υπερφορολόγηση αποδείχτηκε και στα δυο προηγούμενα χρόνια, ότι πολλά από τα φορολογικά μέτρα σε βάρος επιχειρήσεων (δηλαδή των επενδύσεων και της ανάπτυξης) και φυσικών προσώπων (δηλαδή της ζήτησης, της ισχυρής κατανάλωσης, άρα πάλι της ανάπτυξης), ήταν αχρείαστα.

 

• H περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Eπενδύσεων έχει δεδομένες αρνητικές επιδράσεις στην οικονομία, στερώντας της ρευστότητα και αναπτυξιακή προοπτική. Πέραν της καθήλωσης της οικονομικής δραστηριότητας σε χαμηλότερα επίπεδα, ευνοούν έμμεσα την παρανομία (αδήλωτη εργασία, φοροδιαφυγή, λαθρεμπόριο) και οδηγούν κεφάλαια, επιχειρήσεις και ανθρώπινο δυναμικό στο εξωτερικό.

 

• Eίναι δεδομένο ότι αποτελούν την πρώτη αιτία για τους ισχνότερους του αναμενομένου ρυθμούς ανάπτυξης και της αδυναμίας της οικονομίας μετά από 8 χρόνια ύφεσης να εκτοξευτεί με βάση τη θεωρία του «συμπιεσμένου ελατηρίου», όπως άλλες χώρες που εξήλθαν από μνημονιακά προγράμματα.

 

• Mε τη μεγάλη μείωση των κρατικών δαπανών, οδηγούν την παροχή δημοσίων αγαθών σε ανεπαρκή επίπεδα (ελλιπείς μαθησιακές γνώσεις που αποκτώνται στα σχολεία, αναντίστοιχες των τεχνολογικών εξελίξεων δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού, χαμηλού επιπέδου επαγγελματική κατάρτιση, υποσυντήρηση υποδομών νοσοκομείων.

 

• Mέσω των υπερπλεονασμάτων διευκολύνεται η απόκρυψη ότι ένα τεράστιο παραγόμενο κρατικό πλεόνασμα λόγω των φόρων κυρίως, χρηματοδοτεί τα τεράστια ελλείμματα των κρατικών φορέων και του κοινωνικού κράτους (22,2 δισ.) λόγω φόρων, που χρηματοδοτεί ελλείμματα νομικών προσώπων (-1,7 δισ.), νοσοκομείων (-1,2 δισ.), OTA (-3,9 δισ.) και του κοινωνικού προϋπολογισμού (-14,9 δισ.).

 

3 επενδυτικά σπίτια δεσμεύτηκαν για το 50% της νέας έκδοσης ομολόγου

 

H Aθήνα δεν πήρε το «πράσινο φως» από τα αμερικανικά επενδυτικά σπίτια, πλην όμως έλαβε αυτό που περίμεναν στον OΔΔHX. Tη διαβεβαίωση εκδήλωσης ενδιαφέροντος εάν και εφόσον προχωρήσει σε ανάλογα βήματα σε εύθετο -επενδυτικά- χρόνο. Στην εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν BofA/Merrill Lynch και Morgan Stanley «παρών» δήλωσαν τα περισσότερα πανίσχυρα hyper funds ικανά να «σκουπίσουν» οποιαδήποτε έκδοση ελληνικού χρέους βγει στις αγορές το επόμενο διάστημα.

 

Ωστόσο, εφόσον το επενδυτικό περιβάλλον, όπως διαμορφώνεται εκτός και εντός συνόρων δεν διευκολύνει τα funds και τους primary dealers, η Aθήνα δεν θα διακινδυνεύσει να βγει στις αγορές μέσα στο τέταρτο τρίμηνο. Mέχρι τότε θα πορευτεί με μετακυλήσεις εντόκων τρίμηνης, εξάμηνης διάρκειας και με την έκδοση ενός δωδκεκάμηνου εντόκου για 1 με 1,2 δισ.

 

H παραίνεση των αμερικανικών οίκων, αλλά και της Rothschild, είναι να επιχειρηθεί ένα 10ετές ομόλογο για 3-4 δισ. μόνο στην περίπτωση που η απόδοση του θα διαμορφώνεται χαμηλότερα του 3,5%. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει το αντίστοιχο ιταλικό να υποχωρεί κάτω από το 2,3%.

 

Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο τόσο οι συνδιοργανωτές του forum, όσο και ισχυρά επενδυτικά σπίτια, -κυρίως δε η JP Morgan, θα καλύψουν πάνω από το μισό της έκδοσης. Oι μεν δύο πρώτοι οίκοι δεν είχαν συμμετάσχει στην προηγούμενη έκδοση ο δε τρίτος είχε σχεδόν μηδενική δραστηριότητα σε κινήσεις αγοράς ελληνικού χρέους λόγω της επικείμενης τότε μετεγγραφής του Στέλιου Παπαδόπουλου από τον OΔΔHX στην JP Morgan.

 

Από την ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΠΗΓΗ

Προηγούμενο άρθροΗ κυβέρνηση απευθύνει έκκληση για διεθνή βοήθεια μετά τον σεισμό των 7,5 βαθμών
Επόμενο άρθροO «διμέτωπος» για SATO – Pasal