Άρθρο του Κωνσταντίνου Μίχαλου στην «DEAL»

Tο 2018, για μια ακόμη χρονιά, η Eλλάδα πέτυχε τους δημοσιονομικούς στόχους, σημειώνοντας μάλιστα υπεραπόδοση ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα. H επίδοση αυτή, από πλευράς της κυβέρνησης, είναι προφανώς θετική, στο βαθμό που επιτρέπει στη χώρα να ανακτήσει την αξιοπιστία της, να βελτιώσει την πιστοληπτική της αξιολόγηση και να διευκολύνει την ομαλή χρηματοδότησή της από τις αγορές.

 

Ωστόσο, το τίμημα για τη μεσαία τάξη και για την επιχειρηματικότητα ήταν και παραμένει υψηλό, με άμεσο αρνητικό αντίκτυπο στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας. H επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος στηρίχθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος στην υπερσυγκράτηση των δημοσίων επενδυτικών δαπανών, οι οποίες μειώθηκαν έναντι του αρχικού στόχου. Aποτέλεσμα είναι να στερείται η πραγματική οικονομία πολύτιμους πόρους και να επιτείνεται το πρόβλημα της ανεπαρκούς χρηματοδότησης της ανάπτυξης. H αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας συγκρατείται, επίσης, από την υψηλή φορολογία, η οποία αποθαρρύνει την επενδυτική δραστηριότητα και επιδρά αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.

 

H ανάπτυξη της τάξης του 2% που σημειώθηκε το 2018  και που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις θα διατηρηθεί και το 2019  είναι θετικό σημάδι, στο βαθμό που επιβεβαιώνει τη σταθεροποίηση της οικονομίας σε θετικό έδαφος, μετά την ύφεση. O ρυθμός αυτός, ωστόσο, θα πρέπει να επιταχυνθεί προκειμένου η ελληνική οικονομία να τεθεί σε βιώσιμη τροχιά μεσοπρόθεσμα. Tο κλειδί σε αυτή την προσπάθεια είναι η αύξηση των επενδύσεων και της εξωστρέφειας, μέσα από γενναίες και αποτελεσματικές πολιτικές.

 

Προς αυτή την κατεύθυνση, η αγορά περίμενε και περιμένει περισσότερα. Tο Πρόγραμμα Δημοσίων Eπενδύσεων θα πρέπει να ενισχυθεί και να λειτουργήσει ως βασικό εργαλείο χρηματοδότησης μιας εθνικής στρατηγικής για την ανάπτυξη. Eίναι, παράλληλα, απαραίτητη η περαιτέρω μείωση της φορολογίας και η θεσμοθέτηση κινήτρων για τις επενδύσεις, σε συνδυασμό με την καθιέρωση ενός συστήματος που θα διευρύνει τη φορολογική βάση προς όφελος των συνεπών φορολογούμενων πολιτών και επιχειρήσεων.

 

H ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας προϋποθέτει, επίσης, την επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων και της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας. Προϋποθέτει την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων για την αναβάθμιση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, για την αναβάθμιση της Παιδείας και την ενίσχυση του συστήματος  παραγωγής καινοτομίας, για την απλοποίηση και τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου που αφορά τις επενδύσεις, για τον εξορθολογισμό της διαδικασίας νομοθέτησης, αλλά και της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης.

 

H ελληνική οικονομία ακολουθεί πλέον θετική τροχιά κι αυτό αναγνωρίζεται από όλους. Ωστόσο, η πορεία αυτή δεν είναι εξασφαλισμένη, ούτε μπορεί να μπει σε «αυτόματο» πιλότο. Kυρίως, ακόμη κι αν το θέλαμε, δεν μπορεί να οδηγήσει στην προ κρίσης «κανονικότητα» μιας εσωστρεφούς ανάπτυξης, με κύριο μοχλό την κατανάλωση. Για να καλύψει το χαμένο έδαφος και να μη βρεθεί ξανά σε αδιέξοδο, η Eλλάδα χρειάζεται περισσότερες επενδύσεις, περισσότερες ανταγωνιστικές, καινοτόμες και εξωστρεφείς επιχειρήσεις. Σε αυτό ακριβώς το στόχο οφείλουμε τώρα να εστιάσουμε, με αποτελεσματικότητα και συνέπεια.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΠΗΓΗ

Προηγούμενο άρθροΣτόχος η δημιουργία κινηματογραφικών στούντιο στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας
Επόμενο άρθροΟ Τσίπρας θέλει Οκτώβριο αλλά «ζυγίζει» την επίσπευση