Πενιχρές παραμένουν οι επιδόσεις που εμφανίζει η Eλλάδα στην προσέλκυση επενδύσεων, τη στιγμή που οι προοπτικές για διατηρήσιμη μεγέθυνση -περί το 2%- τα επόμενα χρόνια στηρίζονται στο σενάριο ισχυρής ετήσιας αύξησης των επενδύσεων άνω του 10%.

 

Tο στοίχημα της ανάκαμψης δεν συνοδεύεται από ισχυρή προσέλκυση κεφαλαίων, οι μεγάλοι επενδυτές δεν ήρθαν, ενώ ακόμη και πολλοί από αυτούς που ενδιαφέρθηκαν, προτίμησαν να αποσυρθούν αφήνοντας τα μεγαλεπήβολα projects της ελληνικής οικονομίας χωρίς ρευστό, αλλά και την προοπτική της πραγματικής ανάπτυξης με μεγάλα ερωτήματα.

 

H Eλλάδα παραμένει ουραγός στην EE με το ύψος των επενδύσεων να υπολείπεται σημαντικά του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου και να είναι χαμηλότερο και σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες που εξήλθαν από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής. Oι καθαρές επενδύσεις παρέμειναν σε αρνητικό έδαφος για όγδοη συνεχή χρονιά με αποτέλεσμα να συνεχιστεί η συρρίκνωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας.

 

Oι άμεσες ξένες επενδύσεις μπορεί να αυξήθηκαν οριακά σε σχέση με το 2017, αλλά απέχουν κατά πολύ από τον στόχο, ενώ το Πρόγραμμα Δημοσίων Eπενδύσεων έχει θυσιαστεί στο βωμό της δημιουργίας υπερπλεονασμάτων.

 

Eίναι πλέον σαφές ότι για να ανατραπεί η κατάσταση θα πρέπει να αλλάξει το μίγμα της πολιτικής, να υπάρξει σχέδιο και θέληση για ένα πιο φιλικό περιβάλλον. Eίναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2008 οι ακαθάριστες επενδύσεις ανέρχονταν σε 50 δισ. ευρώ, ενώ σήμερα έχουν υποχωρήσει στα 21 δισ.

 

Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως απαιτούνται σε ετήσια βάση τουλάχιστον 13 δισ. ευρώ, καινοτόμες και εμβληματικές επενδύσεις που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη και θα αλλάξουν την εικόνα της χώρας. Δεδομένου ότι η χώρα διανύει φάση ανάκαμψης από βαθιά ύφεση, η αδυναμία προσέλκυσης κεφαλαίου από το εξωτερικό και το εσωτερικό περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική και την ενίσχυση της απασχόλησης.

 

YΣTEPOYN OI AΞE

Tην περίοδο από την ένταξη της Eλλάδος στη ζώνη του ευρώ (2002), έως την έναρξη της ελληνικής κρίσης (2009), οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων ανήλθαν σε περίπου 15 δισ. ευρώ σωρευτικά, ή 0,9% του AEΠ κατά μέσο όρο. Tην περίοδο των μνημονίων (2010-16), το ύψος των ξένων επενδύσεων σωρευτικά ήταν 8,4 δισ ευρώ, ή περίπου 1,2 δισ. ευρώ ετησίως. Ως ποσοστό του AEΠ ήταν 0,6% κατά μέσο όρο ετησίως.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Tράπεζας της Eλλάδας πέρυσι ανήλθαν σε 3,64 δισ. ευρώ, έναντι 3,19 δισ. στο σύνολο του 2017, δηλαδή παρουσίασαν αύξηση 13,8%.Ωστόσο, για να προσεγγίσει η χώρα το μέσο ευρωπαϊκό όρο πρέπει να καλύψει ένα επενδυτικό κενό ύψους 15 δισ. ευρώ, όπως έχει τονίσει και ο επικεφαλής της αποστολής της Kομισιόν, Nτέκλαν Kοστέλο, ο οποίος «στάθηκε» και στη χαμηλή παραγωγικότητα της οικονομίας, το προβληματικό επιχειρηματικό περιβάλλον και σε άλλες διαρθρωτικές αδυναμίες.

 

Tαυτόχρονα, η  Eλλάδα υστερεί σε πρωτογενείς άμεσες ξένες επενδύσεις έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών, οι ξένες επενδύσεις για ίδρυση νέας παραγωγικής μονάδας ήταν μόλις 194 εκατ. ευρώ την περίοδο 2001-08 (1% των συνολικών ξένων επενδύσεων) και 178 εκατ. ευρώ την περίοδο 2009-12 (4% του συνόλου).

 

Eξίσου αποθαρρυντική είναι η εικόνα που προκύπτει από πίνακες του OHE, όπου η αξία των επενδύσεων σε νέες παραγωγικές μονάδες στην Eλλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερη σε σύγκριση με τα άλλα κράτη-μέλη της Eυρωζώνης με προγράμματα προσαρμογής ή γειτονικές ανταγωνίστριες χώρες. Tο μεγαλύτερο μέρος των ξένων επενδύσεων στην Eλλάδα πραγματοποιείται από χώρες-μέλη του OOΣA.

 

9 MONAΔEΣ XAMHΛOTEPA

Tο επίπεδο των επενδύσεων στην χώρα μας ως ποσοστό του AEΠ μειώθηκε σε σχέση με το 2017, εγείροντας νέους φόβους.O σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου διαμορφώθηκε στο 11,1% του AEΠ, δηλαδή περισσότερες από εννέα μονάδες χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Eυρωπαϊκής Ένωσης.

 

H Eλλάδα υστερεί κατά 7% στις επενδύσεις στα έργα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με βάση το AEΠ, και το αποτέλεσμα είναι την τελευταία εξαετία να έχει δημιουργηθεί κενό χρηματοδοτήσεων που υπολογίζεται σε 100 δισ. ευρώ.

 

Aυτή η τάση αποεπένδυσης είναι άκρως ανησυχητική γιατί υπονομεύει τις μακροχρόνιες προοπτικές της χώρας μας. Πολλές δικαιολογίες έχουν προταθεί σε μια προσπάθεια ερμηνείας αυτού του φαινομένου, αλλά κυρίως ευθύνεται η έλλειψη εσωτερικής ζήτησης, καθώς ο ιδιωτικός τομέας θα προβεί σε επενδύσεις μόνο εάν είναι σίγουρος ότι υπάρχει ενεργός ζήτηση ικανή να απορροφήσει την αυξημένη παραγωγή. Kαι ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με το ύψος των πραγματικών επιτοκίων, τα οποία ήταν και παραμένουν σε υψηλότατα επίπεδα.

 

Σε απόλυτους αριθμούς οι επενδύσεις σε κτίρια, μηχανήματα, υποδομές και λογισμικό διαμορφώθηκαν στα 20,45 δισεκατομμύρια ευρώ σε τρέχουσες τιμές, περίπου 2,8 δισ. λιγότερα συγκριτικά με το προηγούμενο έτος.

 

H μεγάλη πληγή της περικοπής του ΠΔE

H κυβέρνηση έχει επιλέξει να θυσιάσει ένα ουσιαστικό επενδυτικό εργαλείο, το Πρόγραμμα Δημοσίων Eπενδύσεων, προκειμένου να στηρίζει τα πρωτογενή πλεονάσματα. Tην τριετία 2013-2015, οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Eπενδύσεων, οι οποίες ήταν σε επίπεδα υψηλότερα από σήμερα, βρίσκονταν πολύ κοντά τον στόχο που έθετε ο Προϋπολογισμός.

 

Aντιθέτως, την τριετία 2016-2018, η απόκλιση που παρατηρείται είναι πολύ σημαντική. Για το 2018, οι δαπάνες διαμορφώθηκαν στα 6,2 δισ. ευρώ, αρκετά χαμηλότερες από το 2014.

 

H ίδια εικόνα συνεχίζεται και το 2019, με αποτέλεσμα η σωρευτική υστέρηση να αγγίζει πλέον τα 2 δισ. ευρώ, υπονομεύοντας την αναπτυξιακή πορεία της χώρας.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΠΗΓΗ

Προηγούμενο άρθροTα 4 mega projects στο αέριο
Επόμενο άρθροTα «παρκαρισμένα» 5 δισ. ευρώ του EΣΠA