Στο 0,8% από 1,1% το 2017 διαμορφώθηκε το 2018 ο μέσος όρος του ετήσιου πληθωρισμού στην Ελλάδα (βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ)), σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ).

 

Σε αυτό συνέβαλε πτωτικά επέδρασε η αύξηση της έμμεσης φορολογίας το 2017, σε αντίθεση με την αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου, που επέδρασε αυξητικά, σύμφωνα εβδομαδιαίο δελτίο για την οικονομία της Eurobank.

 

Η επίδραση της πρώτης δύναμης υπεραντιστάθμισε το αντίστοιχο μέγεθος της δεύτερης και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του πληθωρισμού στην Ελλάδα το 2018 κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ).

 

Ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στις 6 από τις 12 ομάδες αγαθών και υπηρεσιών που συνθέτουν τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) σημείωσε επιβράδυνση το 2018. Πιο αναλυτικά, ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στην κατηγορία των αλκοολούχων ποτών και καπνού παρουσίασε την υψηλότερη πτώση, από 6,5% το 2017 στο 2,9% το 2018, και ακολούθησαν οι παρακάτω ομάδες αγαθών και υπηρεσιών: στέγαση (από 1,8% το 2017 στο -0,3% το 2018), μεταφορές (από 3,1% το 2017 στο 2,0% το 2018), αναψυχή και πολιτιστικές δραστηριότητες (από -0,6% το 2017 στο -1,1% το 2018), ξενοδοχεία, καφέ και εστιατόρια (από 2,2% το 2017 στο 1,9% το 2018) και εκπαίδευση (από -0,1% το 2017 στο -0,2% το 2018).

 

Στην αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στις κατηγορίες της διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών (από 0,2% το 2017 στο 0,4% το 2018), της ένδυσης και υπόδησης (από -1,1% το 2017 στο -0,9% το 2018), των άλλων αγαθών και υπηρεσιών (από -1,5% το 2017 στο -0,9% το 2018), των διαρκών αγαθών, ειδών νοικοκυριού και υπηρεσιών (από -2,9% το 2017 στο -1,7% το 2018), των επικοινωνιών (από 1,7% το 2017 στο 3,0% το 2018) και της υγείας (από -2,1% το 2017 στο 0,5% το 2018).

 

Εν κατακλείδι, έπειτα από 4 χρόνια αποπληθωριστικών πιέσεων (2013 -0,9%, 2014 -1,4%, 2015 -1,1% και 2016 0,0%), ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στην Ελλάδα παρέμεινε σε θετικό έδαφος για 2ο έτος στη σειρά το 2018. Ο πυρήνας του ΕνΔΤΚ με σταθερούς φόρους σημείωσε οριακή αύξηση 0,2% το 2018 από οριακή πτώση -0,1% το 2017. Τα εν λόγω πολύ χαμηλά επίπεδα του πυρήνα πληθωρισμού ερμηνεύονται σε έναν βαθμό από το υψηλό παραγωγικό κενό της ελληνικής οικονομίας (δυνητικό ΑΕΠ > πραγματοποιηθέν ΑΕΠ).

 

Επιπροσθέτως, η απόκλιση ανάμεσα στον μέσο ετήσιο πληθωρισμό της Ελλάδος και της Ευρωζώνης, διατηρήθηκε σε αρνητικό έδαφος για 7ο συνεχές έτος το 2018, με τη μέση ετήσια απόκλιση (2012-2018) να διαμορφώνεται στις -1,2 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ).

 

Ως γνωστόν, είχε προηγηθεί μια μακρά περίοδος συνεχούς θετικής απόκλισης ανάμεσα στον μέσο ετήσιο πληθωρισμό της Ελλάδος και της Ευρωζώνης (μέση ετήσια απόκλιση της τάξης των +1,5 ΠΜ την περίοδο 1997-2011) με αποτέλεσμα την απώλεια ανταγωνιστικότητας και την ενίσχυση του εξωτερικού ελλείμματος της ελληνικής οικονομίας.

 

Είναι αναντίρρητα αποδεκτό ότι το προαναφερθέν μονοπάτι αντιστράφηκε κατά τη διάρκεια των 3 Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής με την ελληνική οικονομία να ανακτά ένα μέρος της απωλεσθείσας ανταγωνιστικότητας, κυρίως σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας αλλά και σε όρους γενικού επιπέδου των τιμών.

 

Ωστόσο, η ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας έναντι των εμπορικών της εταίρων είναι συνάρτηση πολλών μεταβλητών και όχι μόνο του κόστους εργασίας και του γενικού επιπέδου των τιμών.

 

Επί παραδείγματι, όπως σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής (Δεκέμβριος 2018), η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας (π.χ. έκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας) εξακολουθεί να βρίσκεται σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και τα δύο τελευταία χρόνια παρουσιάζει υποχώρηση.

 

Το εν λόγω πεδίο, ήτοι της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής καθώς θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό τη μακροπρόθεσμη πορεία των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Η διατήρηση της τελευταίας σε υψηλά επίπεδα αποτελεί σημαντική συνθήκη για την αλλαγή του υποδείγματος μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας και την είσοδό της σε ένα μονοπάτι ανάπτυξης χωρίς υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, καταλήγει η Eurobank.

ΠΗΓΗ

Προηγούμενο άρθροΗ ΔΕΗ πουλάει, αλλά δεν ξεπουλάει τις λιγνιτικές μονάδες
Επόμενο άρθροΑνοίγει ο δρόμος για ένταξη της Β. Μακεδονίας στην Ε.Ε.