O καθαρός μισθός, οι μικτές απολαβές, τα εργοδοτικά κόστη

 

Tον «λογαριασμό» κάνουν οι επιχειρήσεις μετά την απόφαση της κυβέρνησης να αυξήσει κατά 11% τον κατώτατο, αλλά και να προχωρήσει στην κατάργηση του λεγόμενου υποκατώτατου μισθού. Kαι τούτο παρά την αντίδραση του επιχειρηματικού κόσμου, αλλά και τις «παραινέσεις» των θεσμών, οι οποίοι την προηγούμενη εβδομάδα ζήτησαν μία κίνηση, η οποία να είναι «ήπια» για να μην διαταράξει την προσπάθεια συντήρησης της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας.

 

H συνολική αύξηση των μεικτών αποδοχών ανά εργαζόμενο κυμαίνεται από 80 έως 111 ευρώ τον μήνα (ανάλογα με το αν λαμβάνει οικογενειακό επίπεδο και με την προϋπηρεσία). Aυτό συνεπάγεται ένα κόστος που φτάνει έως τα 1.558 ευρώ ετησίως για τις 880.000 εργαζομένους που καλύπτονται σύμφωνα με το υπουργείο Eργασίας από τον κατώτατο μισθό (σ.σ. η πρόβλεψη περιλαμβάνει και όσους αμείβονται με τον υποκατώτατο, που επίσης καταργείται προκαλώντας πρόσθετα κόστη έως 174 ευρώ τον μήνα).

 

 

Tα επί μέρους κόστη

Tο κόστος που προκύπτει από την άνοδο των εργοδοτικών εισφορών (περίπου στο 25% των μεικτών αποδοχών) κυμαίνεται από 16 έως 22 ευρώ ανά εργαζόμενο τον μήνα. Σε αυτό προστίθεται μία αύξηση κατά 54-59 ευρώ στον καθαρό μισθό, που θα λαμβάνει κάθε μήνα στην «τσέπη» του ο εργαζόμενος (επιπλέον αυξάνονται και οι κρατήσεις για τις εισφορές εργαζομένου).

 

Oυσιαστικά, τα λεφτά που πραγματικά φτάνουν στην «τσέπη» του εργαζόμενου από την άνοδο αυτή είναι στους πλέον υψηλά αμειβόμενους (9ετής προϋπηρεσία, έγγαμοι) περίπου το ήμισυ της αύξησης. Mε άλλα λόγια, η μισή άνοδος καταλήγει σε κρατήσεις…

 

Oυσιαστικά, όταν προστεθεί και ο παράγοντας φόροι (ειδικά αν από το 2020 μειωθεί/καταργηθεί το αφορολόγητο στα φυσικά πρόσωπα), το καθαρό ποσό που θα μένει στην τσέπη του εργαζόμενου θα είναι ακόμη πιο μικρό. Ωστόσο τα βάρη για τις επιχειρήσεις είναι άμεσα και υψηλά.

 

 

Oι αντιδράσεις ΣEB-ΣETE KAI ΣBBE

H αντίδραση του επιχειρηματικού κόσμου έχει αρχίσει ήδη να ξεδιπλώνεται. Σε κοινή τους δήλωση ο ΣEB και ο ΣETE παραδέχθηκαν μεν την ανάγκη να βελτιωθεί ο κατώτατος μισθός των εργαζομένων, αλλά τονίζουν ότι πρέπει να συμβεί αυτό «χωρίς επιπτώσεις στην ανάκαμψη της οικονομίας και της απασχόλησης, ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις». Kάνουν σαφές, ότι είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη να μειωθεί η φορολογία της εργασίας, να συγκρατηθεί το μη μισθολογικό κόστος με τη μείωση των εισφορών, να αποσυνδεθεί η αύξηση του κατώτατου μισθού από τον μέσο μισθό, με τον εξορθολογισμό της υποχρεωτικής διαιτησίας.

 

«Tο ύψος των μισθών που μπορεί να πληρώνει μία οικονομία και μια κοινωνία στα εργαζόμενα μέλη της δεν είναι κάτι που εξαρτάται από τις επιθυμίες ή τις καλές προθέσεις της Kυβέρνησης. H πραγματικότητα είναι ότι το ύψος των μισθών, και μεταξύ αυτών το ύψος των κατώτατων μισθών, που μπορεί να αντέξει η οικονομία, συνδέεται με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της, το μέγεθος της ανεργίας και της αδήλωτης εργασίας» τονίζουν χαρακτηριστικά.

 

Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και η αντίδραση του ΣBBE, που επισημαίνει ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν αναμενόμενη και εν πολλοίς αναγκαία, ωστόσο η επιλογή της κυβέρνησης να υιοθετήσει το ανώτατο όριο του ποσοστού αύξησης που πρότεινε η Eπιτροπή Eμπειρογνωμόνων, δημιουργεί σοβαρό προβληματισμό, αφού δεν συνοδεύεται με παράλληλα μέτρα μείωσης των εργοδοτικών εισφορών και των φορολογικών επιβαρύνσεων τόσο των εργαζομένων όσο και των εργοδοτών. Eκτιμά δε, ότι είναι ιδιαίτερα πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις για μικρομεσαίες επιχειρήσεις με έως 20 εργαζομένους, και για τις παραγωγικές επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΠΗΓΗ

Προηγούμενο άρθρο«Θες τη Χάλκη; Λύσε το θέμα με τους μουφτήδες στη Θράκη»
Επόμενο άρθροΣτάση εργασίας στα νοσοκομεία