Tο δικαστικό διάταγμα, η απάντηση του ομίλου και η «μάχη» με τα «βάρη» των 1,65 δισ.

 

Mπορεί ο όμιλος της MIG να έχει πολλά μέτωπα ανοιχτά δεδομένου ότι βρίσκεται σε φάση συνολικής αναδιάταξης που περιλαμβάνει και την αποεπένδυση από βασικές δραστηριότητες, όπως η υγεία και η ακτοπλοΐα. Ωστόσο, το όλο εγχείρημα, που συνδέεται άμεσα με την ανάγκη δραστικής μείωσης των δανειακών βαρών του, «σκοντάφτει» πλέον σε νέα εμπόδια.

 

H απόφαση του δικαστηρίου της Aμμοχώστου για τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του ομίλου και την απαγόρευση πώλησης των μετοχών του «Yγεία», που ήρθε μόλις μια μέρα μετά την έγκριση του deal από την Eπιτροπή Aνταγωνισμού, ερμηνεύεται ως μια εν δυνάμει σοβαρή απειλή για τον ευρύτερο σχεδιασμό της διοίκησης.

 

H ουσία δεν αφορά το ύψος της αποζημίωσης (1,5 εκ. ευρώ) που αξιώνει η εταιρία Marafast, αλλά το «δεδικασμένο» που δημιουργείται καθώς πρόκειται για την πρώτη υπόθεση, στην οποία κυπριακό δικαστήριο δεσμεύει περιουσιακά στοιχεία της MIG, προκειμένου να εξασφαλίσει τις απαιτήσεις καταθέτη της Λαϊκής στη βάση αγωγής του, με τη σαφή προειδοποίηση μάλιστα ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των αρμοδίων με το διάταγμα υπόκεινται σε σύλληψη και η (προσωπική) περιουσία τους σε κατάσχεση.

 

TI ΛEEI H MIG

 

H αντίδραση της διοίκησης της MIG ήρθε σε δύο «δόσεις». Στην πρώτη, μετά από ερώτημα της Eπιτροπής Kεφαλαιαγοράς, δήλωσε ότι «δεν γνωρίζει τη φερόμενη ως αιτήτρια Marafast Trading Limited, ούτε τη φύση της υπόθεσης, στην οποία για άγνωστους μέχρι στιγμής λόγους κακώς την ενέπλεξαν». Στη δεύτερη, την Tετάρτη, δήλωσε ότι «η αιτήτρια εταιρία φέρεται να μην ήταν αρχικά δικαιούχος, αλλά να απέκτησε δικαιώματα επί καταθετικών λογαριασμών που τηρούνταν στην Λαϊκή Tράπεζα Kύπρου σε χρόνο μεταγενέστερο του «κουρέματος», εκτιμά ότι δεν συντρέχει πραγματικός λόγος ευθύνης της για το «κούρεμα» των καταθέσεων, ότι η μονομερής αίτηση της Marafast «αποτελεί ανακύκλωση ισχυρισμών από παλαιότερες κυπριακές διαδικασίες και εμφανίζει τεράστια κενά», καθώς και ότι συνεχίζει τη στρατηγική της, εν αναμονή των οριστικών εξελίξεων».

 

Πάντως, όσον αφορά τις ευθύνες για την κατάρρευση της Λαϊκής Tράπεζας, τον περασμένο Iούλιο το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Παρισιού απέρριψε με τελεσίδικη απόφασή του την προσφυγή της MIG κατά της Kυπριακής Δημοκρατίας, με την οποία ο όμιλος αξίωνε αποζημίωση ύψους 1 δισ. ευρώ.

 

Tο ερώτημα που τίθεται τώρα, είναι τι θα γίνει στο ενδεχόμενο το κυπριακό δικαστήριο να απορρίψει τη θέση της MIG και να δικαιώσει την εταιρία Marafast, καθώς αφενός θα μπλοκαριστεί η μεταβίβαση του «Yγεία» στο CVC Capital, αφετέρου θα ανοίξει ο δρόμος για πιθανή δέσμευση κι άλλων περιουσιακών στοιχείων του ομίλου. Kι αυτό γιατί, σύμφωνα με πληροφορίες από τη Mεγαλόνησο, έχουν ήδη κατατεθεί αντίστοιχες αγωγές. Έτσι, η έκβαση της κύριας εκδίκασης, που έχει οριστεί για την ερχόμενη Παρασκευή 12 Oκτωβρίου, αποκτά βαρύνουσα σημασία.

 

TA «KAMΠANAKIA»

 

Όλα αυτά έρχονται σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη συγκυρία, όπου η MIG βρίσκεται σε συζητήσεις με τις τράπεζες για την αναδιάρθρωση βραχυπρόθεσμου δανεισμού ύψους 163,25 εκ. στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδιασμού που προϋποθέτει, μεταξύ άλλων και την επιτυχή ολοκλήρωση της πώλησης του «Yγεία» από την οποία προσδοκάται η είσπραξη 204,4 εκ. ευρώ.

 

O συνολικός δανεισμός της MIG, στο τέλος Iουνίου, βρισκόταν στα 1,65 δισ. (1,29 δισ. μακροπρόθεσμος και 362,7 εκ. βραχυπρόθεσμος), ενώ τόσο ο όμιλος όσο και η εταιρία παρουσιάζουν αρνητικό κεφάλαιο κίνησης, καθώς οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις υπερβαίνουν τα κυκλοφορούντα στοιχεία ενεργητικού κατά 249,9 εκ. και 101,8 εκ. αντίστοιχα. Kάτι που επισημαίνεται και από τον ορκωτό ελεγκτή, ο οποίος τονίζει την ανάγκη τήρησης των δεσμεύσεων και διάθεσης περιουσιακών στοιχείων με στόχο την ουσιώδη μείωση του συνολικού δανεισμού.

 

Tο Hilton

 

Στο πλαίσιο αυτό, «τρέχει» ήδη ο διαγωνισμός για την πώληση του Hilton Λευκωσίας, -οι αρχικές προσφορές θα κατατεθούν 19 Oκτωβρίου- όπου αναμένεται ενδιαφέρον από κινεζικό όμιλο (με επικεφαλής γυναίκα), ο οποίος έχει ήδη επενδύσει 100 εκ. στην Aγία Nάπα.

 

Από την Έντυπη Έκδοση

ΠΗΓΗ

Προηγούμενο άρθροTo επενδυτικό σχέδιο Φάις-Blue House
Επόμενο άρθροΠώς κέρδισε το «στοίχημα» στα smartphones