Η υπόθεση των παρακολουθήσεων θα μας ακολουθεί για αρκετό καιρό. Αυτό είναι αναμενόμενο εάν αναλογιστούμε ότι θύμα παρακολούθησης ήταν ευρωβουλευτής και μετέπειτα αρχηγός του τρίτου κόμματος στην ελληνική Βουλή. Ούτε είναι μικρό πράγμα να βλέπουμε μια πολιτική αντιπαράθεση που δεν έχει απλώς τους «υψηλούς τόνους», που είναι συνηθισμένη στην εποχή που η επικοινωνία κυριαρχεί της ουσίας, αλλά αφορά εγκλήσεις για τον πυρήνα της θεσμικής λειτουργίας της δημοκρατίας.

Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι η αντιπαράθεση αυτή μοιάζει να διαμορφώνει ένα ρήγμα σε ένα φάσμα πολιτικών δυνάμεων που στο πρόσφατο παρελθόν συνέπραξαν και το ερώτημα μιας μελλοντικής σύμπραξής τους δεν είχε ποτέ αποκλειστεί πλήρως.

Η σημασία της ρήξης ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ και ΝΔ

Ο ίδιος ο Νίκος Ανδρουλάκης με τη δήλωσή του είναι σαφές ότι επέλεξε μια γραμμή αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση. Δεν είναι τυχαίο η αποστροφή με την οποία τελειώνει η δήλωσή του: «Προσπαθήσατε όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα, να θέσετε σε ομηρία εμένα και μία ολόκληρη Παράταξη για να πετύχετε τους σκοτεινούς σας σκοπούς. Όχι μόνο αποτύχατε παταγωδώς εκθέτοντας διεθνώς τη χώρα, αλλά σήμερα αυτή η περήφανη Παράταξη μαζί με την πλειοψηφία του δημοκρατικού κόσμου της χώρας, σας δείχνει την πόρτα της εξόδου από την εξουσία»

Όμως, και ο τρόπος με τον οποίο έχει παρέμβει στη συζήτηση αυτή ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πολύ χαρακτηριστικός, μια που έχει χρησιμοποιήσει ιδιαίτερα υψηλούς τόνους απέναντι στην κυβέρνηση. Ενδεικτικό το παρακάτω απόσπασμα πρόσφατου κειμένου του: «Το συμπέρασμα μου είναι ότι η κυβερνητική γραμμή σύμφωνα με την οποία η παρακολούθηση των τηλεφωνικών επικοινωνιών του κ. Ανδρουλάκη ήταν «τυπικά επαρκής» και άρα «νόμιμη» αλλά «πολιτικά εσφαλμένη και μη αποδεκτή», είναι  μίζερη, αδιέξοδη και μάταιη. Υπήρξε μείζον ατόπημα. Βαριά προσβολή του Συντάγματος και αυτή οφείλεται στον συγκεντρωτικό τρόπο οργάνωσης και άσκησης  της πρωθυπουργικής εξουσίας».

Κλείσιμο ενός κύκλου;

Η ρήξη αυτή μοιάζει να κλείνει έναν κύκλο που φάνηκε να ανοίγει μέσα στην περίοδο των Μνημονίων όταν αρκετοί υποστήριξαν ότι η συγκυβέρνηση ανάμεσα στην κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά δεν συνιστούσε απλώς μια αναγκαστική σύμπραξη υπό το βάρος της πίεσης των δανειστών για εφαρμογή των προαπαιτούμενων, αλλά σηματοδοτούσε τη «σύγκλιση» ενός «μετώπου της λογικής» για όσους το έβλεπαν με θετική ματιά, ή του «Ακραίου Κέντρου» για όσους ήταν πιο επικριτικοί.

Και πράγματι φαινόταν ως πολιτικοί από διαφορετικές αφετηρίες να συγκλίνουν σε μια κατεύθυνση που αποδεχόταν την προτεραιότητα της αγοράς και την ανάγκη ιδιωτικοποιήσεων, τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις στο κράτος στην κατεύθυνση της ευελιξίας και της κινητικότητα, τον περιορισμό των περιθωρίων «δυναμικής» έκφρασης του κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού, τον εκσυγχρονισμό ζητημάτων που αφορούσαν το οικογενειακό δίκαιο και τις έμφυλες ταυτότητες και σχέσεις και την «πράσινη μετάβαση».

Από όλα τα στελέχη της ΝΔ ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν αυτός που κατεξοχήν εντασσόταν σε αυτό το ιδιαίτερο κλίμα, πολύ περισσότερο από άλλα στελέχη της ΝΔ που απηχούσαν περισσότερο παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές.

Το ιδιαίτερο αυτό ιδεολογικό κλίμα εν μέρει σφυρηλατήθηκε στη διάρκεια των κυβερνήσεων 2012-2015, εν μέρει εκφράστηκε με την εμφάνιση σχηματισμών που λειτούργησαν ως εργαστήρια τέτοιων συγκλίσεων όπως το Ποτάμι και ως ένα βαθμό συνεχίστηκε σε πλευρές της αντιπολιτευτικής σύγκλισης σε αρκετές στιγμές της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ στη διάρκεια των κυβερνήσεων του Αλέξη Τσίπρα ως ένα βαθμό αργότερα σε σχέση με ζητήματα όπως η προανακριτική στη Βουλή για την υπόθεση Novartis.

Προφανώς και την ίδια στιγμή, τόσο η ΝΔ υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη σαφώς επέμεινε εξαρχής στη λογική των αυτοδύναμων κυβερνήσεων και το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ μετατοπίστηκε σε μια «ούτε-ούτε» στρατηγική που περιλάμβανε και αυστηρή αντιπολίτευση απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ, στοιχεία που έγιναν πιο έντονα και με την εκλογή Ανδρουλάκη,

Όμως, το στοιχείο των συγκλίσεων γύρω από μια έννοια «κέντρου» αποτυπωνόταν σε διάφορα στοιχεία, με πιο χαρακτηριστικό ίσως τον εντυπωσιακό αριθμό κυβερνητικών στελεχών που προέρχονται από τον ιστορικό χώρο του ΠΑΣΟΚ και που συμμετέχουν στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Το διαρκώς επανερχόμενο ερώτημα των κυβερνήσεων συνεργασίας

Το ερώτημα των κυβερνήσεων συνεργασίας στην Ελλάδα έχει ταυτιστεί με «έκτακτες περιστάσεις» όπως ήταν η περίοδος της πολιτικής κρίσης 1989-1990 ή η περίοδος των Μνημονίων. Σε γενικές γραμμές στα δύο μεγάλα κόμματα η προτίμηση ήταν προς έναν «λειτουργικό δικομματισμό». Μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ, έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην απλή αναλογική,  θεωρώντας ότι παρότι κυρίαρχος στον χώρο «αριστερά του κέντρου» δεν μπορούσε να έχει ποσοστά που να επέτρεπαν αυτοδυναμία και εκτιμώντας ότι θα μπορούσε να διαμορφώσει μια σύγχρονη εκδοχή «δημοκρατικών δυνάμεων».

Ωστόσο, την ίδια στιγμή οι εκλογικές δυναμικές αποτυπώνουν μια εικόνα κάπως διαφορετική από την εποχή που τα δύο πρώτα κόμματα μοιράζονταν πάνω από 80% της λαϊκής ψήφου. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και με τον νόμο που ψηφίστηκε το 2020 και θα εφαρμοστεί στις μεθεπόμενες εκλογές (στις επόμενες θα εφαρμοστεί η παραλλαγή απλής αναλογικής που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ) χρειάζονται ποσοστά γύρω στο 38% για να υπάρξει αυτοδυναμία.

Το εάν και κατά πόσο η Ελλάδα έχει επιστρέψει στην εποχή της διαμόρφωσης τόσο ισχυρών παρατάξεων είναι κάτι που θα φανεί στις επόμενες εκλογές. Πάντως η πανευρωπαϊκή τάση είναι ακόμη και εκεί που η παράδοση ήταν όντως για μεγάλες και ισχυρές παρατάξεις, τα πράγματα να είναι διαφορετικά.

Αυτό εξηγεί και την τάση για κυβερνήσεις συνεργασίας όπως και το γεγονός ότι σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες με σχετικά μακρά παράδοση κυβερνήσεων συνεργασίας οι ψηφοφόροι συχνά ψηφίζουν κόμματα που θα εκπροσωπήσουν την ιδιαίτερη οπτική τους σε κυβερνήσεις συνεργασίας παρά παρατάξεις που θα διεκδικήσουν να κυβερνήσουν αυτοδύναμα.

Αυτό σημαίνει επίσης ότι το Κέντρο γίνεται ένα διαφιλονικούμενο πεδίο και στο πεδίο των κυβερνητικών συνεργασιών.

Αυτό μπορεί να είναι πιο έντονο στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ που ρητά έχει καλέσει το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ σε συνεργασία, αλλά ούτε η ΝΔ, ιδίως στην εκδοχή που εκπροσωπεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει να χάσει τον χώρο του Κέντρου ή την προσπάθεια να «ηγεμονεύσει» σε αυτό ή – ανεξαρτήτως του εάν το θέτει ως διακηρυκτικό στόχο ή όχι – να συνεργαστεί μαζί του εάν η εκλογική αριθμητική το επιβάλλει.

Το βάρος του ρήγματος

Η αποκάλυψη ότι παρακολουθήθηκε ο Νίκος Ανδρουλάκης εκ των πραγμάτων αποτελεί ένα ρήγμα. Καταρχάς ούτως ή άλλως είναι ένα σοβαρό θεσμικό πρόβλημα. Το να μπορούν να παρακολουθούνται βουλευτές και ευρωβουλευτές μπορεί να προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία, όμως αυτό δεν αναιρεί ότι στην πράξη μπορεί να θεωρηθεί εκτροπή.

Το ίδιο ισχύει με όλη τη διαπίστωση μιας σημαντικής αδιαφάνειας στο πώς γίνεται η διαχείριση της εκτεταμένης δυνατότητας παρακολουθήσεων που έχει η ΕΥΠ ή στα ανοιχτά ερωτήματα για το τι ακριβώς γίνεται με τη χρήση προηγμένου λογισμικού παρακολουθήσεων στη χώρα μας.

Και βέβαια όταν έρχονται στο προσκήνιο παρακολουθήσεις άλλων πολιτικών κομμάτων, μάλιστα με υπόνοιες ότι αυτό μπορεί να είχε να κάνει με προσπάθεια διαμόρφωσης πολιτικών συσχετισμών στο εσωτερικό τους, είναι σαφές ότι κλονίζονται συνολικότερες σχέσεις πολιτικής εμπιστοσύνης και εκ των πραγμάτων υπονομεύονται δυνατότητες πολιτικού διαλόγου ή ακόμη και συνεργασίας, ιδίως όταν υπάρχει η αίσθηση ότι δεν τηρούνται «οι κανόνες του παιχνιδιού». Διαμορφώνονται ρήγματα που δεν είναι εύκολο να γεφυρωθούν.

Ένα νέο σκηνικό;

Το ερώτημα είναι εάν όλα αυτά διαμορφώνουν ένα νέο σκηνικό. Ας μην ξεχνάμε ότι τα ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία των θεσμών λειτουργούν κυρίως ως καταλύτες και οι μεγάλες αλλαγές ή ανατροπές στις σχέσεις εκπροσώπησης και τους πολιτικούς συσχετισμούς έχουν να κάνουν κυρίως με τα ζητήματα που αφορούν την οικονομία και την κοινωνική κατάσταση του εκλογικού σώματος. Και εκεί βέβαια υπάρχει όλο το βάρος από τα ζητήματα που αφορούν τον πληθωρισμό και το ενεργειακό κόστος μαζί με την αβεβαιότητα που φέρνει η συνεχιζόμενη σύγκρουση στην Ουκρανία.

Με αυτή την έννοια όντως το κρίσιμο ζήτημα θα είναι εάν θα μπορέσει η κυβέρνηση να χειριστεί αυτά τα ζητήματα περιορίζοντας το κοινωνικό κόστος και αποφεύγοντας τα όποια προβλήματα στην οικονομία να μετατραπούν και σε πολιτικό κόστος.

Ωστόσο, σε μια μερίδα του εκλογικού σώματος η έκβαση της υπόθεσης με τις παρακολουθήσεις θα έχει μια επίπτωση. Προφανώς, ρόλο θα παίξει εάν η διερεύνηση της υπόθεσης θα μπορέσει να προσφέρει πειστικές αποδείξεις που θα απαλλάσσουν την κυβέρνηση από την ουσιαστική ευθύνη (έστω και εάν θα γεννούν ερωτήματα για ενδεχόμενη δράση «παράλληλων κέντρων») ή εάν θα συντηρηθεί η διάχυτη αίσθηση ότι η ευθύνη αγγίζει και την κυβέρνηση.

Μέχρι τότε βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης κατάφερε μέσα από τον τρόπο που χειρίστηκε την υπόθεση και την επιμονή του να υπάρξουν καθαρές εξηγήσεις για τις σε βάρος του παρακολουθήσεις να βρει έναν δρόμο ώστε να κατοχυρώσει τη δική του θέση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και μάλιστα σε ένα θέμα, αυτό της υπεράσπισης δημοκρατικών θεσμών, που τον συνδέει με την ιστορικότητα της παράταξής του.

Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ έχει να αντιμετωπίσει ένα ορισμένο παράδοξο: οι ίδιες εξελίξεις που δημιουργούν αντικειμενικά όρους σημαντικού πολιτικού κόστους για την κυβέρνηση της ΝΔ – αυτό δηλαδή που είναι ο στόχος της αντιπολιτευτικής τακτικής του – να είναι και αυτές που διαμορφώνουν και κάπως διαφορετικό συσχετισμό εντός του «αντιπολιτευτικού μπλοκ» που θέλει να διαμορφώσει.

Περισσότερα Εδω

Προηγούμενο άρθροΓιαμαρέλλου: Τον Ιούλιο είχαμε 110.000 επαναμολύνσεις – Ποιους συμβουλεύει να κρατήσουν τη μάσκα
Επόμενο άρθροΣταϊκούρας: Κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης και επίδομα θέρμανσης στο πακέτο των μέτρων στήριξης