Ο «Αιώνας της Τουρκίας», τον οποίο οραματίζεται και προβάλλει συστηματικά τα τελευταία χρόνια ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δεν θα μπορούσε παρά να συνοδεύεται από μια ισχυρή πολεμική μηχανή, η οποία θα είναι σε θέση να υποστηρίξει τόσο τις γεωπολιτικές διεκδικήσεις (λέγε με «Γαλάζια Πατρίδα») όσο και τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας των σχεδόν 90 εκατομμυρίων κατοίκων.

Η Τουρκία βρέθηκε πέρυσι στην 11η θέση της λίστας με τις χώρες που έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά οπλικών συστημάτων

Ετσι, καθώς οι ειδικοί θεωρούν ότι διαθέτει ήδη τον δεύτερο ισχυρότερο συμβατικό στρατό από τα 32 κράτη – μέλη του ΝΑΤΟ, ο οποίος έχει παρουσία σε αρκετές χώρες και ενεργό εμπλοκή σε πολεμικά μέτωπα, ο πρόεδρος της Τουρκίας δεν διστάζει να τοποθετεί τον πήχη ακόμη πιο ψηλά, με προφανή στόχο τη μετατροπή της σε αδιαμφισβήτητη περιφερειακή υπερδύναμη.

Το κλειδί για την υλοποίησή του δεν είναι άλλο από τη συγκρότηση μιας ισχυρής πολεμικής βιομηχανίας, η οποία θα είναι ικανή για δύο πράγματα: αφενός, να διασφαλίσει την κάλυψη του μεγαλύτερου μέρους των αναγκών των ενόπλων δυνάμεων, χωρίς να εξαρτάται από τις εισαγωγές και τις διαθέσεις των εταίρων και συμμάχων. Αφετέρου, να έχει έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό, μπαίνοντας στο κλαμπ των πιο ισχυρών του κλάδου.

Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν, μάλιστα, ότι έχουν ήδη γίνει σημαντικά βήματα και προς τις δύο κατευθύνσεις.

Η Τουρκία βρέθηκε πέρυσι στην 11η θέση της λίστας με τις χώρες που έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά οπλικών συστημάτων, με τις βιομηχανίες της να έχουν πλέον περίοπτη θέση στις διεθνείς εκθέσεις – όπως αυτή που πραγματοποιήθηκε στη Σαουδική Αραβία στις 4-8 Φεβρουαρίου – ενώ διεκδικούν ηγετικό ρόλο ειδικά σε ορισμένους τομείς.

Επίσης, το ποσοστό της αυτάρκειας είναι αξιοσημείωτο και αναμένεται φέτος να φτάσει στο 85%. Εντυπωσιακή είναι και η αύξηση των αποκαλούμενων «αμυντικών» δαπανών στον φετινό προϋπολογισμό (κάτι που, προφανώς, έχει σχέση και με τη συμφωνία που επιτεύχθηκε με τις ΗΠΑ για τα F-16).

Οικογενειακή υπόθεση…

Αναμφίβολα, η παραπάνω εικόνα πρέπει να πιστωθεί στον μεγαλύτερο βαθμό της στη διακυβέρνηση Ερντογάν και του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, που ξεκίνησε πριν από δύο και πλέον δεκαετίες (στα τέλη του 2002).

Οπως δε υπογράμμιζε πρόσφατα σχετικό ρεπορτάζ της «Daily Sabah», «ο σημαντικός αυτός μετασχηματισμός της Τουρκίας πυροδοτήθηκε από τα αλλεπάλληλα εμπάργκο της Δύσης».

Με απλά λόγια: αντί να τη γονατίσουν, οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν εις βάρος της επί Ερντογάν – με πιο γνωστή (αλλά σε καμία περίπτωση μοναδική) αυτή του αποκλεισμού της από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των «αόρατων» μαχητικών F-35, εξαιτίας της προμήθειας του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400 – μετατράπηκαν σε ευκαιρία ανάπτυξης.

Αξίζει να σημειωθεί, σε αυτό το σημείο, μια ακόμη ιδιαιτερότητα της πολύχρονης διαδικασίας, το οποίο αποδεικνύει και τη σημασία που της απέδωσε εξαρχής ο Ερντογάν: το γεγονός ότι καθοδηγήθηκε απευθείας από τον ίδιο, καθώς την εμπιστεύθηκε σε άτομα του στενού κύκλου του – ανάμεσά τους στον γαμπρό του, Σελτζούκ Μπαϊρακτάρ, ο οποίος ηγείται της Baykar που παράγει τα παγκοσμίως γνωστά drones και, σύμφωνα με ορισμένους, θεωρείται από τους πιθανούς διαδόχους του «σουλτάνου».

Μπορούν, άραγε, όσα έχει πετύχει η Αγκυρα σε αυτόν τον τομέα να αποτελέσουν «παράδειγμα προς μίμηση» για άλλες χώρες; Και υπάρχει, άραγε, ακόμη καιρός για να το ακολουθήσουν;

Μία, δύο, τρεις, πολλές βάσεις (στο εξωτερικό)

«Δεν έχει υπάρξει άλλη περίοδος ύστερα από εκείνη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ο τουρκικός στρατός να διέθετε τόσο μεγάλο αποτύπωμα», σημείωνε πρόσφατα το Bloomberg, αναφερόμενο στην παρουσία των ενόπλων δυνάμεων της γειτονικής χώρας εκτός συνόρων.

Οπως τονίζει το ρεπορτάζ, «πέρα από την 50ετή παρουσία της στη «Βόρεια Κύπρο», η Τουρκία διατηρεί στρατιωτικές δυνάμεις σε τέσσερις χώρες της Μέσης Ανατολής, ενώ σχεδιάζει να εντείνει τις επιχειρήσεις της στη Συρία και στο Ιράκ. Επίσης, έχει στρατεύματα σε Αζερμπαϊτζάν και Σομαλία».

Πέραν αυτών, μετέχει σε μια σειρά διεθνείς στρατιωτικές αποστολές (Κόσοβο, Βοσνία και Ερζεγοβίνη κ.α.), ενώ έχει «συμβούλους» σε αρκετές χώρες (ανάμεσά τους σε Γκάμπια και Μάλι).

Αυτά είναι, σύμφωνα με το Bloomberg, τα σημεία με τη μεγαλύτερη στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας:

  • Ιράκ-Συρία: Η παρουσία των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας στο βόρειο τμήμα των δύο αυτών χωρών σχετίζεται, επισήμως, με την αντιμετώπιση της απειλής που προέρχεται από τις κουρδικές αυτονομιστικές οργανώσεις PKK και YPG/ PYD, που από την Αγκυρα χαρακτηρίζονται τρομοκρατικές. Σε αυτό το πλαίσιο, έχει κατασκευάσει περισσότερα από 100 φυλάκια – παρατηρητήρια στο Ιράκ, ενώ επιδιώκει να δημιουργήσει μια «ζώνη ασφαλείας» στη Βόρεια Συρία, όπου ελέγχει αρκετές πόλεις και χωριά.
  • Κατάρ: Πρόκειται για έναν από τους πολυτιμότερους συμμάχους που έχει στον αραβικό κόσμο η Τουρκία, ο οποίος μάλιστα στάθηκε στο πλευρό της κατά τη διάρκεια της διένεξης με τη Σαουδική Αραβία. Από το 2017 διατηρεί στρατιωτική βάση στο έδαφός του, ενώ έχει συνάψει συμφωνία που επιτρέπει την εκατέρωθεν προσωρινή μετακίνηση μαχητικών αεροσκαφών (ανάμεσά τους και των γαλλικών Rafale που διαθέτει το Κατάρ) για ασκήσεις.
  • Σομαλία: Οι στρατιωτικές σχέσεις ανάμεσα στην Τουρκία και την αφρικανική χώρα αναβαθμίστηκαν μετά την επίσκεψη του Ερντογάν στο Μογκαντίσου το 2011. Σε αυτό το πλαίσιο, από το 2017 η Τουρκία διαθέτει στο έδαφός της τη μεγαλύτερη εκτός συνόρων βάση, στην οποία, εκτός των άλλων, εκπαιδεύει συστηματικά και στελέχη του στρατού της Σομαλίας. Τον περασμένο Μάρτιο δε υπογράφηκε νέο μνημόνιο για την αναβάθμιση της διμερούς συνεργασίας σε αυτό το επίπεδο.
  • Λιβύη: Η Τουρκία εμπλέκεται ενεργά στον εμφύλιο πόλεμο διαρκείας στη Λιβύη, έχοντας πάρει το μέρος της μιας εκ των δύο κυβερνήσεων, με έδρα την Τρίπολη, όπου διατηρεί μεγάλο αριθμό «συμβούλων». Μάλιστα τον Ιούλιο του 2020 υπήρξε επιδρομή ξένων (άγνωστης προέλευσης, επισήμως) μαχητικών αεροσκαφών στη βάση αλ-Ουατίγια, όπου η Τουρκία είχε εγκαταστήσει στρατιωτικό υλικό και συστήματα αεράμυνας.
  • Αζερμπαϊτζάν: Με βάση το σύμφωνο στρατιωτικής και αμυντικής συνεργασίας που υπέγραψαν οι δύο χώρες το 2022, η Τουρκία διατηρεί στο Αζερμπαϊτζάν μεγάλο αριθμό «συμβούλων». Η βοήθεια που πρόσφερε στο Μπακού θεωρήθηκε αποφασιστική για την επικράτηση των Αζέρων απέναντι στους Αρμένιους, μετά την επίθεση – αστραπή που εξαπέλυσαν τον περασμένο Σεπτέμβριο, καταφέρνοντας να ανακτήσουν τον πλήρη έλεγχο του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
  • Κύπρος: Η Τουρκία διατηρεί περίπου 40.000 στρατού στα κατεχόμενα εδάφη του νησιού, τα οποία κατέλαβε μετά τη διπλή εισβολή το καλοκαίρι του 1974 (Αττίλας 1 και 2). Η αυτοαποκαλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» αναγνωρίζεται επισήμως, μέχρι στιγμής, μόνο από την Αγκυρα.

Premium έκδοση «Τα ΝΕΑ»

Περισσότερα Εδω

Προηγούμενο άρθροΔημογραφικό: 1.000.000 λιγότεροι Ελληνες έως το 2050
Επόμενο άρθροΜάκης Δελαπόρτας: Όταν «έφυγε» η Αλίκη, πιστέψαμε πως όλοι δεν είμαστε αθάνατοι