του Θωμά Σίδερη

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 ο φασιστικός άξονας δέχεται ένα ισχυρότατο πλήγμα. Ολόκληρη η Ευρώπη πληροφορείται από τις συχνότητες του BBC, μέσω ενός μαγνητοφωνημένου ραδιοφωνικού μηνύματος του αρχιστράτηγου των συμμαχικών δυνάμεων στρατηγού Ντουάιτ Ντ. Αϊζενχάουερ, ότι η ιταλική κυβέρνηση παρέδωσε άνευ όρων τις στρατιωτικές της δυνάμεις[1]. Η ιταλική συνθηκολόγηση που έγινε στις 3 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, όταν η 8η αγγλική στρατιά του Μοντγκόμερι πέρασε το στενό πορθμό της Μεσσήνης από τη Σικελία και αποβιβάστηκε στη μύτη της ιταλικής μπότας, αλλά κρατήθηκε -για ευνόητους λόγους- μυστική[2], υποχρέωσε τη Γερμανία να αναλάβει τον πλήρη έλεγχο των κατεχόμενων χωρών. Στις χώρες αυτές μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή δρούσαν και ιταλικά στρατεύματα. Αυτό ακριβώς έγινε και στην Ελλάδα.

Η διαταγή για την «επιχείρηση Καλάβρυτα» δίνεται από τον Χίτλερ και τον στρατάρχη Κάιτελ στις 29 Οκτωβρίου 1943. Η υλοποίησή της ανατίθεται στον διοικητή της 117ης Μεραρχίας, αντιστράτηγο Καρλ φον Λεσουίρ. Ο τελευταίος, αφού συγκεντρώνει τις στρατιωτικές δυνάμεις του που θεωρεί απαραίτητες, στις 25 Νοεμβρίου εκδίδει την υπ. αριθμ. 1296 διαταγή προς τις μονάδες που επρόκειτο να συμμετάσχουν στην επιχείρηση[3].

Ο χρόνος κυλά πλέον αντίστροφα. Δυνάμεις από την Πάτρα, το Αίγιο, την Τρίπολη, τον Πύργο Ηλείας και την ευρύτερη περιοχή της Κορινθίας συνενώνονται και ξεκινούν την πορεία τους. Αυτό που αφήνουν πίσω τους συμπυκνώνεται σε μια λέξη μόνο — θάνατος.

Στις 8 Δεκεμβρίου, γερμανικές δυνάμεις φτάνουν στην ιστορική μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Εκεί συλλαμβάνουν όλους τους μοναχούς και μερικούς λαϊκούς. Τους μεταφέρουν σε μικρή απόσταση από τη Μονή και τους δολοφονούν, πετώντας τους σε γκρεμό. Μετά από λίγες ημέρες επιστρέφουν στο μοναστήρι, το λεηλατούν και πυρπολούν το ιερό και τον ξενώνα[4]. Η μεγαλύτερη, όμως, σφαγή και καταστροφή συντελείται στα Καλάβρυτα.

Δευτέρα, 13 Δεκεμβρίου 1943. Δεν έχει ξημερώσει καλά καλά και η καμπάνα της μητρόπολης χτυπά μανιασμένα. Η διαταγή είναι σαφής. Άπαντες οι κάτοικοι των Καλαβρύτων πρέπει να συγκεντρωθούν άμεσα στο δημοτικό σχολείο. Λίγα λεπτά αργότερα καταφθάνουν οι πρώτες οικογένειες. Γερμανοί στρατιώτες διαχωρίζουν τους άντρες από τα γυναικόπαιδα.

Ο Γεώργιος Δημόπουλος ήταν τότε ένα αγόρι δεκατριών χρόνων…

«Ήταν μια μέρα παγερή, με πολλή καταχνιά, που μετά βίας έβλεπες λίγα μέτρα μπροστά σου. Από πολύ πρωί χτύπησαν ασυνήθιστα οι καμπάνες του χωριού, σαν μανιασμένες. Όλοι φανταστήκαμε πως κάτι σοβαρό θα ακολουθήσει. Κανένας όμως δε φαντάστηκε το μέγεθος αυτού που θα γινόταν. Δεν υπήρχε προηγούμενο ή εμείς δε γνωρίζαμε κάτι παρόμοιο. Σαν αστραπή διαδόθηκε η είδηση να πάνε όλες οι οικογένειες στο κτίριο του δημοτικού σχολείου. Επιπροσθέτως, οι άνδρες έπρεπε να πάρουν μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα για μια μέρα. Όποιος δεν παρουσιαζόταν στο σχολείο, ανεξαρτήτου ηλικίας ή φύλου, θα τουφεκιζόταν. Αυτή ήταν η διαταγή των Γερμανών κι αυτό σήμαινε πως δεν μπορούσε κανένας να την αγνοήσει. Τα περί κουβέρτας και τροφίμων ήταν παραπλανητικά. Έδωσαν αυτή τη διαταγή για να υποθέσει ο καθένας ότι κάπου θα έστελναν τους άντρες για δουλειά για λίγο και θα επέστρεφαν. Έτσι πήγαμε όλοι στο σχολείο κατά οικογένειες. Ο φόβος, όμως, έτρωγε τα σωθικά μας αφόρητα και βασανιστικά. Γέροι, παιδιά στην αγκαλιά της μάνας τους, άρρωστοι, ανήμποροι, όλοι εκεί.

Στην είσοδο του σχολείου ήταν δυο Γερμανοί αξιωματικοί, οι οποίοι κατά προσέγγιση προσδιόριζαν την ηλικία των παιδιών ώστε αν τα θεωρούσαν πάνω από δώδεκα χρόνων, τα οδηγούσαν στην αίθουσα μαζί με όλους τους ενήλικες άντρες που προόριζαν για εκτέλεση. Βέβαια, αυτό δεν το ήξεραν οι άντρες. Τις γυναίκες και τα παιδιά, κάτω από δώδεκα, τους έβαζαν σε άλλες αίθουσες. Τον πατέρα μου τον στείλανε με τους άντρες και τη μητέρα μου μαζί με τα άλλα τρία αδέλφια μου, που ήταν μικρότερα από μένα, τους σπρώξανε εκεί που ήταν τα γυναικόπαιδα. Ο αξιωματικός που καθόταν αριστερά μ’ έπιασε από τη μπλούζα και δίστασε πού να με στείλει. Στο τέλος, μου έδωσε μια δυνατή σπρωξιά και με έριξε κάτω. Χτύπησα χαμηλά στη σπονδυλική στήλη και πόνεσα πάρα πολύ. Κάποια στιγμή αποφάσισε και μου ‘δωσε μια δυνατή σπρωξιά κατά τη μάνα μου. Τώρα, του θύμισα κάτι, τι ακριβώς έγινε, δεν μπόρεσα να καταλάβω.

Ο τόπος της εκτέλεσης —
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ / EUROKINISSI

Θυμάμαι πως όταν γέμιζαν οι αίθουσες των αντρών, τους οδηγούσαν κατά ομάδες στον τόπο που είχαν επιλέξει από την προηγούμενη μέρα, στον τόπο δηλαδή της εκτέλεσης. Ήταν ανηφορικό μέρος και όποιος τολμούσε να τρέξει προς τα κάτω για να ξεφύγει, τον περίμεναν τρία μυδραλιοβόλα που ήταν διαβολικά όπλα. Έριχναν τεσσερισήμισι χιλιάδες σφαίρες το λεπτό. Τα είχαν όμως καμουφλαρισμένα ώστε να μη φαίνονται με την πρώτη ματιά. Εμείς τα παιδιά και οι γυναίκες περιμέναμε βασανιστικά, ώρες ολόκληρες, χωρίς να έχουμε καμιά πληροφόρηση. Η αγωνία μας μεγάλωνε συνεχώς, τα παιδιά έκλαιγαν, όλοι προσεύχονταν και σταυροκοπιόνταν. “Πού να πήγαν τα παιδιά και τους άντρες μας”, αναρωτιόνταν οι γυναίκες.

Την ίδια στιγμή, όμως, καιγόταν ολόκληρο το χωριό και από τα ψηλά παράθυρα του σχολείου βλέπαμε τους καπνούς που έφταναν στον ουρανό. Ώσπου άρχισαν να καίνε και τα γειτονικά στο σχολείο κτίρια. Βλέπαμε τη φωτιά να πλησιάζει. Κάποια στιγμή οι μαύροι καπνοί τρύπωσαν στις αίθουσες. Τότε ξέσπασε γενικός πανικός. Ακούστηκαν φωνές. “Φωτιά! Φωτιά! Μας καίνε!”. Ακολούθησαν σκηνές αλλοφροσύνης και αλαλαγμών. Παρατεταμένα ουρλιαχτά, χωρίς σταματημό. Πώς μπορεί κανείς να περιγράψει την κόλαση; Όλοι όρμησαν στις πόρτες ή πήδηξαν από τα παράθυρα. Οι μάνες προσπαθούσαν να βγάλουν πρώτα τα παιδιά τους έξω από το σχολείο. Θυμάμαι μια ηλικιωμένη γυναίκα που ποδοπατήθηκε και πέθανε επί τόπου.

Ερείπια — Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος – DMKO.gr

Όταν βγήκαμε έξω, ο ήλιος ήταν κατακόκκινος από τους καπνούς που είχαν αγκαλιάσει όλο τον τόπο. Βρισκόμασταν στον περίγυρο του σχολείου και απέναντί μας οι Γερμανοί που μόλις είχαν τελειώσει με τη σφαγή των αντρών και επέστρεψαν, απολαμβάνοντας το θέαμα πανευτυχείς.

Πλησίαζε απόγευμα. Σκορπιστήκαμε προς διάφορες κατευθύνσεις, ενώ υπήρχαν μάνες που έψαχναν ακόμα τα παιδιά τους. Κατά την έξοδό μας από το σχολείο και επειδή επικρατούσε πανζουρλισμός, κάποια παιδιά είχαν χαθεί. Κανένας δεν μπορούσε να πει σε αυτές τις γυναίκες αν κάηκαν, αν τα πήραν οι Γερμανοί, αν έτρεξαν μακριά να γλιτώσουν. Ταυτόχρονα, βλέπαμε τα καμένα σπίτια μας να σωριάζονται στη γη. Όλα έμοιαζαν γύρω μας ξένα. Όλα έγιναν φαντάσματα. Και το σπίτι μας και το μαγαζί μας κάηκαν. Δεν έμεινε τίποτα.

Εκείνη την ώρα δεν ήξερε κανένας πού βρίσκονταν οι άντρες και τα αγόρια που ήταν πάνω από δεκατριών χρόνων. Δεν πέρασε πολλή ώρα και την απάντηση την έδωσε η στεντόρεια φωνή μιας γυναίκας. Λεγόταν Φελελή. Από το απέναντι καταράχι, εκεί βρισκόταν το σπίτι της και κίνησε να πάει προς τα εκεί, φώναξε γοερά και παρατεταμένα: “Γυναίκες! Τους σκότωσαν όλους!” Έπεσε κεραυνός. Όλες οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά τρέξαμε προς τα εκεί. Πώς να αντέξουν όμως τα παιδιά αυτό που έβλεπαν;

Τον πατέρα μου τον είδα τελευταία φορά στις σκάλες του σχολείου. Δε θυμάμαι τις τελευταίες κουβέντες του. Εκείνες τις στιγμές ήμασταν σαν απολιθωμένοι, δε λειτουργούσαν τα αισθήματα. Ήταν πολυτέλεια να τον αγκαλιάσεις, να τον φιλήσεις. Μας είχε κυριεύσει ο φόβος, μόνο φόβος. Κάποιοι βέβαια που ήταν κάπως πιο μορφωμένοι ίσως ένιωθαν τον κίνδυνο, κατάλαβαν πως αυτός ο αποχωρισμός θα ήταν ο τελευταίος. Θυμάμαι μόνο πως με το βλέμμα του ο πατέρας μου προσπαθούσε να αγκαλιάσει ολόκληρη την οικογένειά του.

Εκεί, στο καταράχι που τον ξαναβρήκαμε, μόνο ένας ήχος ακουγόταν – ο απόηχος των πολυβόλων. Όπως ένας κάμπος είναι διάσπαρτος με παπαρούνες, έτσι έμοιαζε το αίμα των σκοτωμένων από μακριά. Η τρέλα και η παραφροσύνη έσμιγαν στο μυαλό των ζωντανών. Αυτό που αντίκριζαν δεν το χωρούσε ο νους: κομμένα μέλη, τρύπια κρανία, μυαλά σκόρπια, σάρκες διάσπαρτες. Κάποιοι ήταν ακόμα ζωντανοί: κάποιος προσπαθούσε να φέρει το χέρι του στα μάτια του, κάποιος άλλος έπιανε τα σωθικά του και προσπαθούσε να τα βάλει στην κοιλιά του, κάποιοι βαριανάσαιναν – ο ρόγχος του θανάτου. Ήταν και δυο άντρες νεκροί που κείτονταν αγκαλιασμένοι. Και μέσα σε αυτή την κόλαση, άρχισαν να ξεπροβάλλουν σιγά σιγά σαν φαντάσματα οι δεκατρείς διασωθέντες, διάτρητοι κι αυτοί από σφαίρες. Πετάγονταν ένας ένας, όπως ο Λάζαρος, από το σωρό των πτωμάτων. Ήσαντε ο Γιωργαντάς με κομμένη τη γλώσσα του, ο Καρακάσης με βγαλμένο το ένα μάτι του, ο Αδαμόπουλος κρατούσε τα έντερά του… Όλοι αιμορραγούσαν.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ — EUROKINISSI

Οι γυναίκες άρχισαν να ψάχνουν τους δικούς τους. Μετακινούσαν τα πτώματα για να βρουν το παιδί τους ή τον άντρα τους. Ρωτούσε η μια την άλλη… Θυμάμαι κάποια που έλεγε: “Βρήκα τον Κώστα”. Κάποια άλλη, η Βασονιά, αυτή που φώναξε πρώτη, και η Λυμπέραινα, σπάραζαν γιατί η καθεμιά είχε χάσει εκτός από την άντρα της και από τρία παιδιά. Το ψάξιμο δεν είχε τελειωμό. Δεν άκουγες λόγια παρηγοριάς. Ποιος να παρηγορήσει ποιον. Όσες γυναίκες έβρισκαν τους άντρες τους, τους έβαζαν πάνω στην κουβέρτα και τους έσερναν μέχρι το νεκροταφείο, ενάμισι χιλιόμετρο μακριά. Να μην τους βρει το βράδυ στο καταράχι. Θα τους έτρωγαν τα σκυλιά που μύρισαν το αίμα και όλο πλησίαζαν κοντύτερα και τα όρνια που πετούσαν πάνω από το κεφάλι μας. Στη μεταφορά των νεκρών βοηθούσαν και τα παιδιά. Όσοι είχαν παραπάνω από έναν νεκρό, επέστρεφαν στον τόπο εκτέλεσης για να πάρουν και τον άλλον. Αυτή η βουβή πομπή πήγαινε κι ερχόταν μέχρι αργά τη νύχτα. Πώς όμως να ανοιχτούν οι τάφοι; Με τα χέρια… δεν υπήρχε τίποτα άλλο.  Όπως όπως να σκεπάσουμε τους νεκρούς μας να μην έρθουν τ’ αγρίμια. Κι όταν πια τέλειωσε η ταφή, άρχισε ο επιτάφιος θρήνος, ο ύστατος αποχαιρετισμός. Αβάσταχτος θρήνος και σπαραγμός.

Το ίδιο βράδυ αργά προλάβαμε κι εμείς και θάψαμε τον πατέρα μας. Η μάνα μου με τα νύχια της έσκαψε τον λάκκο κι εμείς τα παιδιά του από δίπλα παραμερίζαμε όσο μπορούσαμε το χώμα. Ρίξαμε κι από πάνω κάποιες πέτρες. Ύστερα γυρίσαμε σπίτι μας.

Το σπίτι μας δεν υπήρχε πια, ήταν ένας σωρός από αποκαΐδια. Δίπλα όμως από αυτό ήταν ένα σπίτι γερόντων που δεν ζούσαν πια. Το σπίτι αυτό δεν είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Ήρθαν κι άλλοι γειτόνοι κοντά μας, που δεν είχαν και αυτοί κάπου να μείνουν. Γύρω μας σκοτάδι και θρήνος. Και η παγωνιά αφόρητη. Μέσα στη νύχτα ακούγαμε να ουρλιάζουν σκυλιά και άνθρωποι σε μια σπαραχτική συναυλία. Δεν υπήρχε ούτε ένα κερί να ανάψουμε… Άδης… Άκουγες και τα νυχτοπούλια να κράζουν, αυτά δεν ήταν πουλιά, αλλά χαροπούλια.

Οι μάνες μας προσπαθούσανε να μας σκεπάσουνε με κουρέλια. Εγώ αποκοιμήθηκα, αλλά κάποια στιγμή ξύπνησα από τους λυγμούς της μάνας μου. Κατά τα μεσάνυχτα, μια γυναίκα μετέφερε στο σπίτι που διανυκτερεύαμε έναν άντρα. Αυτός ο άντρας ήταν ένας γείτονάς μας, ονόματι Αλεξόπουλος, που ήταν από τους διασωθένετες, αλλά είχε σκοτωθεί το παιδί του. Το καημένο το παιδί γλίτωσε από τα μαζικά πυρά, σηκώθηκε πάνω όρθιο κι εκλιπαρούσε τον Γερμανό στρατιώτη να μην το σκοτώσει, φωνάζοντας ότι ήταν κάτω από δεκατριών. Εκείνος όμως το τουφέκισε. Το σώμα του Αλεξόπουλου ήταν σχεδόν διάτρητο από βόλια. Αιμορραγούσε, αλλά ήταν ακόμα ζωντανός. Η γυναίκα του προσπαθούσε με κάτι κουρέλια να σταματήσει το αίμα, αλλά ήταν αδύνατο. Μας έδιωχνε εμάς τα παιδιά να μη βλέπουμε. Ύστερα τον μετέφερε λίγο παραπέρα, σε ένα καλύβι.

Κατά τη μία ή τις δύο τη νύχτα έγινε ένα ακόμα περιστατικό. Ήρθε σε ένα διπλανό σπίτι ένας ακόμα διασωθέντας, ο Λάμπης Αδαμόπουλος. Οι δικοί του τον νόμιζαν για νεκρό. Ήταν βαριά τραυματισμένος, αλλά κάποτε μέσα στη νύχτα βρήκε λίγες δυνάμεις και σύρθηκε μέχρι εκεί που μέναμε. Η κοιλιά του ήταν ανοιγμένη και εκείνος είχε τα χέρια του μπροστά και προχωρούσε. Ήταν νέο παλικάρι, δεν είχε ακόμα παντρευτεί. Σίμωσε η αδελφή του και μας ζητούσε απεγνωσμένα κουρέλια για να τα δέσει στην κοιλιά του. Μετά από λίγο, ο Αδαμόπουλος έκλεισε τα μάτια και πέθανε».


Υποσημειώσεις:

[1] Ρεμόν Καρτιέ, «Ιστορία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου», Εκδόσεις «Πάπυρος», τόμος β’, σελ. 168

[2] Λ. Χαρτ, «Ιστορία του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου», έκδοση 7ου ΕΓ/ΓΕΣ, τόμος β’, σελ. 5376

[3] Περικλή Ροδάκη, «Καλάβρυτα 1941- 1944,  Η Αντίσταση στην Επαρχία, Το ολοκαύτωμα», εκδόσεις «Παρασκήνιο», σελ. 256- 260

[4]  Δ. Μαγκριώτη, «Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής 1941- 1944», Αθήναι 1949, επανέκδοση «Φόρμιγξ» 1996, σελ. 107

Μοιράσου το άρθρο:

Περισσότερα Εδω

Προηγούμενο άρθροΤο απόλυτο χάος στις ταχυμεταφορές
Επόμενο άρθροΑπόλλων Σμύρνης-ΑΕΚ 0-0, Βόλος-Παναιτωλικός 0-0