Δεκατρία χρόνια μετά το ξέσπασμα της μεγάλης οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα των τεράστιων «δίδυμων ελλειμμάτων» -σε προϋπολογισμό και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – που είχαν εκτιναχθεί σε διψήφια ποσοστά του ΑΕΠ, προβληματισμό δημιουργεί το (εκ νέου) υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου.

Όπως προκύπτει, μεγάλο «αγκάθι» αποτελεί το μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας, κάτι το οποίο επισημαίνεται από ολένα και περισσότερους θεσμικούς φορείς και αναλυτές. Κι αυτό καθότι ενδέχεται να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στην ελληνική οικονομία, ιδίως σε ένα περιβάλλον χαμηλότερης ανάπτυξης. Το έλλειμμα ισοζυγίου πληρωμών από 2,9% του ΑΕΠ το 2018 και 1,5% του ΑΕΠ το 2019, σκαρφάλωσε στο 6,8% το 2021 και εκτοξεύθηκε στο 10% περίπου το 2022 (κοντά στα 20 δις. ευρώ). Αξίζει να σημειωθεί πως εν μέρει αυτή η εκτόξευση οφειλόταν στις αυξημένες τιμές των καυσίμων και στην ταχεία ανάκτηση των απωλειών του ΑΕΠ λόγω πανδημίας.

Επισημάνσεις

Όπως έχει επισημάνει κατ’ επανάληψη ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ένα έλλειμμα του ισοζυγίου «που διατηρείται πάνω από 4% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα έρχεται σε σύγκρουση με τον έλεγχο των μακροοικονομικών ανισορροπιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης», κάτι που συμμερίζεται και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Άλλωστε, υπενθυμίζεται ότι και οι τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες που μπήκαν σε μνημόνιο πέραν της Ελλάδας (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος και Ισπανία) αντιμετώπιζαν αυτό το ζήτημα.

Όπως υπενθύμισε και πρόσφατα  για την ελληνική κρίση του 2010, μιλώντας στο in.gr:  «Ξεκινήσαμε πολύ χαμηλά, ξεκινήσαμε από δίδυμα ελλείμματα, δηλαδή έλλειμμα του κρατικού τομέα και έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της τάξης του 15% του ΑΕΠ, το οποίο μας έφερε στην κρίση. Μην ξεχνάτε, είμαστε η μόνη χώρα που είχαμε δίδυμα ελλείμματα τότε, δηλαδή και έλλειμμα του δημόσιου τομέα και έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι άλλες χώρες που μπήκαν στα μνημόνια, μπήκαν μόνο με το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ή με τα προβλήματα στον τραπεζικό τομέα. Εμάς ήταν καθαρά πρόβλημα του Δημοσίου και πρόβλημα ανταγωνιστικότητας».

Τι δείχνει το έλλειμμα

Τα δεδομένα του 2022 δείχνουν αφενός τη μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές, ακόμα και για την εξαγωγική δραστηριότητα λόγω της εισαγωγής των απαραίτητων πρώτων υλών και αφετέρου το πρόβλημα του χαμηλού επιπέδου της προστιθέμενης αξίας της ελληνικής παραγωγής, όπως υποστηρίζουν πολλοί αναλυτές. Αλλά όχι μόνο αυτό. Καταδεικνύει και την υστέρηση της εθνικής αποταμίευσης συγκριτικά με τις επενδύσεις. Ουσιαστικά, οι αποταμιεύσεις δεν αρκούν για να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται, λόγω της υψηλότερης κατανάλωσης. με αυτόν τον τρόπο γίνεται αναγκαίος ο δανεισμός, προκειμένου να υπάρξουν επενδύσεις, κάτι το οποίο δημιουργεί προβλήματα μακροπρόθεσμα.

Αξίζει δε να επισημανθεί ότι τον κίνδυνο που εμπεριέχει η διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, είχε επισημάνει και η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε συνέχεια των συμπερασμάτων των εκθέσεων που δημοσιεύτηκαν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Υπενθυμίζεται πως στην έκθεση, η Κομισιόν επισημαίνει ότι παρότι η κορύφωση του ελλείμματος για το 2022 οφείλεται στην αύξηση των τιμών της ενέργειας των τροφίμων και των πρώτων υλών που είχαμε το 2022, το ελληνικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, παρότι θα αποκλιμακωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 9,7% το 2022, στο 7,3% για φέτος και στο 6,4% το 2024, θα παραμείνει από τα υψηλότερα εντός της ΕΕ! Σύμφωνα με τη Eurobank, το έλλειμμα θα υποχωρήσει από το 9,6% του ΑΕΠ (είναι διαφορετικός ο τρόπος υπολογισμού σε σχέση με την Κομισιόν) στο 7% του ΑΕΠ φέτος, ενώ η Εθνική Τράπεζα σε πρόσφατη ανάλυσή της προέβλεψε έλλειμμα φέτος 6,5% του ΑΕΠ και στη συνέχεια, μετά το 2024, περαιτέρω υποχώρησή του στο 4% του ΑΕΠ.

Το πρόβλημα και η έκθεση σε κρίσεις

Το πρόβλημα ενός υψηλού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών είναι ότι φανερώνει ότι η χώρα είναι απολύτως εξαρτημένη από εισαγωγές και άρα, ως οικονομία, είναι εκτεθειμένη όχι μόνο σε μεγάλο εξωτερικό χρέος, αλλά και σε διεθνείς κρίσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη ενεργειακή κρίση, κατά την οποία η Ελλάδα πλήρωσε βαρύτερο τίμημα από άλλες χώρες. Ένας από τους λόγους ήταν η ελλειμματική εκμετάλλευση των εγχώριων πόρων για την παραγωγή ηελκτρικής ενέργειας, αλλά και η εξάρτηση από το πετρέλαιο

Το μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αφορά κυρίως το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών (δηλαδή τις εισαγωγές μείον τις εξαγωγές αγαθών), που έφτασε το 2022 στο ιλιγγιώδες ποσό των 39,06 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου 19,5% του ΑΕΠ, με πρωταγωνιστή την άνοδο των τιμών των καυσίμων.

Η δε αναλογία της αξίας εισαγωγών-εξαγωγών είναι επίσης ενδεικτική της κατάστασης. Το 2022 το σύνολο των εισαγωγών αγαθών ήταν 92,5 δισ. ευρώ, ενώ το σύνολο των εξαγωγών 53,5 δισ. ευρώ.

Αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της ΤτΕ, το πρώτο τρίμηνο του 2023, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε κατά 3,1 δισ. ευρώ σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022 και διαμορφώθηκε σε 3,9 δισ. ευρώ, παραμένοντας σε υψηλό επίπεδο.

Πηγή: ΟΤ

Περισσότερα Εδω

Προηγούμενο άρθροΕύκολες νίκες για Γαλλία, Αγγλία
Επόμενο άρθροΣαν σήμερα 17 Ιουνίου