του Γιώργου Τριανταφύλλου

Η επιδαπέδια εγκατάσταση με έξι ταφές, πλαισιωμένες με επίτοιχα έργα μεγάλης κλίμακας με θέμα τη γη και τον ουρανό (εικ. 1), ενταγμένα σε μία αυτόνομη ενότητα με θέμα την ταφή, ήταν για μένα μια ξεχωριστή εικαστική χειρονομία του Γιώργου Χατζημιχάλη στο πρώτο μέρος της έκθεσής του, με τίτλο «Εργα από το 1966 έως το 2022», στο Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς.

Εργα που με έβαλαν σε ένα κλίμα αναστοχασμού και ανέσυραν ευαίσθητες προσωπικές μνήμες από το παρελθόν, που εντάθηκαν όταν πληροφορήθηκα ότι παράλληλα και η βρετανίδα εικαστικός Tracey Emin που ξεχωρίζω στήνει τη νέα της έκθεση στη Νέα Υόρκη με τίτλο «Lovers Grave». Εκθέσεις με ένα θέμα ταμπού που σπάνια προβάλλεται.

Ο θάνατος, η ταφή και τα κοιμητήρια κατά έναν περίεργο τρόπο με απασχολούν από την παιδική μου ηλικία και ιδιαίτερα στις καλοκαιρινές μας διακοπές στο χωριό. Είχα τότε την ελευθερία να βιώνω δραματικές σκηνές ανθρώπινης απώλειας, τις φωνές και τα μοιρολόγια μαυροφορεμένων γυναικών.

Να παρακολουθώ από το παράθυρο του ξυλουργού να κατασκευάζει το απέριττο φέρετρο στα μέτρα του θανόντος, με τάβλες από ξυλεία πεύκου, που έντυνε με σκούρο μπλε ύφασμα και στο τέλος να καρφώνει στο καπάκι τον χρυσαφένιο χάρτινο σταυρό μαζί με τα αρχικά κεφαλαία γράμματα του ονόματός του.

Και ύστερα η πομπή στην εκκλησία με το φέρετρο ανοιχτό, η εξόδιος ακολουθία και στο τέλος η τελετουργία της ταφής και η κατασκευή του μαρμάρινου ή ξύλινου μνήματος. Παρακολουθούσα όλα αυτά συνεπαρμένος από τη μετά θάνατον μεγιστοποίηση των αισθημάτων αγάπης προς τον αποδημήσαντα, κρυφά από τους γονείς, δοκιμάζοντας τον εαυτό μου με δύσκολες εικόνες που συχνά με κρατούσαν ξάγρυπνο τις νύχτες.

Ζωντανός χώρος

Αργότερα μεγάλος πια, με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι, φτάνοντας σε έναν καινούργιο τόπο, συχνά επισκέπτομαι το κοιμητήριο, όχι μόνο γιατί συνήθως βρίσκεται ενταγμένο σε ένα ξεχωριστό φυσικό τοπίο της περιοχής, αλλά γιατί παράλληλα αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε έναν ζωντανό χώρο που μεταλλάσσεται μέσα στον χρόνο, με τη φροντίδα των οικείων που στολίζουν τους τάφους με άνθη και προσωπικά αναθήματα.

Καταγράφοντας την ανθρώπινη ευαισθησία απέναντι στον θάνατο, μέσα από τη διαφορετικότητα των ταφικών μνημείων, απολαμβάνω αυτή την παράδοξη ατμόσφαιρα των κοιμητηρίων που αποτυπώνουν ξεκάθαρα την κοινωνική δομή, τις εισοδηματικές τάξεις, τις ευαισθησίες των κατοίκων, αλλά και τη μακροβιότητα των ηλικιωμένων.

Βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον να καταγράφω την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής των ταφικών κατασκευών και των ταφικών συνόλων που διαφοροποιείται από περιοχή σε περιοχή, και κυρίως την ένταξη κάθε είδους γλυπτικών και άλλων συνθέσεων, καθώς και την εναπόθεση αντικειμένων εντός και επί των μνημάτων, που αφιερώνονται στον νεκρό με μια μοναδική τρυφερότητα παραπέμποντας στα γνωστά ιστορικά «κτερίσματα».

Η ελπίδα για τη μετά θάνατο ζωή και η αίσθηση μιας κατά κάποιον τρόπο επικοινωνίας των ζώντων με τους απερχόμενους τροφοδοτεί επί αιώνες μια σειρά από χειρονομίες που δεν περιορίζονται μόνο σε ταφικές κατασκευές για να τιμήσουν τον νεκρό, αλλά και μια σειρά εναποθέσεων που ενισχύουν μια μεταφυσική ανθρώπινη επικοινωνία, συνέπεια μιας σπάνιας ευαισθησίας.

Παράλληλα, επισκεπτόμενος μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, μου κινούσαν πάντα το ενδιαφέρον τα ταφικά μνημεία και τα κτερίσματα που αποκαλύπτουν τους τρόπους ταφής στην ιστορία. Αποκορύφωμα η ενασχόλησή μου ως αρχιτέκτονα με τον σχεδιασμό του Στεγάστρου των Τύμβων με τους πρωτοελλαδικούς τάφους, στην περιοχή Βρανά Μαραθώνα. Ξεχωριστή στιγμή, όταν στην μεγάλη έκθεση στο Παρίσι το 2006 με τίτλο Mélancolie, σε περίοπτη θέση αντίκρισα τη γνωστή επιτύμβια στήλη του ναυαγού οπλίτη Δημοκλείδη

Σπάνιο υλικό

Συλλέγοντας επί χρόνια φωτογραφικό υλικό από νεκροταφεία κάθε τόπου που επισκεπτόμουν αιφνιδιάστηκα όταν το 2005 ήρθε στα χέρια μου η έκδοση με τίτλο «Ελλάδος κοιμητήρια» του Ηλία Πετρόπουλου, που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του με ένα σπάνιο υλικό που συγκέντρωνε και αυτός επί τέσσερις δεκαετίες από τα εφηβικά του χρόνια.

Ενας μανιώδης συλλέκτης με εμμονή με τον θάνατο, με τον ρομαντισμό ενός παλιού λαογράφου, αλλά και τη διεισδυτικότητα ενός ανθρωπολόγου.

Ενα σπάνιο υλικό με τάφους που κατέγραψε ο ίδιος αλλά και υλικό που ζήτησε από φίλους, μαζί με κηδειόχαρτα, φωτογραφίες και σχέδια φέρετρων, νεκροφόρες, κηδείες απλών και σημαντικών προσώπων, φτωχικά επαρχιακά αλλά και σημαντικά κοιμητήρια σε πόλεις, με τους λεγόμενους «φράγκικους» περίτεχνους τάφους, σχεδιασμένους από καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες.

Πολλοί αρχιτέκτονες έχουμε κληθεί να σχεδιάσουμε τάφους για γνωστούς, φίλους ή συγγενείς, αλλά και τους δικούς μας ανθρώπους της οικογένειας.

Ομολογώ ότι με ιδιαίτερη συγκίνηση σχεδίασα τον τάφο του αγαπητού και άξιου φίλου Δημήτρη Κωνστάντιου, διευθυντή τότε του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου της Αθήνας, που έφυγε νωρίς, βασισμένος σε περίτεχνο βυζαντινό θωράκιο του μουσείου.

Αλλά και του πατέρα μου και αργότερα της μητέρας μου. Η μεγαλύτερη όμως συγκίνηση ήρθε όταν την επομένη της ταφής της διαπίστωσα ότι οι φίλες της στη Λίμνη Ευβοίας σιωπηλά έφτιαξαν έναν προσεγμένο μακρόστενο χωμάτινο τύμβο, στολισμένο με βότσαλα από την ακρογιαλιά που κολυμπούσαν τα καλοκαίρια, και τα αγαπημένα της άνθη.

Αυτή η ανώνυμη και αρχετυπική αρχιτεκτονική της ταφής αποκαλύπτει μια διαφορετική ευαισθησία, σεμνότητα και σεβασμό, σε αντίθεση με τις πρόσφατες καταγραφές μου, κυρίως στα μεγάλα αστικά κοιμητήρια.

Γιατί από την απλότητα των τυπικών τάφων ή εκείνων με τη μνημειακού χαρακτήρα μεγαλοπρέπεια, με περίτεχνες γλυπτικές συνθέσεις, που βρίσκουμε στα αστικά κοιμητήρια, φαίνεται να έχουμε περάσει σε μια διαφορετική αισθητική που ακολουθεί τις τάσεις της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, όπου κυριαρχούν η υπερβολή και η διάθεση πρόκλησης και συχνά οι υψηλού κόστους εντυπωσιακές κατασκευές από μάρμαρο και γρανίτη.

Σημαίες και καθιστικά

Ξεχωρίζουν βέβαια και μια σειρά επεμβάσεων που χαρακτηρίζονται από μία διαφορετική λογική. Με στόχο να προβληθούν προσωπικές επιθυμίες, ιδιαιτερότητες, επιλογές και τα πάθη των θανόντων, πραγματοποιούνται τάφοι με στέγαστρα με τα χρώματα και τις σημαίες αγαπημένων ποδοσφαιρικών ομάδων ή κομμάτων, αλλά και εν είδει ερωτικών φωλιών με ροζ τούλι και καρδιόσχημα μαξιλαράκια.

Παρατηρούνται μάλιστα και κτίσματα, νεοκλασικίζοντα, ή με κεραμιδάκι ή ακόμη και μοντερνίζοντα, που επεκτείνονται με υπαίθρια καθιστικά και μικρούς κήπους, όπου οι στενοί συγγενείς συναντώνται τακτικά για καφέ και συνομιλούν μεταξύ τους και με τον αποδημήσαντα.

Επιλογές από το Τρίτο Νεκροταφείο Αθηνών και από το κοιμητήριο στο Σχιστό.

Σε μια εποχή που προσπερνούμε ως τηλεοπτικό ριάλιτι, ίσως πια και κάπως αδιάφορα (;), τον πόλεμο και τις εκατόμβες των νεκρών, που οδηγούνται συχνά σε ομαδικές ταφές, στα δικά μας κοιμητήρια προσωπικά αισθάνομαι ότι διαδραματίζονται μικρά «θεατρικά δρώμενα», σε παράδοξα αρχιτεκτονημένους ταφικούς χώρους, που σηματοδοτούν μια νέα διαφορετική πορεία, με μια διαφορετική ευαισθησία, φαινόμενο των καιρών.

Μια πορεία που βέβαια εμπεριέχει και τη νέα επιλογή της αποτέφρωσης, που συμπυκνώνει όλη αυτή την τελετουργία της ταφής σε μια μεταφερόμενη λήκυθο και το περιεχόμενό της ενίοτε φυλάσσεται ή διασκορπίζεται στα πελάγη ή στους υπονόμους του Παρισιού.

Premium έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»

Περισσότερα Εδω

Προηγούμενο άρθροΣτην Κρήτη το πιο ακριβό παραθαλάσσιο Airbnb της Ευρώπης – Το ιλιγγιώδες ποσό διανυκτέρευσης
Επόμενο άρθροΜπάιντεν: Μετά τον πόλεμο η Παλαιστινιακή Αρχή να αναλάβει τη διακυβέρνηση της Γάζας